Αρχική » ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ Ἤ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ;

ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ Ἤ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ;

από christina

 

τοῦ πρωτοπρ.Κυριακοῦ Τσουροῦ*

Ἕνα νέο φαινόμενο μπαίνει τά τελευταῖα χρόνια στή ζωή τῶν Ἑλλήνων: ἡ ἐμφάνιση τῆς “ἀρχαιολατρίας” ἤ “νεοειδωλολατρίας”. Βεβαίως, παρόμοια φαινόμενα κατέγραψε ἡ ἱστορία καί στό Βυζάντιο, λίγο πρίν τήν Ἅλωση, στίς μέρες τοῦ Πλήθωνα. Ὅμως ἡ σύγχρονη μορφή τῆς νεοειδωλολατρίας ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῶν ρευμάτων τῆς “Νέας Ἐποχῆς” καί παρουσιάζεται ἰδιαίτερα σκληρή καί ὑβριστική ἀπέναντι στήν Χριστιανική Πίστη.

Συνήθως, ἡ πρώτη ἀντίδρασή μας μπροστά στό νέο αὐτό ρεῦμα τῆς νεοειδωλολατρίας εἶναι ἕνα εἰρωνικό μειδίαμα ἤ ἡ γνώμη ὅτι δέν πρέπει “νά ἀσχολεῖται κανείς μέ τέτοια πράγματα· ὑπάρχουν σοβαρότερα”. Ἤ ἀκόμη βλέπουμε τούς ὀπαδούς τοῦ νεοεποχίτικου αὐτοῦ ρεύματος σάν ἀθεράπευτους νοσταλγούς ἑνός ἐνδόξου παρελθόντος χωρίς ἐπιστροφή.

Μιά τέτοια ἀντιμετώπιση εἶναι ποιμαντικά ἐσφαλμένη καί ἀσφαλῶς δηλώνει ἄγνοια τῶν νέων δεδομένων, τῆς ἐκτάσεως καί τοῦ μεγέθους τοῦ προβλήματος. Ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι νομίζεται, ἡ νεο-ειδωλολατρία στίς μέρες μας σαγηνεύει καί θά πλανήση πολλές ψυχές καί μάλιστα νέων ἀνθρώπων, διότι ἡ νεοεποχίτικη αὐτή ἰδεολογία στοχεύει στήν ἐθνική ὑπερηφάνεια.

 

 

Τό σύνθημα ὅτι “ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι καλές, ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ὁ ἴδιος παντοῦ”, πού καλλιεργεῖται εὐρύτατα ἀπό τά ρεύ-ματα τῆς “Νέας Ἐποχῆς”, ἔχει ὁδηγήσει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο νά μή μπορεῖ νά διακρίνη εὔκολα τόν Ἀληθινό Θεό ἀπό τούς ψευδεῖς “θεούς”- τά εἴδωλα. Ἄλλωστε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀνύψωσε σέ λατρεία τήν θεραπεία τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας καί ἔτσι κατήντησε νά εἶναι στήν πράξη πιό εἰδωλολάτρης ἀπό τούς ἀρχαί-ους εἰδωλολάτρες. Εἶναι αὐτό πού ὁ μακαριστός π.Ἀντώνιος Ἀλεβι-ζόπουλος ἐχαρακτήριζε σάν “θρησκεία τῆς ἐκκοσμίκευσης”. Ὅπως σημειώνει σύγχρονος διανοούμενος “ὁ ἀστικός πολιτισμός – στή βάση του καταναλωτικός – εἶναι οὐσιαστικά πιό εἰδωλολατρικός ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική πολυθεΐα”. Ὁ ἴδιος συμπληρώνει ὅτι “ἡ προσπάθεια (τῆς ἐπαναβιώσεως τῆς εἰδωλολατρίας) ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ ἐμφανίζεται συνυφασμένη μέ τό αἴτημα ἀνεύ-ρεσης ἤ βίωσης τῆς “γνήσιας” Ἑλληνικότητας. Συγκεκριμένα ἡ εἰδωλολατρία θεωρεῖται τό πλέον ἐναρμονισμένο μέ τόν Ἑλληνισμό θρησκευτικό σύστημα” (Β.Μπακούρου, Θά μποροῦσε νά ἀναβιώση σήμερα ἡ ἀρχαία Ἑλληνική θρησκεία; Τρίτο Μάτι, ‘Οκτώβριος 1997, σελ.22).

