Αρχική » Διακηρύξεις και εκπλήξεις του Πνεύματος

Διακηρύξεις και εκπλήξεις του Πνεύματος

από christina

 Του Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,

Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

Ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως χρησιμοποίησε ἀπό τά πρῶτα της βήματα, καί θά ἐξακολουθήσει νά χρησιμοποιεῖ μέχρις ἐσχάτων, βασικές χριστολογικές διακηρύξεις πίστεως.

Διακηρύξεις πού ὁμολογοῦν τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ἀλήθεια ὅτι εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ σαρκωθείς Λόγος, ὁ Λυτρωτής καί Κύριος.

Τέτοιες ὁμολογίες ἤ θεμελιώδεις διατυπώσεις χριστολογκῆς πίστεως συναντοῦμε σέ διάφορα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλά καί σέ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μάλιστα σέ κείμενα ἀπό τούς Ψαλμούς ἤ ἀπό τούς Προφῆτες. 

Σημαντικό καί καίριο χωρίο πού χρησιμοποιήθηκε χριστολογικά πολύ συχνά στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ πρῶτος στίχος τοῦ Ψαλμοῦ 109 (Ο΄): «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου». Τό χωρίο αὐτό ἑρμηνεύθηκε ὁμόφωνα ἀπό τούς διαφόρους συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς ἔξοχη μαρτυρία τῆς θεότητος καί τῆς κυριότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ σπουδαῖος ὅμως αὐτός πρῶτος στίχος τοῦ Ψαλμοῦ 109 συναντᾶται στά δυό Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου συνοδευόμενος ἀπό μιά ἐξαιρετικά σημαντική φράση.

Ἔτσι στό Μκ. 12, 36 διαβάζουμε: «Αὐτός γάρ Δαυίδ εἶπεν ἐν τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου». Καί στό Μτ. 22, 43-44: «Πῶς οὖν Δαυίδ ἐν Πνεύματι καλεῖ αὐτόν Κύριον λέ-γων· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου…». 

Στά δύο παραπάνω χωρία ἡ σπουδαιότατη χριστολογική διακήρυξη τοῦ Ψαλμοῦ 109, 1 ἀποδίδεται εὐθέως καί ἀμέσως στό Ἅγιον Πνεῦμα, πρᾶγμα πού δέν διέφυγε τήν προσοχή ἀρ-χαίων ἑρμηνευτῶν. Ἐπί πλέον αὐτή εἶναι ἡ μόνη περίπτωση στά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου, κατά τήν ὁποία ἕνα κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰσάγεται ἀπό τόν Κύριο μέ μιά διατύπωση πού τό ἀποδίδει στήν αὐθεντική καί ἄμεση ἔμπνευση καί ὑπαγόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, σύμφω-να μέ τά Μτ. 22, 43-44 καί Μκ. 12, 36, τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐμφα-νίζεται ὡς ἡ πηγή ἐξόχων περικοπῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἀναγγέλλουν ἤ ἀποκαλύπτουν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἀποτελοῦν ἰσχυρότατη μαρτυ-ρία καί ἀναπαλλοτρίωτο συστατικό τοῦ ἱεραποστολικοῦ μηνύ-ματος.

Οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές καί οἱ θειότατοι Πατέρες τῆς Ἐκκλη-σίας ἔδειξαν ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ὁ ἄμεσος καί οὐσιώδης παράγων πίσω ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς βιβλίο πού προ-αναγγέλλει τόν Χριστό, αὐτό τό Ἴδιο Ἅγιον Πνεῦμα πού δόθηκε στούς Μαθητές τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί τούς ἔκανε κή-ρυκες, μάρτυρες καί ἀποστόλους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι μέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πραγματοποιεῖται μιά ἑνιαία ἀντίληψη γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, μιά ἀντίληψη πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο καί ἄξονα τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι καί τό κέντρο καί ἡ καρδιά τῆς ἱερα-ποστολικῆς ὁμολογίας. 

Ἄν φύγουμε γιά λίγο ἀπό τά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου καί περάσουμε στίς δύο Ἐπιστολές Πέτρου, συγκεκριμένα στά χωρία 1 Πέτρ. 1, 10-12 καί 2 Πέτρ. 1, 16-21, θά συ-ναντήσουμε παρόμοιες ἰδέες.

