Του Ι. Μ. Κονιδάρη, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και προέδρου της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου.
Σε πρόσφατη μακρά τηλεοπτική συνέντευξή του, που μεταδόθηκε την Κυριακή του Πάσχα, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, απαντώντας σε ασφυκτικό καταιγισμό ερωτήσεων, σε μια αποστροφή του λόγου του, αναφέρθηκε σε συνεργασία για την αξιοποίηση ακινήτων της Εκκλησίας με το Κράτος, ώστε από τα έσοδα που θα προκύψουν να επωφελούνται ισότιμα Κράτος και Εκκλησία. Πρόσθεσε, όμως, αμέσως, ότι τα ακίνητα αυτά «είναι της Εκκλησίας» και θα παραμείνουν πάντα στην Εκκλησία, διότι, όπως χαρακτηριστικά τόνισε, «ό,τι πήρε το Κράτος χάθηκε». Σε συνεντεύξεις, ακόμα και του Αρχιεπισκόπου, δεν συνηθίζεται να απαντά γραπτώς ο πρωθυπουργός! Εντούτοις, η αποστροφή περί αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας απαντήθηκε, επιλεκτικά, με επιστολή του πρωθυπουργού, ο οποίος ευχαρίστησε για την πρόθεση της Εκκλησίας να προχωρήσει σε «αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας προς όφελος του ελληνικού Δημοσίου». Ως καλόπιστος, που αποκλείει, εκ προοιμίου, να υπήρχε, εν προκειμένω, προσυνεννόηση Αρχιεπισκόπου και πρωθυπουργού, βασίμως εικάζω ότι, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, άλλα εννοούσε ο ένας και άλλα αντελήφθη (ή θέλησε να αντιληφθεί) ο έτερος! Άλλωστε, δεν θα είναι η πρώτη φορά που Κράτος και Εκκλησία «συμφωνούν», αντιλαμβάνονται, όμως, εντελώς διαφορετικά αυτά στα οποία συμφωνούν! Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι περίφημοι «διακριτοί ρόλοι», που για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνταν τόσο από την πλευρά του Κράτους και των λειτουργών του όσο και από την πλευρά της Εκκλησίας και των στελεχών της, το περιεχόμενο των οποίων, όμως, προσδιοριζόταν εντελώς διαφορετικά από κάθε πλευρά… Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαίο να διατυπωθούν, σε αδρές γραμμές, κάποιες σκέψεις για το θέμα, που καλύπτουν και τη διαδρομή του ζητήματος έως τις ημέρες μας.
Η δήμευση του Όθωνα
Το όλο ζήτημα ξεκίνησε με τη δήμευση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας στο νεοπαγές τότε Ελληνικό Βασίλειο από την Αντιβασιλεία του Όθωνα με το, επέχον ισχύ νόμου, Διάταγμα της 25ης/9/1833. Με τον νόμο αυτόν στην τότε ελληνική επικράτεια, που εκτεινόταν έως τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και περιλάμβανε και την Εύβοια, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες νήσους, επιβλήθηκε η διάλυση 416 μοναστηριών, από τα υπάρχοντα 593, η περιουσία των οποίων περιήλθε στο Δημόσιο. Η σταδιακή επέκταση της ελληνικής επικράτειας, οι πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή και η παραχώρηση των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς διοίκηση στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος όχι μόνο δεν επέτρεψαν την επίλυση του ανοικτού ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά το περιέπλεξαν έτι περαιτέρω. Καθώς επέβαλαν την παραχώρηση πολλαπλάσιων εκτάσεων μοναστηριακής γης για την εγκατάσταση προσφύγων και την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν οι πρώτες σοβαρές διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση του ζητήματος (1948-1952), που οδήγησαν, επί κυβερνήσεως Νικ. Πλαστήρα, στην κύρωση (Ν.Δ. 2185/1952) δύο Συμβάσεων μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και ελληνικού Δημοσίου, τις οποίες υπέγραφαν ο (τότε) Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων, ως πρόεδρος και του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), και οι τότε υπουργοί Γεωργίας, Στ. Αλαμανής, και Οικονομικών, Χρ. Ευελπίδης.