Στήν προσπάθεια ὅμως αὐτή τῆς Ἑλληνικῆς νεοειδωλολατρίας γιά τήν δῆθεν ἀνεύρεση τῆς Ἑλληνικῆς “γνησιότητος” διαπιστώνεται τό ἑξῆς παράδοξο: γίνεται ἕνα τεράστιο ἱστορικό ἅλμα ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική πραγματικότητα στήν σύγχρονη ἐποχή καί ἀποσιωπᾶται ἤ παραβλέπεται, ἐκ μέρους τῶν νεοειδωλολατρῶν, ἤ ἀπορρίπτεται μετά βδελυγμίας ἡ χιλιετής Βυζαντική περίοδος. Καί τίθεται τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ προκατειλημμένη, ἀντιϊστορική, ἀντιεπιστημονική, καί κατά βάθος ἀνθελληνική συμπεριφορά; Μήπως ἡ Βυζαντινή περίοδος δέν εἶναι βασικό καί μάλιστα μακρόχρο-νο τμῆμα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους; Μήπως οἱ Βυζαντινοί μας πρόγονοι τῆς Ἁγιά – Σοφιᾶς καί τῆς Ἁλώσεως, τῶν Κομνηνῶν καί τῶν Παλαιολόγων δέν ἦσαν Ἕλληνες; Μήπως ἆραγε συμπλέομε μέ τίς κατά καιρούς ἐμφανιζόμενες παρόμοιες ξένες, ἀνθελληνικές καί αὐθαίρετες τοποθετήσεις; Μήπως οἱ Βυζαντινοί Ἕλληνες, μέσα στά πλαίσια τῶν πολιτισμικῶν ἀνακατατάξεων, μιᾶς ὁλό-κληρης χιλιετίας δέν εἶχαν τό δικαίωμα ἐπιλογῆς στό θρήσκευμα, ἀποποιούμενοι τούς μύθους τῆς εἰδωλολατρίας; Ἤ μήπως ἡ ἀρχαιοελληνική θρησκεία, τήν ὁποία δῆθεν ἐπαναβιώνουν οἱ νεοειδωλολάτρες, ἦταν ἀμιγῶς ἑλληνική καί γηγενής, ἀπηλλαγμένη συγκριτιστικῶν διεργασιῶν μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς εἰδωλολατρίας καί τῶν λοιπῶν θρησκευτικῶν μορφῶν τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καί τῶν κατακτήσεων τοῦ Μ.Ἀλεξάνδρου; Περίεργο κι ὅμως ἀληθινό: οἱ νεοειδωλολάτρες συμπατριῶτες μας μέ ἕνα παράλογο ἅλμα ἀναζητοῦν μόνον τούς “παπποῦδες” τους καί ἀρνοῦνται τούς “πατέρες” τους;

Μεταξύ τῶν πολλῶν δημοσιευμάτων στό θέμα αὐτό περιορίζομαι στά ὅσα γράφει σέ κύριο ἄρθρο τοῦ περιοδικοῦ “Δαυλός” ὁ ἰδιοκτήτης του: “ἐδῶ καί 17 περίπου αἰῶνες ὁ Ἑλληνισμός δέν ἔδωσε τίποτε πού νά γίνη παγκόσμιο καί πανανθρώπινο…”,ἀντίθετα,ὑπῆρξε μιά “δισχιλιετής νόθευση, ἀλλοίωση καί ἐκτροπή τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ ἱστορική ἀφασία του…” (Δαυλός, τ.154, Ὀκτώβριος 1994). Στό Βυζάντιο, κατ’ αὐτόν, “τά πολιτικά καί ἰδεολογικά του στοιχεῖ-α μέχρι λίγο πρό τῆς Ἁλώσεως ἦταν κατά τό πλεῖστον ὄχι ἁπλῶς ξένα πρός κάθε Ἑλληνικό, ἀλλά καί ἀποδεδειγμένα ἔπαιξαν τόν ρόλο τοῦ ἱστορικοῦ ἐξολοθρευτή καί “διακόπτη” τῆς τυπικῆς ἑλληνικῆς συνέχειας” (Δαυλός, τ.135, Μάρτιος 1993). Αὐτά γράφει ὁ “Δαυλός” παραθεωρώντας ὁλόκληρη τήν Ἑλληνική γραμματολογία καί τόν ἑλληνόψυχο πολιτισμό τῆς μακρᾶς Βυζαντινῆς περιόδου.