Οἱ δύο αὐτές περικοπές ἔχουν καθαρά κηρυγματικό, δηλαδή ἱεραποστολικό χαρακτήρα, ἑρμη-νεύουν χριστολογικά τήν προφητική δράση πού ἐξιστορεῖ ἡ Παλαιά Διαθήκη, τήν συνδέουν μέ τήν ἀποστολική δράση τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τήν ἀποδίδουν στό Ἅγιον Πνεῦμα.

Ἡ φράση, «οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ’ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (2 Πέτρ. 1, 21), μιά φράση πού ἀποδίδει ἀνεπιφύλα-κτα τίς χριστολογικές προφητεῖες τῆς Π. Διαθήκης στό Ἅγιον Πνεῦμα, θά παραμείνει ἀνεξίτηλα χαραγμένη στήν ἱεραποστο-λική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἔξοχη καί οὐσιαστική θεολογική προσέγγιση τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης καί τῶν Ἀποστόλων τῆς Κ. Διαθήκης πού διδάσκει τό χωρίο 1 Πέτρ. 1, 10-12. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ πανίσχυρος καί ἑνοποιός παράγων εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα. Στούς Προφῆτες «δηλοῖ» καί «προμαρτύρεται τά εἰς Χριστόν παθήματα καί τάς μετά ταῦτα δόξας»· στούς Ἀποστόλους ἀποκαλύπτει σέ μιά τέ-λεια πληρότητα «ἅ νῦν ἀνηγγέλη ὑμῖν… εἰς ἅ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγε-λοι παρακύψαι».

Μερικές δεκάδες χρόνια ἀργότερα, ὁ Ἰουστῖνος Φιλόσοφος καί Μάρτυς θά ἀποβεῖ εὔγλωττο παράδειγμα τῶν ἱεραποστο-λικῶν δυνατοτήτων πού ὑπάρχουν σέ μιά τέτοια Πνευματολογία.

Τό Εὐαγγέλιο, ὅμως,προσφέρει καί μιάν ἄλλη σημαντική συμβολή στήν πραγματικότητα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας.

Πρόκειται γιά μιά εἰδική κατάσταση μαρτυρίας τῆς εὐαγγε-λικῆς ἀλήθειας καί συγκεκριμένα γιά τήν διακήρυξη τῆς πίστε-ως κάτω ἀπό συνθῆκες διωγμοῦ καί βίας. Τά παράλληλα χωρία Ματθαίου 10, 19-20, Μάρκου 13, 11 καί Λουκᾶ 12, 11-12 ἀναφέ-ρονται ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό θέμα.

Τό κείμενο Μτ. 10, 19-20 ἀνήκει σέ μιά γενικώτερη περικο-πή πού περιέχει ὁδηγίες σχετικές μέ την πορεία στά ἔθνη καί τό κήρυγμα τῆς ἀλήθειας.

Μεταξύ αὐτῶν βρίσκεται καί ἡ ἐπίσημη ἐντολή – ὑπόσχεση πού ὁ Χριστός δίνει στούς Μαθητές Του νά μή ἀνησυχοῦν γιά τό πῶς θά μιλήσουν ἤ γιά τό τί θά ποῦν ὅταν συλληφθοῦν καί προσαχθοῦν σέ ἐχθρικές ἀρχές καί ἐξουσίες.

Τό Ἅγιον Πνεῦμα σέ μιά τέτοια περίπτωση θά μιλήσει μέσα τους καί θά καθορίσει τό περιεχόμενο τῶν λόγων τους: «Ὅταν δέ παραδιδῶσιν ὑμᾶς, μή μεριμνήσητε πῶς ἤ τί λαλήσητε· δοθή-σεται γάρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. Οὐ γάρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός ὑμῶν τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Μτ. 10, 19-20). 

Ἐδῶ πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ ὑπόσχεση περιλαμβάνει κάτι πού εἶναι περισσότερο ἀπό βοήθεια καί συμπαράσταση. Τό Ἅγιον Πνεῦμα θά παρέμβει τόσο προσωπικά καί δραστικά ὥστε στήν οὐσία Ἐκεῖνο θά ὑποστηρίξει καί θά διακηρύξει τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου μέσῳ τῶν Μαθητῶν.

