Γράφει ο π.Αντώνιος Χρήστου
Αγαπητοί μου αναγνώστες, ανατρέχοντας στο αρχείο μας και βλέποντας τι άρθρο είχαμε γράψει πέρυσι και με τι θέμα είχαμε ασχοληθεί τέτοια μέρα, αφορούσε την Εορτή της Αναλήψεως του Σωτήρος Χριστού. Ομως όσα και να γράψει κανείς γι’ αυτή τη μεγάλη Δεσποτική Εορτή, όσο και να διαβάσει, όσα και να μελετήσει, πάλι θα υπολείπεται για να περιγράψει τη φιλανθρωπία και ευεργεσία Του Θεού μας, σε εμάς το ανθρώπινο γένος. Επομένως αφού το φύλλο μας βγαίνει την Πέμπτη της Εορτής της Αναλήψεως, θα εκμεταλλευτούμε αυτή την ευλογημένη συγκυρία προσπαθώντας βεβαίως να μην επαναλάβουμε τα ίδια με πέρσι, αλλά να φωτίσουμε και άλλες παραμέτρους της Μεγάλης αυτής Εορτής. Ας ξεκινήσουμε:
Με την Εορτή της Αναλήψεως, είναι γνωστό ότι επισφραγίζεται η επίγεια εν σώματι πρώτη παρουσία του Χριστού μας, ολοκληρώνοντας το σχέδιο της Θείας Οικονομίας του Θεού στη σαρκωμένη υπόσταση του Υιού Λόγου. Η Γέννηση, η Διδασκαλία, τα Θαύματα, το Πάθος, η Σταύρωση, η Ταφή και η Ανάσταση του Χριστού είναι Θεία γεγονότα που αφορούν την παρουσία του Χριστού στο κόσμο. Με την Ανάληψη όμως, η θεραπεία του ανθρωπίνου γένους με όλα αυτά τα έργα και γεγονότα επισφραγίζονται αλλά και γενικεύονται για όλο το ανθρώπινο γένος, γιατί ο Κύριος δεν ανέβηκε απλά στον ουρανό με δόξα, αλλά όπως ομολογούμε στο 6ο άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως: Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός. Δηλαδή η θεωμένη ανθρώπινη φύση μαζί με τη Θεία, υπάρχει πλέον στον θρόνο Του Θεού και άρα ελευθέρως κάθε ον που μετέχει της ανθρώπινης φύσεως μπορεί και να θεωθεί κατά χάριν και επομένως να σωθεί! Πριν το γεγονός της Αναλήψεως αυτό ήταν αδύνατο! Αντιληφθείτε την ευεργεσία και τη σπουδαιότητα και βαρύτητα της Εορτής.
Επαναλαμβάνοντας και υπογραμμίζοντας αυτά που λέμε και στον τίτλο του άρθρου μας, με την Ανάληψη δεν έχουμε εγκατάλειψη και απουσία του Χριστού από τον κόσμο, αφού ο ίδιος βεβαιώνει τους μαθητές του: «… και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ιω. 28,20). Επομένως όταν προσευχόμαστε στον Κύριο, όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού, όταν καθαρίζουμε την καρδιά μας και τον περικλείουμε τον Σωτήρα μας, εκεί τότε γινόμαστε Χριστοφόροι και Θεοφόροι! Αυτό που θέλει απλά ο Νυμφίος της Εκκλησίας και της υπάρξεως κάθε πιστού είναι να τον αγαπάμε, να τον έχουμε σε προτεραιότητα, να τηρούμε τις εντολές Του και να τον αναζητούμε είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της ορατής εικόνος Του, τον κάθε συνάνθρωπο.