Καί ὅμως, τά ἔθνη ἐπιβιώνουν διαχρονικά. Καί ἡ ἑλληνικότητα τοῦ Ἔθνους μας, ἔτσι ὅπως προβάλλεται στά πλαίσια τῆς νεοειδωλολατρικῆς ἀναβιώσεως εἶναι ἀσφαλῶς ἀκρωτηριασμένη ἀπό ἕνα σημαντικό τμῆμα της, ἀφοῦ ἐξοστρακίζεται ἀπ’ αὐτή ὁ Βυζαντινός πολιτισμός, πού εἶναι γέννημα δικό της. Ἡ πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους περνᾶ ἱστορικά καί ὑποχρεωτικά μέσα ἀπό τό Βυζάντιο.

Εἶναι δέ ἀπορίας ἄξιο ὅτι σ’ αὐτή τήν προσπάθεια συμπλέουν οἱ Ἕλληνες νεοειδωλολάτρες μέ τούς δυτικούς στοχαστές, οἱ ὁποῖοι “πρῶτοι τόνισαν ὡς ἀναγκαιότητα γιά τήν δῆθεν ἐπανασύνδεση τῶν νεοελλήνων μέ τήν Ἀρχαιότητα τήν ἀποτίναξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τήν ἐγκόλπωση τῆς εἰδωλολατρίας (π.χ.Charles de Mouy)” (Β.Μπακούρου, ἔνθ.ἀνωτ.σελ.22).

Εἶναι φανερό, ὅτι ὁ κύριος λόγος αὐτοῦ τοῦ βιασμοῦ τῆς ἱστορίας εἶναι ἡ προσπάθεια νά ἀποξενωθῆ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμός ἀπό τό κύρια ἐρείσματά του, δηλαδή τήν Ἑλληνική Χριστιανική Πατερική Γραμματολογία, ἡ ὁποία κατόρθωσε τό θαῦμα τῆς ἐναρμονίσεως τῆς Χριστιανικῆς Ἀληθείας καί τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καί σοφίας διά τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Βυζαντινῆς περιόδου. Γι’ αὐτό θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων νεοειδωλολατρῶν εἶναι ἀντιιστορική καί προκρουστική, ἐξωπραγματική καί ἄκρως οὐτοπική, ἀφοῦ μάλιστα ἐπιδιώκει νά ἐπιβληθῆ στό λαό σάν μορφολογικό κατασκεύασμα λογίων παγανιστῶν καί δέν ἔχει ἐρείσματα στά βιώματα, ὄχι μόνον τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ γενικώτερα, πού θεμελιώνονται στήν Χριστιανική ἀντίληψη περί Θεοῦ καί κόσμου.

Παρ’ ὅλα ταῦτα, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά δῆ τήν ἀναβίωση αὐτή σάν πηγή συγχύσεως καί νά λάβη τά μέτρα πού ἀπαιτοῦνται γιά τήν σωστή καί ἔγκαιρη ἐνημέρωση καί τήν περιφρούρηση τοῦ Ὀρ-θοδόξου Πληρώματος. Ἐξ ἄλλου, πολλά προβλήματα, ὅμοια μ’ ἐκεῖνα πού παρουσιάζονται μέ τήν δραστηριότητα ὅλων τῶν παραθρη σκευτικῶν ρευμάτων τῆς “Νέας Ἐποχῆς”, μποροῦν νά δημιουργη-θοῦν ἀπό τήν ἀναβίωση τοῦ νεοειδωλολατρικοῦ φαινομένου. Καί μεταξύ αὐτῶν εἶναι ἀσφαλῶς ἡ συνοχή τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας καί τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, οἱ βάσεις τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.

