Συνεχίζοντας τα σχετικά με την θαυματουργική παράδοση η οποία συνδέεται με το λείψανο του αγίου Ιωάννη του Ρώσου, αξίζει να σημειώσουμε ότι σε μία περίπτωση, μαρτυρείται το 1965 η θαυματουργή και αχειροποίητη αποτύπωση του προσώπου του αγίου Ιωάννη του Ρώσου στον τοίχο ενός σπιτιού στο χωριό Βασιλικό Χαλκίδος. Στην ανάμνηση μάλιστα του γεγονότος αναγέρθηκε μικρός ναός του αγίου σε οικόπεδο της οικογένειας κοντά στο σπίτι, που εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο Α΄ την Κυριακή 8 ‘Οκτωβρίου 1978, ενώ στη συνέχεια οικοδομήθηκε στο χωριό και δεύτερος ενοριακός ναός, προς τιμήν του αγίου. Εδώ έχουμε τις ήδη από την βυζαντινή περίοδο γνωστές παραδόσεις για τις αχειροποίητες θαυματουργές εικόνες, οι οποίες επιχωριάζουν ακόμη, ιδίως στις μονές του Αγίου Όρους για πολλές από τις εφέστιες θαυματουργές εικόνες τους.
Και βέβαια, συχνές είναι οι αφηγήσεις για την εμφάνιση του αγίου σε όραμα σε κάποιον βαριά ασθενή, τον οποίο παρηγορεί προαναγγέλλοντάς του την θεραπεία του. Καθώς αυτό εκπληρώνεται, ο ιαθείς και οι συγγενείς του μεταβαίνουν τελετουργικά στο ναό του για να τον ευχαριστήσουν και να προσκυνήσουν, επιβεβαιώνοντας το θαύμα. Πρόκειται επίσης για διηγήσεις που η βασική αφηγηματική τυπολογία τους απαντά σε ανάλογα συναξαριακά και αγιολογικά κείμενα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η βασική τυπολογία των θαυματουργικών διηγήσεων που αφορούν κυρίως ιάσεις ασθενών παρουσιάζουν συνέχεια στο χρόνο, ήδη από την εποχή της λατρείας του αγίου στο Προκόπι της Καππαδοκίας, μέχρι και σήμερα. Μπορεί στο Προκόπι της Εύβοιας ορισμένες διηγήσεις να έχουν εμπλουτισθεί, ωστόσο η δόμησή τους με βάση το λείψανο του αγίου, η αντίληψη της σωματικής παρουσίας και δράσης του με βάση τη λάρνακα και το ναό του – αποτυπωμένη στην επαναλαμβανόμενη φράση «ο άγιός μας είναι ζωντανός» – και η επικέντρωσή τους σε ζητήματα θαυματουργών ιάσεων αποτελούν τα κύρια σημεία που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν της λαϊκής λατρείας του αγίου, δείχνοντας τη συνέχεια που την χαρακτηρίζει, παρά την μετακίνησή της σε άλλο τόπο.
Με βάση όσα προηγήθηκαν, μπορούμε νομίζω να προβούμε σε ορισμένες συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με την λατρεία του αγίου Ιωάννη του Ρώσου και την μεταφορά της, λόγω της μετακίνησης του πληθυσμού του χωριού κατά της προβλέψεις της ανταλλαγής των πληθυσμών που συνομολογήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης, από το Προκόπι της Καππαδοκίας στην Εύβοια, όπου ο οικισμός που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες πήρε το ίδιο όνομα.
Πρόκειται για ένα προσκύνημα με ιστορικές ρίζες, που σχετίζεται άμεσα με το λείψανο του αγίου, το οποίο βρέθηκε άφθορο και θαυματουργό. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα προσκύνημα με ιστορικό βάθος, το οποίο είναι κατά κανόνα απαραίτητο για την παγίωση και την θέσπιση μιας λατρείας, που από τα ιστορικά δεδομένα συχνά αντλεί το αρχικό της κύρος και την βασική απήχησή της στους πιστούς. Όπως μάλιστα παρατηρεί ο Η. Kupari η καθιέρωση ενός προσκυνήματος είναι απαραίτητο να συνδέεται με έναν συγκεκριμένο υλικό δείκτη, ο οποίος εν προκειμένω είναι τόσο το λείψανο, όσο και ο ναός του αγίου.
Για τον λόγο αυτό η λατρεία του μεταφέρεται από τους πρόσφυγες όχι μόνο σε συνάρτηση με την μεταφορά του λειψάνου του αγίου, αλλά και με την οικοδόμηση του νέου ναού του στην Εύβοια, ο οποίος μάλιστα αντέγραψε και ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του αντίστοιχου ναού της Καππαδοκίας, υποδεικνύοντας έτσι και συμβολικά τη συνέχεια του προσκυνήματος, της ιστορίας αλλά και της υπερφυσικής δράσης του αγίου. Με άλλα λόγια συνδέθηκε το προσκύνημα με την ταυτότητα των προσφύγων, οι οποίοι πέρα από την θρησκευτική του υπόσταση το ταύτισαν και με την χαμένη «πατρίδα» τους, και το αντιμετώπισαν ως αναγνωριστικό σημείο της δικής τους υπόστασης και ιδιοπροσωπίας, αλλά και της μεταβίβασης των χαρακτηριστικών αυτών στα παιδιά και τους απογόνους τους, κάτι που έχει παρατηρηθεί σε ανάλογες περιπτώσεις και σε άλλους λαούς.