Οι υπογραφές, όμως, δεν έφεραν και την υλοποίηση όσων συμφωνήθηκαν και το θέμα ξανατέθηκε μετά τη Μεταπολίτευση. Ειδική ομάδα εργασίας στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ασχολήθηκε με τη μελέτη του θέματος επί υπουργίας Γ. Ράλλη και Ι. Μ. Βαρβιτσιώτη. Ο τελευταίος, μάλιστα, σε αγόρευσή του στη Βουλή δήλωνε, τον Μάρτιο 1980, ότι η Εκκλησία είχε αποδεχθεί σχέδιο συμφωνίας για την παραχώρηση των 4/5 της μοναστηριακής περιουσίας στο Δημόσιο. Και η συμφωνία αυτή δεν είχε αίσιο τέλος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ (Τίκας), που εκλέχθηκε επί δικτατορίας (1974), αλλά επέζησε όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων έως τον θάνατό του (1998), έκρινε ότι οι επερχόμενες εκλογές (1981) και η αναμενόμενη επικράτηση του ΠΑΣΟΚ επέβαλε αναβολή της υπογραφής της Συμφωνίας. Άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ είχε φροντίσει, ήδη με την ιδρυτική του Διακήρυξη της 3ης/9/1974, να προειδοποιήσει ότι θα προχωρήσει σε «διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας» και σε «κοινωνικοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας» προς όφελος των «ακτημόνων και των συνεταιρισμένων αγροτών»… Ο κλήρος για την υλοποίηση τουλάχιστον του δεύτερου μέρους της εξαγγελίας με μεγάλη χρονική καθυστέρηση έπεσε τελικώς στον Αντ. Τρίτση, που, άμοιρος ειδικών γνώσεων, ανέλαβε να φέρει σε πέρας σχέδιο που είχε καταθέσει τον Οκτώβριο 1985 ο προκάτοχός του στο υπουργείο, Απ. Κακλαμάνης. Συνέδεσε, όμως, τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας με την επιβολή αιρετών μελών στη διοίκηση της Εκκλησίας, πράγμα που υπήρξε casus belli για την Ιεραρχία της. Στην πείσμονα αντίσταση της Ιεραρχίας πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν δύο μητροπολίτες που επέπρωτο να γίνουν αρχιεπίσκοποι, ο προηγούμενος Χριστόδουλος (Παρασκευαίδης) και ο νυν Ιερώνυμος (Λιάπης). Και ενώ ψηφιζόταν ο Ν. 1700/1987 (Νόμος Τρίτση), η Εκκλησία της Ελλάδος έφθανε μέχρι του σημείου να ζητήσει επανυπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να αποφύγει τις επεμβάσεις του Καίσαρα…
Η συμφωνία Παπανδρέου – Σεραφείμ
Η κρίση αποσοβήθηκε χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, ερήμην του αρμόδιου υπουργού, προχώρησε σε συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, η ουσία της οποίας ήταν να δώσει η Εκκλησία μέρος της περιουσίας της, συμβαλλόμενη με το ελληνικό Δημόσιο, και η κυβέρνηση να αποσύρει τις επίμαχες διατάξεις για τη συμμετοχή αιρετών λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας. Όταν, όμως, έφθασε ο χρόνος υλοποιήσεως της συμφωνίας, αποδείχθηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν εκπροσωπούσε τις μονές, αφού μόνο 149 προσχώρησαν στη Σύμβαση, ενώ οι υπόλοιπες αρνήθηκαν. Έτσι, ο νόμος που κύρωσε τη Σύμβαση (1811/1988) διατήρησε σε ισχύ και τον Νόμο Τρίτση για τις υπόλοιπες. Και όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε, τέλη του 1994, προσφυγές Ι. Μονών κατά του Δημοσίου, το τελευταίο αναδιπλώθηκε (Ν. 2413/1996), άφησε όμως σε ισχύ, χωρίς να εφαρμόζονται, οιονεί απολιθώματα, τους νόμους 1700 και 1811!
Ενώ ψηφιζόταν ο Ν. 1700/1987 (Νόμος Τρίτση), η Εκκλησία της Ελλάδος έφθανε μέχρι του σημείου να ζητήσει επανυπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να αποφύγει τις επεμβάσεις του Καίσαρα…
Έκτοτε, Κράτος και Εκκλησία δεν αποτόλμησαν, κάθε πλευρά για τους λόγους της, να επαναφέρουν το θέμα. Προτίμησαν, υπό την προηγούμενη κυβέρνηση, να προχωρήσουν στην ίδρυση (Ν. 4182/2013) «Εταιρείας Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας» για ακίνητα της Αρχιεπισκοπής, που μπορεί να περιλάβει και ακίνητα άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Κάθε ανακίνηση, λοιπόν, του ζητήματος θα ήταν σκόπιμο να λάβει υπόψη την όλη προϊστορία, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να μη διαπράξουν τα ίδια λάθη…
Η σύσταση επιτροπών για την αντιμετώπιση ζητημάτων συνιστά πολλές φορές το άλλοθι των κυβερνώντων για να αποφύγουν τη λύση των προβλημάτων. Προπάντων, δε, θα πρέπει και οι δύο πλευρές να λάβουν σοβαρώς υπόψη το γεγονός ότι η καθόλου εκκλησιαστική περιουσία δεν ανήκει σε έναν φορέα, αλλά σε περίπου δέκα χιλιάδες νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και ότι η θέση του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Αθηνών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως αντίστοιχη με εκείνην του πρωθυπουργού.
Και ο νοών νοείτω!