Το προφητικό κήρυγμα του Βαπτιστού Ιωάννου απετέλεσε την αναγκαία εισαγωγή στο έργο του Λυτρωτού μας, προς τον Οποίο οδήγησε όλους εκείνους που με την αληθινή επίγνωση της καταστάσεώς τους και με τον άσβεστο πόθο της λυτρώσεώς τους, προετοιμάσθηκαν σ’ αυτή με το βάπτισμα της μετανοίας. Και «τότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλάτας δ΄, 4), και εμφανίσθηκε πιά στον κόσμο ο Χριστός, για να κηρύξει αυτοπροσώπως ότι έφθασε πλέον ο καιρός της Βασιλείας του Θεού και να καλέσει σ’ αυτήν όλους τους ανθρώπους.
Το έργο του Κυρίου δεν ήταν δυνατό να σταματήσει έως εκεί. Φρόντισε για την εξακολούθησή του «μέχρι της συντελείας του αιώνος» (Ματθαίου κδ΄, 3). Πριν φύγει από τον κόσμο αυτό σωματικά, έδωσε στους Αποστόλους την εντολή να συνεχίσουν το κήρυγμά Του σε όλο τον κόσμο: «Κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκου ιστ΄, 15), είπε στους Αποστόλους, όταν θριαμβευτής εμφανίσθηκε σ’ αυτούς μετά την Ανάστασή Του. Πριν αναληφθεί τους είπε πάλι: «Και έσεσθέ μοι μάρτυρες… έως εσχάτου της γης» (Πράξεων α΄, 8). Προς τον σκοπό αυτό, τους εφοδίασε με την χάρη και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που τους οδήγησε «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάννου ιστ΄, 13).
Το θείο κήρυγμα είναι μία συνέχεια του διδακτικού έργου, που προπαρασκευαστικώς άρχισαν οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τελειοποίησε ο Χριστός και απ’ Αυτόν παρέλαβαν και κατ’ εντολή Του εξακολούθησαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους, οι Πατέρες της Εκκλησίας. Στηρίζεται και θεμελιώνεται πάνω στα λόγια των Προφητών, του Κυρίου και των Αποστόλων και στην γνήσια και ανόθευτη παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο λόγος αυτός δεν είναι λόγος ανθρώπινος που να επιδέχεται αλλαγές, εκσυγχρονισμούς ή και απόρριψη. Την ταυτότητα του λόγου αυτού προσδιορίζει ο απόστολος Παύλος: «Το ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν προέρχεται από άνθρωπο. Γιατί κι εγώ ούτε το παρέλαβα ούτε το διδάχτηκα από άνθρωπο, αλλά μου το αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός» (Γαλάτας α΄ 11-12).
Αυτά που κηρύττουν οι κήρυκες του Ευαγγελίου δεν τα επινόησαν ούτε τα εξήγγειλαν άνθρωποι. Είναι λόγος Θεού, λόγος με αιώνιο κύρος και θεία αυθεντία. Ο Θεός παιδαγωγεί τον άνθρωπο για να τον κάμει μέτοχο της δόξας Του και πολίτη της βασιλείας Του. Ο λόγος του Θεού, ένεκα της αδυναμίας του ανθρώπου να εννοήσει το βάθος και το πλάτος και το ύψος του, χρειάζεται να ερμηνευθεί. Ο Κύριος ερμήνευσε με αυθεντικότητα το Νόμο που δόθηκε από τον Θεό στον Μωϋσή πάνω στο όρος Σινά, όπως διαβάζουμε στην επί του Όρους ομιλία Του (Ματθαίου ε΄, στ΄, ζ΄). Ο Κύριος, επίσης, υποσχέθηκε στους Μαθητές Του, πριν αναληφθεί και επιστρέψει στους ουρανούς, θα τους αποστείλει το άγιο Πνεύμα για να τους οδηγήσει στην αλήθεια, να κατανοήσουν δηλαδή το βάθος της διδασκαλίας Του (Ιωάννου ιστ΄ 13).
Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στους πιστούς, ότι με το κήρυγμά του γέννησε τα πνευματικά παιδιά με την χάρη που του έδωσε η κοινωνία και η σχέση του με τον Χριστό (Προς Κορινθίους Α΄, δ΄ 15). Με το κήρυγμα γεννιούνται τα πνευματικά παιδιά, τα παιδιά που πιστεύουν στο Θεό, που ζούν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, εφαρμόζοντας τις εντολές Του.
Η πνευματική γέννηση που αναφέρει ο απόστολος Παύλος είναι αποτέλεσμα του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και κυρίως της σταυρικής θυσίας Του (Εβραίους β΄, 10).
Το έργο αυτό για να επιτελεσθεί απαιτεί υπηρέτες και συνεργάτες του Θεού, δηλαδή ανθρώπους για να διαπαιδαγωγήσουν τους μαθητές του Χριστού και να τους φθάσουν στην πνευματική ωριμότητα, τελειότητα που είναι να αποκτήσουν τον τέλειο χαρακτήρα του Υιού του Θεού, όπως υψηγορεί ο απόστολος Παύλος: «Έτσι θα καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη κι η βαθιά γνώση του Υιού του Θεού, θα γίνουμε ώριμοι και θα φτάσουμε στην τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Δε θα είμαστε πιά νήπια» (Εφεσίους δ΄ 13-14).
Ο χαρακτήρας του κηρύγματος είναι Χριστολογικός και αναφέρεται στην προΰπαρξη του Χριστού, στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης γι’ Αυτόν. Το κήρυγμα αναφέρεται στην ζωή Του, στην εποχή Του, στον χαρακτήρα Του, στα έργα Του, στα σημεία, τις αποδείξεις δηλαδή της καταγωγής Του και της δυνάμεώς Του, στην διδασκαλία Του, στον σταυρικό θάνατό Του, στην ανάστασή Του, στην ανάληψή Του, στην δευτέρα παρουσία Του.
Συνεπώς, με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, οι πιστοί οδηγούνται βαθμηδό στην επίγνωση του Χριστού και στην κατανόηση των αληθειών της διδασκαλίας Του.