Ἀπό τήν μελέτη τῶν κειμένων τῶν νεοειδωλολατρῶν καί τίς ἐμφανίσεις νεοειδωλολατρῶν – ἀρχαιολατρῶν, πού ὅλο καί πληθαίνουν σέ περιοδικά, ἐφημερίδες, σεμινάρια, ραδιοφωνικούς καί τηλεοπτικούς σταθμούς, ὁμιλίες ἤ πολιτιστικές ἐκδηλώσεις ἐξάγεται ἀβίαστα ἡ διαπίστωση ὅτι ἐπιδιώκεται ἡ ἀνατροπή τῶν θεμελιωδῶν βάσεων καί τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, πάνω στίς ὁποῖες ἑδράζεται ἡ κοινωνική συνοχή καί ἡ πολιτιστική πρόοδος, ὁ Ἑλληνικός καί Εὐρωπαϊ-κός πολιτισμός γενικώτερα. Ὁ Νόμος τῆς Ἀγάπης, πού γιά τούς Χριστιανούς εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς καί τῆς ἀνθρώπινης συμ-περιφορᾶς, ὑποβαθμίζεται ἀπό τούς νεοειδωλολάτρες καί στήν θέση της κηρύσσεται ἡ Δίκη (δικαιοσύνη – ὑπό ποία ἆραγε ἔννοια). “Ὁ Ἑβραιοχριστιανισμός, δηλώνει ἐκπρόσωπος τῆς νεοειδωλολατρίας, ἔχει σάν πρώτιστο ἰδανικό του τήν Ἀγάπη, κι ὅταν λέμε <‘Αγάπη> ἐννοοῦμε ἕνα συναίσθημα πού δέν ἔχει Μέτρο, οὔτε Λογική, εἶναι δηλαδή Ἄ-μετρο καί Ἄ-λογο, ἐνῶ ἐμεῖς ἀντιθέτως εἴχαμε τήν Δίκη (δικαιοσύνη) σάν πρώτιστο ἰδανικό μας” (ΜΕΕΕ, Διϊπετές, τ.4, σελ.26-27).

Ἀκόμη, ἡ περί καλοῦ καί κακοῦ γενικά ἀντιχριστιανική ἀντίληψη τῶν ρευμάτων αὐτῶν, δηλαδή ἡ καθαρά νεοεποχίτικη διδασκαλία ὅτι δέν ὑπάρχει διαφορά – διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, μπορεῖ νά προκαλέση συγχύσεις, οὐσιώδεις κοινωνικές ἀλλα-γές ἤ καί κοινωνικές συγκρούσεις. Ἡ “ἀντίστροφη” αὐτή “ἠθική”, ἐκτός ἀπό τά κείμενά τους, διαφαίνεται καί στόν ἐλευθεριάζοντα τρόπο συμπεριφορᾶς κατά τίς φυσιολατρικές ἤ ἄλλες νεοπαγανιστικές λατρευτικές ἐκδηλώσεις τους. Περαιτέρω, ἡ συγκριτιστική προσπά-θεια, ὅπου αὐτή ὑπάρχει, στήν ἀνάμιξη εἰδωλολατρικῶν καί χριστιανικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων (π.χ. ἀναστενάρια, θυσίες ζώων-ταύρων, ἤ ἄλλοι τρόποι ἐκχύσεως αἵματος) ἤ ἡ “συμβολική” καί “μυστική” τάχα ἑρμηνεία χριστιανικῶν διδασκαλιῶν καί μυστηριακῶν λατρευτικῶν πράξεων, μποροῦν νά προκαλέσουν ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος καί νόθευση τῆς Χριστιανικῆς Ἀλήθειας μέ δεισιδαιμονίες καί ποικίλα μυθεύματα.

Ἡ θέση μας αὐτή θά δεχθῆ βεβαίως σφοδρή ἐπίθεση, καθόσον ὁ σύγχρονος Ἕλληνας σέ ἀνησυχητικό βαθμό ἔχει μάθει νά θεωρῆ καλό ὅ,τι τοῦ ἀρέσει σύμφωνα μέ τήν νεοεποχίτικη ἀντίληψη.

