Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Ο τρόπος με τον οποίο κάθε λαός σκέφτεται για τη θρησκεία του και την αισθάνεται ως βασικό παράγοντα της ταυτότητας και της καθημερινότητάς του ποικίλλει κατά περίπτωση. Ειδικότερα στους Έλληνες, είναι γνωστό ότι η Ορθοδοξία αποτελεί απτή, καθημερινή πραγματικότητα και ότι οι κυριότερες εκφάνσεις της προσωπικής, της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής συνδέονται με την εκκλησιαστική πράξη και πρακτική. Γι’ αυτό και ο Έλληνας, όσο κι αν αργεί να εκκλησιαστεί, στα εκκλησιαστικά πλαίσια ζει τις μεγάλες και οριακές στιγμές της ζωής του, ατομικής και συλλογικής, και εκεί επιζητεί να αναγνωριστεί και να τιμηθεί, καθώς η διακεκριμένη -με την κοσμική έννοια του όρου- θέση στο εκκλησιαστικό σώμα αποτελούσε πάντοτε παράγοντα πρόσληψης ειδικού κοινωνικού γοήτρου.
Για το Γένος μας, λοιπόν, η σχέση με την Ορθοδοξία και την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι βασικός προσδιοριστικός παράγοντας ταυτότητας, έκφραση ζωής συνυφασμένη με τη συλλογική μας υπόσταση και ύπαρξη. Την πραγματικότητα αυτή αποσκοπεί να αποδυναμώσει –ακόμη και να εξαφανίσει– η ευρωπαϊκή ιδέα της σχέσης του πολίτη με τη θρησκεία του, σύμφωνα με την οποία το θρησκευτικό βίωμα αποτελεί υπόθεση ιδιωτική, στην οποία δεν πρέπει να προσδίδονται δημόσια χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για ιδέες που προέρχονται από την παράδοση του Διαφωτισμού και δεν βρίσκουν απήχηση στους ανατολικούς λαούς, στους οποίους η ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση είναι στενά δεμένη με τη συνολική ύπαρξη και έκφραση του ανθρώπου.
Καθώς τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ορθόδοξοι λαοί της Ανατολής εντάσσονται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πληθαίνουν οι φωνές που αμφισβητούν αυτές τις κοινές δυτικοευρωπαϊκές παραδοχές και πρακτικές. Τώρα πια, η Ορθοδοξία δεν αποτελεί πίστη και πολιτιστικό βίωμα μόνο του ελληνικού, αλλά και άλλων λαών, οι οποίοι συχνά συνιστούν ανερχόμενες δυνάμεις στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, και ίσως αυτό σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να αναθεωρηθούν βασικές παραδοχές της μέχρι σήμερα θρησκευτικής –αλλά και πολιτιστικής– πολιτικής των ευρωπαϊκών διοικητικών Αρχών.
Η κυριότερη πράξη αντίστασης είναι η συνειδητή εμμονή στην ελληνορθόδοξη παράδοση του Γένους μας, με τις αναγκαίες βέβαια προσαρμογές
Όταν η θρησκεία έχει διά των αιώνων διαμορφώσει ήθος και ηθική στάση ζωής, νοοτροπίες και παραδοσιακές συμπεριφορές σε έναν λαό –και αυτό κατ’ εξοχήν συμβαίνει με τον λαό μας–, αναμενόμενο είναι οι εκάστοτε κρατικές οντότητες να επιζητούν τον περιορισμό αυτών των πνευματικών και πολιτισμικών σχέσεων, άρα και την αποδυνάμωση της θέσης της Εκκλησίας στη δημόσια και ιδιωτική καθημερινότητα. Η διαδικασία αυτή έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα εδώ και περίπου δύο δεκαετίες, με την άμεση και κυρίως την έμμεση προσπάθεια να αποδομηθούν τα πολιτισμικά και ηθικά πρότυπα του λαού μας.
Η τηλεόραση παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαδικασία αυτή. Αρκεί να δει κανείς τα πρότυπα οικογενειακής οργάνωσης και ζωής που προβάλλουν οι διάφορες κωμικές και δραματικές σειρές, για να καταλάβει πώς οργανώνεται και εκτελείται η όλη προσπάθεια.
Φυσικά, απέναντι σε αυτές τις αποσυνθετικές τάσεις πρέπει να υπάρξει η δική μας πνευματική αντίδραση, που θα ακυρώνει όσα προσπαθούν πλαγίως και αδιαγνώστως να μας επιβάλουν.
Η κυριότερη πράξη αντίστασης είναι, βέβαια, η συνειδητή εμμονή στην ελληνορθόδοξη παράδοση του Γένους μας, με τις αναγκαίες βέβαια προσαρμογές, που ορισμένες αναπόδραστες σύγχρονες αναγκαιότητες μπορεί εκάστοτε να απαιτούν.
Μόνο έτσι θα διατηρήσουμε την πολιτισμική, εθνική και θρησκευτική –τα τρία αυτά στοιχεία είναι αδιάσπαστα δεμένα μεταξύ τους– ταυτότητα και ιδιοπροσωπία μας, αρνούμενοι να μεταβληθούμε σε έναν παγκοσμιοποιημένο ανθρώπινο πολτό. Και είναι αυτή ακριβώς η πράξη αντίστασης που δείχνει το μέτρο της ατομικής μας ευθύνης απέναντι σε όσους πέρασαν από τα αιματοβαμμένα χώματά μας και κυρίως απέναντι στις γενιές που θα έρθουν για να μας διαδεχθούν.