Ακολουθούν, στις σελίδες του βιβλίου Ανάσες μιας άηχης σιωπής του κ. Γιώργου Βασιλείου, τρεις ενότητες με τις μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης: η «Αγάπη» (σ. 145), ο «Έρως» (σ. 191) και ο «Θάνατος» (σ. 225). Την αγάπη αντιλαμβάνεται ως την απόλυτη παράδοση στον άλλο, που κάνει τον κόσμο παράδεισο (σ. 147), μια προϋπόθεση ειρήνης και πρωταρχική ενέργεια για τη δημιουργία του κόσμου, με πολλές από τις σκέψεις του να αναδύονται από την προσωκρατική φιλοσοφία και τους Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου αιώνα. Η αγάπη που νικά τον θάνατο (σ. 156), πληγώνεται από τον εγωισμό (σ. 154), δεινοπαθεί από το πάθος (σ. 158) που εγκληματεί εις βάρος της, ατιμάζεται από την προδοσία (σ. 153) και γεννά τη συντροφικότητα (σ. 157) έρχεται σχεδόν αυτούσια μέσα από τις σελίδες του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και της Β΄ Καθολικής Επιστολής του Ιωάννη.
Μια αγάπη που αν λείψει επιφέρει τον θάνατο της ζωής (σ. 167), η οποία αποτελεί το αγκάλιασμα του Θεού (σ. 177), που αλληλοπεριχωρείται, αλληλοσυμπληρώνει, ζωογονεί, μένει άθικτη από τη φιληδονία, μια αγάπη που περιγράφεται με χρώματα φωτεινά, και νοήματα παρμένα από το γνωστό 13ο κεφάλαιο της Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολής του αποστόλου Παύλου. Μια αγάπη που, επισημαίνω, περιγράφεται και στα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού, με χρώματα επίσης φωτεινά, και με διατυπώσεις βαθιά ριζωμένες στην ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.
Ο έρως πάλι, περιγράφεται και εκλαμβάνεται με τρόπο που χρωστά πολλά στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, στο μεταίχμιο από τον 10ο στον 11ο αιώνα, ο οποίος εντοπίζει σε αυτόν την ουσία της πραγματικής σχέσης του ανθρώπου με τον συνάνθρωπο και με τον Θεό Δημιουργό (σ. 192). Ένα συναίσθημα, αυτό που αποτυπώνεται στο «ελθέ μόνος προς μόνον» του Συμεών, το οποίο δεν αποτελεί συναλλαγή αυτοϊκανοποίησης εγωιστικών ενστίκτων, αλλά οδηγεί στην πληρότητα της συνύπαρξης (σ. 193). Ο συγγρ. μάλιστα επιμένει στην διαφορά μεταξύ έρωτα και αγάπης (σ. 195) που κρύβεται στο χρηματιστήριο της ζωής … Ο έρωτας πάντα προσφέρεται ζητώντας τόκο δανεισμού, ενώ η αγάπη δίνει επιτόκιο κατάθεσης σε όσους την αγαπήσουν …! Έρωτας που ενώνεται με τον θάνατο, αφού την ίδια ώρα που ο ένας προδίδει ο άλλος πεθαίνει …! (σ. 211).
Τέλος ο θάνατος εκλαμβάνεται και ερμηνεύεται από τον συγγρ. ως η τελευταία «έκδοση» της ζωής (σ. 227), ένα είδωλο που αποκαθηλώνεται καθώς στη διαπίστωση για τη έλλειψη συγγραφής της «νεκρολογίας του θανάτου» (σ. 237) η απάντηση μας οδηγεί αυτονόητα στον αναστάσιμο παιάνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο «Χριστός Ανέστη». Ο κ. Βασιλείου γράφει για την κολασμένη ακοινωνησία των όντως νεκρών (σ. 231), αυτών που δεν βίωσαν τη νεκρανάσταση «του σπόρου των κεκοιμημένων» (σ. 241) και «την ενσάρκωση της ελπίδας στη μετά θάνατον ζωή» (σ. 246), κάνοντας και πάλι αναφορά στο αναστάσιμο μήνυμα της Ορθοδοξίας, αφού, καθώς γράφει η πρόγευση του θανάτου εν ζωή (είναι) όταν βυθίζουμε τη ζωή στο σκοτάδι (σ. 245)
Ακολουθούν τρεις μικρές σε έκταση ενότητες. Η πρώτη επιγράφεται «Το εγώ μου» (σ. 247), και αναφέρεται σε έναν άνθρωπο συμπεριληπτικό, ενεργό, αμετανόητο οραματιστή (σ. 252), που ζει την κάθε στιγμή, ενίοτε επιδεικνύοντας μια κυνικής προέλευσης φιλοσοφική θέαση και πρόσληψη του κόσμου και της κοινωνίας. Η δεύτερη έχει τίτλο «Σιωπή» (σ. 255) και παρουσιάζει τον μονόλογο της σιωπής ως διάλογο με το εγώ μας (σ. 256), μια σιωπή από τους αλόγιστους θορύβους μας, η οποία κατέχει την κριτική σκέψη (σ. 256), μάλλον ως αίρεσις βίου, παρά ως μια έξωθεν επιβεβλημένη συνθήκη. Τέλος η τρίτη έχει τίτλο «Η αθανασία της γραφής» (σ. 259) και εδώ ο συγγρ. εκθέτει τις απόψεις του περί του γραμματειακού είδους που υπηρετεί, δηλαδή περί γνωμικογράφων και γνωμικογραφίας, ορίζοντας ως αδικαίωτους στοχαστές όσους δείλιασαν να γράψουν λόγω επικρίσεων (σ. 262).
Μετά από την αναλυτική παρουσίαση των γνωμών του κ. Γιώργου Βασιλείου, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Ανάσες μιας άηχης σιωπής, σύντομων και μεστών κειμένων με γνωμολογικό ύφος και ποιητικότατη διατύπωση, είναι νομίζω φανερό ότι ο συγγρ. παρουσιάζει έναν πολύμοχθο λόγο, προϊόν εσωτερικών πρωτίστως διεργασιών, με εκφράσεις που έχει αρχικά επεξεργαστεί στο νου και τη διάνοιά του, πριν τις αποτυπώσει στο χαρτί. Γι’ αυτό και περιγράφει ως κρυφό και τελευταίο πειρασμό του το να ακούσουν οι αναγνώστες τους αλαλαγμούς των σκέψεών του (σ. 271).
Πρόκειται για απόσταγμα ζωής ελληνορθόδοξο, με ρίζες σε όσα ο λαός μας πιστεύει και εκφράζει στις ποικίλες εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού του. Ένα βιβλίο δηλαδή στέρεα θεμελιωμένο στην ελληνική παράδοση και στον ελληνικό τρόπο ζωής, που όσο κι αν παραθεωρούνται, συνεχίζουν να είναι η βάση και το στήριγμα του κόσμου μας, του ελληνικού μας κόσμου.