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἡ προσπάθεια γιά τήν ἐπιστροφή στήν παλαιά ἐκείνη πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας πρέπει νά ἐκληφθῆ ὡς ὀπισθοχώρηση σέ πρωτόγονες μορφές πολυθεΐας καί πνευματικῆς ἄγνοιας. Γιά νά χρησιμοποιήσω, ἀνάλογα προσαρμοσμένους, τούς λόγους τοῦ Ἀπ.Πέτρου: “‘Εάν, ἀφοῦ ἀπέφυγαν τά μιάσματα τοῦ κόσμου διά τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάλιν ἐμπλέκονται εἰς αὐτά καί νικῶνται, τότε τά τελευταῖα των ἔχουν γίνει χειρότερα ἀπό τά πρῶτα. Θά ἦτο καλύτερον γι’ αὐτούς νά μήν εἶχαν γνωρίσει τόν δρόμον τῆς δικαιοσύνης, παρά, ἀφοῦ τόν ἐγνώρισαν, νά στρέψουν τά νῶτα πρός τήν ἁγίαν ἐντολήν, πού τούς παραδόθηκε. Εἰς αὐτούς ἐφαρμόζεται ἡ ἀληθινή παροιμία: “Σκύλος πού ἐπέστρεψε εἰς τό δικό του ξέρασμα” καί “χοῖρος, μετά τό λούσιμο, κυλίεται πάλιν στό βούρκο” (Β΄ Πέτρ.β΄ 20-22).

Ὁ “σπερματικός λόγος” τοῦ Θεοῦ μέ σαφήνεια διεμήνυσε στόν τιμώμενο ἰδιαιτέρως ἀπό τούς νεοειδωλολάτρες Ἰουλιανό τόν παραβάτη, διά τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν: “Χαμαί πεσέ Δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγάν λαλέουσαν. Ἀπέσβετο καί λάλον ὕδωρ”.

Οἱ Μεγάλοι σοφοί τῆς φυλῆς μας Σωκράτης, Πλάτων καί Ἀρι-στοτέλης, ὑπέδειξαν τόν Ἕνα Θεό καί εἰσῆλθαν στόν μονόδρομο τῆς μονοθεΐας. Ἀσφαλῶς ἐμεῖς οἱ νεοέλληνες, ὅσο καί ἄν εἴμαστε ὑπερήφανοι γιά τό ἔνδοξο καί λαμπρό ἀρχαιοελληνικό παρελθόν μας, δέν θά ἐπιστρέψωμε στήν πρό αὐτῶν σκοτεινή περίοδο τῆς εἰδωλολατρίας. Πᾶσα, περαιτέρω, προσπάθεια γιά ἐπαναβίωση τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων πρέπει νά ἑρμηνευθῆ μόνον ὡς αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Ἀληθινό Θεό καί πᾶσα προσφορά λατρείας στά εἴδωλα ὡς πράξη δαιμονική, καθόσον “ἅ θύει τά ἔθνη, δαιμονίοις θύει καί οὐ Θεῷ” (Α΄Κορ.ι΄ 20).

Ὁ ἐκπρόσωπος τῆς “Μεγάλης Ἐθνικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἑλλήνων”, σέ συνέντευξή του δηλώνει: “Ἡ Μυθολογία καί ἡ Φιλοσοφία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά αὐτή ἡ πραγματικότητα, κλειδωμένη ὅ-μως καί μέ τό κλειδί πεταγμένο κάπου στή θάλασσα. Κι ἐμεῖς πρέπει ν’ ἀναζητήσουμε αὐτό τό κλειδί….γιά νά μεταβοῦμε στή συνέχεια καί στό Ὑπερφυσικό” (Διϊπετές, τ.4, σελ.29).

Βεβαίως, γιά τό κατά πόσον ἡ Μυθολογία καί τό θρησκευτικό της περιεχόμενο, δηλαδή ἡ πολυθεϊκή εἰδωλολατρία, εἶναι “ἡ πραγματικότητα”, ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι πεποίθηση μόνον τῶν ἰδίων τῶν ὀπαδῶν τῆς ΜΕΕΕ. Ἐκεῖνο ὅμως πού δέν μπο-ροῦν νά ἀντιληφθοῦν εἶναι ὅτι τό “κλειδί εἶναι πεταγμένο κάπου στή θάλασσα”, καί ἡ ἀναζήτησή του εἶναι μιά ματαιοπονία.

 

* To κείμενο γράφτηκε πριν από χρόνια αλλά παραμένει πάντα επίκαιρο  καθώς το πρόβλημα  της ειδωλολατρίας είναι διαχρονικό .Αλλωστε και λίγο πριν την Αλωση οι ειδωλολάτρες είχαν κάνει δυναμικά την εμφανισή τους….

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