Τό γεγονός αὐτό εἶναι βαρυσήμαντο καί ἔχει προκαλέσει χαρακτηριστικά ἐξηγητικά σχόλια ἀποθησαυρισμένα στήν Πα-τερική παράδοση. Ἔτσι λ.χ. ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοποθετεῖ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού περιγράφεται στό Μτ. 10, 19-20 στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ τήν μοναδική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ὁποία ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος στούς Μαθητές στά κεφάλαια 14 καί 15 τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου (πρό παντός Ἰω. 14, 26 καί 15, 26). Σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις πρόκειται γιά τήν φανέρωση καί διακήρυξη τῆς πλήρους καί τέλειας ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου πού ταυτίζεται μέ τό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου.

Εἶναι ὅμως ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι ὁ Μέγας Ἀθα-νάσιος κάνει τόν παραπάνω παραλληλισμό καί τήν ἐννοιο-λογική προσέγγιση τῆς ὁμολογίας τῆς χριστολογικῆς ἀληθείας σέ κατάσταση διωγμοῦ (Μτ. 10, 19-20) καί τῆς ἀποκαλύψεως τῆς χριστολογικῆς ἀληθείας στούς Μαθητές μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 14, 26 καί 15, 26). 

Αὐτό προβάλλει ἀνάγλυφα καί ἔντονα τήν τεράστια σημα-σία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως ἐνώπιον ἐχθρικῶν καταστάσε-ων, ἀφοῦ δείχνει τόν μοναδικό καί ἀσύγκριτο ρόλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτήν.

Ὁ σαφής ἱεραποστολικός προσανατολισμός πού ὑπάρχει στό βασικό χωρίο Μτ. 10, 19-20 (καί τά συνοπτικά παράλληλά του Μκ. 13, 11 καί Λκ. 12, 11-12), κάνει τόν Μέγα Ἀθανάσιο νά τό ἀναφέρει καί στόν ἐξηγητικό σχολιασμό τοῦ Ψαλμ. 67 (Ο΄) 12, δηλαδή σ’ ἕνα κείμενο πού μιλάει σαφέστατα γιά «εὐαγγε-λιζομένους». «Κύριος δώσει ρῆμα τοῖς εὐαγγελιζομένοις δυνάμει πολλῇ (Ψαλμ. 67, 12).

Αὐτός, φησί, τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ δώσει ρῆμα, εἰς τό δύνασθαι κηρύξαι τό Εὐαγγέλιον. Ὅμοιον δέ τό μή μεριμνήσητε τί εἴπητε ἤ τί λαλήσετε· δοθήσεται γάρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρα τί εἴπητε. Καί οὐχ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός μου τό λαλοῦν ἐν ὑμῖν» .

Στήν ἴδια θεολογική γραμμή κινεῖται καί ὁ Δίδυμος Ἀλε-ξανδρεύς, ὅταν παραλληλίζει τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή μέ τήν ἐνέργεια καί παρέμβαση σέ περιπτώσεις ὁμολογίας τῆς πίστεως μέσα σέ συνθῆκες διωγ-μοῦ.«Οὐδέν ἧττον καί τό Πνεῦμα ἐν Ἀποστόλοις λαλεῖ: Ἐλάλουν γάρ, φησιν οἱ Ἀπόστολοι καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου ἀποφθέγγε-σθαι αὐτοῖς» .

Ἡ ὁμολογία τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως μέσα σέ ἀντίξοες καταστάσεις πιέσεων, διωγμῶν καί βίας, γίνεται ἕνα γεγονός στό ὁποῖο τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐπεμβαίνει ἄμεσα καί δραστικά, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου στό Μτ. 10, 19-20. Ταυτόχρονα ἡ ὁμολογία αὐτή γίνεται μείζων ἱεραποστολική πράξη.

Στό ἀντίστοιχο χωρίο τοῦ Μάρκου συναντοῦμε ἕνα πρό-σθετο χαρακτηριστικό. Τό χωρίο αὐτό, δηλαδή τό Μκ. 13,11, εἶναι ἐντεταγμένο στήν περίφημη ὁμιλία τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία καλύπτει ὁλόκληρο τό δέκατο τρίτο κεφάλαιο τοῦ Μάρκου καί ἔχει ἐμφανῆ ἐσχατολογικό τόνο. Ἡ συνέπεια εἶναι πρόδηλη: ἡ ἄμεση καί ζωτική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἐξα-σφαλισμένη, διά μέσου ὁλόκληρης τῆς ἱστορίας καί μέχρι τήν τελική ἐσχατολογική ἀναμέτρηση, σέ κάθε περίπτωση συγ-κρούσεως μεταξύ πίστεως καί βιαίας ἀπιστίας.

Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στά παραπάνω χωρία δέν ὑπάρχει ὑπόσχεση γιά ἀπαλλαγή ἀπό κινδύνους ἤ ἀπό θάνατο. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ὁ Στέφανος πεθαίνει μέ μαρτυρικό θάνατο μετά ἀπό μιά λαμπρή ὁμολογία τῆς πίστεως καί «ὑπάρχων πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. 7, 55-60). Στό Μτ. 10, 19-20, καί τά παράλληλά του στό Μᾶρκο καί Λουκᾶ, τό κέντρο τῆς προσοχῆς καί ἡ ἔμφαση βρίσκεται στήν ἀναγκαιότητα τῆς αὐθεντικῆς διακηρύξεως τῆς πίστεως σέ περιπτώσεις διωγμοῦ καί βασανισμοῦ. Σ’ αὐτό ἀκρι-βῶς τό σημεῖο ἡ Πνευματολογία ἐμφανίζεται μέ τεράστια ἰσχύ.

Τό Ἅγιον Πνεῦμα θά μιλήσει καί θά ἀναγγείλει τό Εὐαγγέλιο διά τῶν Ἀποστόλων καί γενικώτερα τῶν Μαθητῶν, διότι ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως πρέπει νά δοθεῖ ὁπωσδήποτε, ἔστω κι ἄν αὐτό συνεπάγεται τόν θάνατο ἐκείνων πού καταθέτουν αὐτήν ἀκριβῶς τήν μαρτυρία τῆς πίστεως.

Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς σέ ἕνα του σχόλιο στό Μτ. 10, 20 ἐμφα-νίζει ὡραῖα τίς διαφοροποιημένες ἱεραποστολικές ἐπιπτώσεις τῆς εἰδικῆς αὐτῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως: «…ἵνα διά τε τῆς μαρ-τυρίας διά τε τῆς ἀπολογίας ὠφελῶνται οἱ πάντες, ἰσχυροποιού-μενοι μέν οἱ κατ’ ἐκκλησίαν, θαυμάζοντες δέ καί εἰς πίστιν ὑπα-γόμενοι οἱ ἐξ ἐθνῶν τήν σωτηρίαν πολυπραγμονήσαντες, οἱ λοι-ποί δέ ὑπ’ ἐκπλήξεως κατεχόμενοι».

Ἡ πραγματικότητα τῆς οὐσιαστικῆς παρεμβάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ὑπονοοῦν τά χωρία Μτ. 10, 19-20, Μκ. 13, 11 καί Λκ. 12, 11-12 θεμελιώνει τήν προτεραιότητα τῆς ἱεραπο-στολῆς ὡς διακηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου ὑπό ὅλες τίς συνθῆκες, ἀκόμη καί μέσα στόν χειρότερο διωγμό καί στήν ὠμότερη βία.

Ταυτόχρονα, ἡ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξασφαλίζει τήν παροχή στούς πιστούς τῶν τεραστίων ποσῶν δυνάμεων πού ἀπαιτοῦνται στίς δεσμενέστατες αὐτές περιστάσεις.

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό Μτ. 10, 20, οἱ φοβεροί διωγμοί, πού ἄνθρωποι καί δαίμονες κίνησαν κατά τῶν Ἀποστόλων, δέν στάθηκαν ἱκανοί νά τούς κλείσουν τό στό-μα ἤ νά τούς ἐξαναγκάσουν νά παύσουν νά κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο.

Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νά δέσει κανείς τήν ἀκτίνα τοῦ φωτός ἔτσι ἦτο ἀδύνατο νά δεθεῖ καί ἡ γλῶσσα ἐκείνων. Γιατί; Διότι «οὐκ αὐτοί ἦσαν οἱ λαλοῦντες ἀλλ’ ἡ τοῦ Πνεύματος δύναμις».

Κάθε ἀνάκριση καί ἀπολογία μετασχηματίζονται σέ εὐκαι-ρίες ἱεραποστολικῆς μαρτυρίας, σέ καταθέσεις τῆς μαρτυρίας τῆς πίστεως. Τό θαυμαστό αὐτό ἐπίτευγμα ὀφείλεται στό Ἅγιον Πνεῦμα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