Με την Εορτή της Αναλήψεως, εκτός από την αντικειμενική σωτηρία του ανθρωπίνου γένους (και πλέον το ζητούμενο είναι αν θα γίνει και προσωπική-υποκειμενική για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ενεργοποιώντας το κατ’ εικόνα σε προοπτική καθ’ ομοίωσης), ανοίγονται πλέον δύο σπουδαίες προοπτικές:
α) Η πρώτη που είναι ταυτόχρονα και η έσχατη (με την έννοια ότι θα είναι στα τελευταία γεγονότα), είναι η προσδοκία της δεύτερης ένδοξης παρουσίας Του της οποίας δεν γνωρίζουμε την ώρα και τη στιγμή, αλλά γνωρίζουμε ότι θα γίνει και το ομολογούμε επίσης στο Σύμβολο της Πίστεως: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Αρα αυτό από μόνο του καταλαβαίνουμε ότι τίποτα που κάνουμε, λέμε και σκεφτόμαστε δεν θα μείνει χωρίς ανταπόδοση είτε θετική είτε αρνητική κατά τη Δευτέρα Παρουσία, αφού ο Κύριος θα έρθει ως Κριτής. Επίσης επειδή δεν γνωρίζουμε την ώρα και τη στιγμή που θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία ή ο δικός μας βιολογικός θάνατος, καταλαβαίνουμε αυτή την εγρήγορση και νίψη που χρειάζεται για το γεγονός της αναχωρήσεώς μας από την επίγεια ζωή, χωρίς από την άλλη να μας δημιουργεί παθολογικό φόβο και άγχος, αλλά ούτε και καθησυχασμό και ραθυμία.
β) Η δεύτερη προοπτική είναι το άνοιγμα του δρόμου της ελεύσεως του Παρακλήτου, του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Πνεύματος, το οποίο είναι απαραίτητο για κάθε θεογνωσία, αλλά και για μετοχή σε κάθε τελετουργία στη μυστηριακή ζωή και τις Ιερές Ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Το είπε ο ίδιος ο Χριστός: «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, ό Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό‧ υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ᾿ υμίν μένει και εν υμίν έσται‧ ουκ αφήσω υμάς ορφανούς‧ έρχομαι προς υμάς» (Ιω. 14, 2-4). Και σε άλλο σημείο από το ίδιο Ευαγγέλιο: «Ετι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ᾿ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Οταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν‧ ου γαρ λαλήσει αφ᾿ εαυτού, αλλ᾿ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι‧ διά τούτο είπον ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16, 12-15).
Επομένως όλα γίνονται «Εκ Πατρός δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι» στην Εκκλησία, γιατί πιστεύουμε σε έναν Θεό αλλά Τριαδικό και αυτά τα τρία πρόσωπα με την κοινή φύση αλλά και τα δικά τους ξεχωριστά υποστατικά ιδιώματα, ενεργούν από κοινού και ιδιαιτέρως πάντοτε από αγάπη και πάντοτε συνεπή για τη σωτηρία του ανθρώπου. Δυστυχώς ο άνθρωπος δεν είναι πάντοτε συνεπής και σταθερός στη σχέση του με τον Θεό. Ο Θεός όμως δεν έχει καμία αναγκαιότητα, είναι απαθής, ενώ εμείς ως κτίσματα έχουμε ανάγκη τον Θεό‧ και από την κατασκευή μας είναι να ζούμε σε κοινωνία μαζί Του. Κάθε τι που μας απομακρύνει από αυτή την κοινωνία και λέγεται αμαρτία και πάθος, μάς βγάζει από τις προδιαγραφές μας, υπολειτουργούμε και ουσιαστικά οδηγούμαστε στην αυτοκαταστροφή.
Κλείνοντας και αυτό το άρθρο μας, ας εορτάσουμε εκκλησιαστικώς και χριστιανικώς αυτή τη σπουδαία Εορτή, πάντοτε αναστημένοι από πάθη και αμαρτίες και έτσι, διά της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής που έρχεται, να είμαστε δοχεία της Θείας Χάριτος και πιστά μέλη της Εκκλησίας. Συσχετιζόμενοι θεϊκώς γινόμαστε όντως άνθρωποι και έχοντας την ανθρωπιά μας γινόμαστε όντως κατά χάριν Θεοί! Αν λείπει κάτι από αυτά τα δύο, γινόμαστε το μοντέλο του Δυτικού υπερανθρώπου που δεν υπολογίζει Θεό και χάνει σταδιακά διά της ψηφιοποιήσεως και ρομποτοποιήσεως και την ανθρωπιά του. Ο Θεός να μην επιτρέψει να το ζήσουμε και να το πάθουμε και στη δική μας ζωή! Αμήν!