Χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο πλαίσιο όσων αναφέρθηκαν στα προηγούμενα σχετικά άρθρα μας για την σύγχρονη ελληνική λαϊκή ευσέβεια, αποτελούν οι εθιμικοί εκκλησιαστικοί πλειστηριασμοί που κατά περιπτώσεις αναβιώνονται: το έθιμο, στενά δεμένο με τον κοινοτισμό και την συνακόλουθη διάρθρωση του ενοριακού συστήματος, εξέπεσε βαθμιαία, στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με την ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων του αλύτρωτου Ελληνισμού στο ελληνικό κράτος, με τις πιο συγκεντρωτικές και κεντρικές διοικητικές δομές του. Ακολούθως, στην δεκαετία του ’90, άρχισαν οι αναβιώσεις του, από διάφορους τοπικούς συλλόγους, και έτσι συνδέθηκε με την έννοια της προβαλλόμενης τοπικής πολιτισμικής και εθιμικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα σε πολλές περιοχές, όπως για παράδειγμα στους Καππαδόκες της Νέας Καρβάλης Καβάλας και του Καππαδοκικού της Καρδίτσας, να επανενταχθεί στο τοπικό εθιμικό ρεπερτόριο, και να αρχίσει να τελείται ξανά, και μάλιστα όχι ως παράσταση, αλλά ως οργανικό στοιχείο του τοπικού λαϊκού πολιτισμού. Αυτό συνέβη επειδή η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το έθιμο, η ορθόδοξη χριστιανική πίστη και η λαϊκή εκδοχή της, παρέμεινε αμετάβλητη, παρά τις αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της ευρύτερης περιοχής.
Πολλές φορές μάλιστα, η εθιμική και η ενοριακή αναδιάρθρωση συμβαδίζουν απολύτως, και αλληλοεξαρτώνται. Ας μη νομισθεί ότι και οι μικρές ενορίες των χωριών, με το λίγο ποίμνιο, δεν αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα. Εκεί, είναι οι μικροί αριθμοί που συχνά οδηγούν στην αποσάρθρωση της ενοριακής ζωής, δια της λειψανδρίας ή του φυσικού καμάτου υπερηλίκων ιερέων. Και στις περιπτώσεις αυτές, ο άξιος και νέος ιερέας μπορεί να φέρει την αναγέννηση. Έχω προ οφθαλμών το παράδειγμα της μικρής ενορίας του χωριού Πρόδρομος, της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας. Η άφιξη και εγκατάσταση του νέου ιερέα στο χωριό, έφερε πραγματική πνευματική κοσμογονία. Αναζωπύρωση της λειτουργικής ζωής, διάρκεια και συνέχεια της θείας λατρείας, εκδηλώσεις και πνευματική κατάρτιση των πιστών μέσα από κατάλληλα κηρύγματα, ευταξία και ευκοσμία κατά τις ακολουθίες και τα μυστήρια, ευσέβεια, ευλάβεια και φόβος Θεού, που περνούν από τον εφημέριο στο ποίμνιο, το οποίο έτσι, σταδιακά, αναβαπτίζεται πνευματικά και γνωρίζει την πίστη των πατέρων του.
Η αναγέννηση της συγκεκριμένης ενορίας πραγματοποιείται δυναμικά τα τελευταία χρόνια, και αποτελεί πιλοτικό παράδειγμα ανάλογων δράσεων, που αναπτύσσονται, αθόρυβα και στιβαρά, σε διάφορες ενορίες πολλών Ιερών Μητροπόλεων, σε όλη την εκκλησιαστική επικράτεια. Έτσι, η μικρή ενορία άρχισε πάλι να λειτουργεί σωστά και αποτελεσματικά, παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η έλλειψη πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, και να αποτελεί φάρο πνευματικής ζωής και δράσης για την μικρή κοινωνία του χωριού.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι κοντά σε όσα παραπάνω αναφέρθηκαν υπάρχει και η ευθύνη του ποιμνίου. Μόνο αν κατανοήσουμε ότι η ενορία αποτελεί υπόθεση όλων μας, και ότι όλοι πρέπει να ενεργοποιηθούμε στα πλαίσιά της, υπακούοντας και συνεργαζόμενοι με τους εφημερίους της, οι οποίοι διευθύνουν και οργανώνουν το ενοριακό έργο σε συνεργασία με τους λαϊκούς συμβούλους, μέλη του ενοριακού συμβουλίου, θα έχουμε και θα απολαμβάνουμε πραγματικά ζωντανές και δραστήριες ενορίες, από την προσφορά των οποίων ωφελούμαστε πρωτίστως εμείς οι ίδιοι. Κι αυτό επειδή η ενεργός ενοριακή ζωή διδάσκει και καθοδηγεί τον άνθρωπο στις σπουδαίες αρετές της αγάπης, της ανιδιοτελούς και εθελοντικής προσφοράς, της έγνοιας για τον συνάνθρωπο, της κοινωνικής ύπαρξης και του συνακόλουθου αποκλεισμού της απομόνωσης και του ατομισμού.
Στο γενικό αυτό πλαίσιο αναγεννώνται και τα τοπικά λατρευτικά έθιμα, οι συνήθειες, οι τελετουργίες και πρακτικές που είχαν πέσει στη λήθη. Η περίπτωση της ενορίας του Προδρόμου Θηβών, μας δείχνει ότι οι τάσεις που παραπάνω διαπιστώθηκαν δεν περιορίζονται στις πόλεις, αλλά εξακτινώνονται και στην ελληνική επαρχία, σύμφωνα με όσα σχετικά διαπιστώθηκαν παραπάνω, για την εξαγωγή λαογραφικών μορφών από το άστυ προς την ύπαιθρο. Ας μην ξεχνούμε, για παράδειγμα, ότι σε περιστάσεις του κύκλου της ζωής, όπως ο γάμος, τα σύγχρονα έθιμα των επαρχιακών αστικών κέντρων, ακόμη και των χωριών, ελάχιστα διαφέρουν από τα αντίστοιχα των πόλεων, αφού με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ιδιαιτέρως δε με την τηλεόραση, γίνεται συστηματική εξαγωγή πολιτισμικών μορφών από το άστυ προς τα χωριά.
Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η σύγχρονη λαϊκή θρησκευτικότητα στην Ελλάδα διακρίνεται για την επιβίωση παλαιότερων εθιμικών μορφών, για την αναβίωση άλλων – όχι πάντοτε στο κλασσικό σχήμα του φολκλορισμού, όπως τον γνωρίζουμε από άλλες περιπτώσεις – και για την εισαγωγή νέων εθίμων και τελετουργιών, που είτε αντιγράφονται, είτε δημιουργούνται ad hoc. Οι μορφές αυτές, στο σύνολό τους, στηρίζονται πάνω στο στέρεο υπόστρωμα της βαθιάς και ζέουσας ορθόδοξης χριστιανικής πίστης του ελληνικού λαού, και εκδηλώνουν την παραδοσιακή του ευσέβεια. Στο πλαίσιο αυτό, παλαιές μορφές ανασημασιοδοτούνται, νέες επιστρατεύονται, εισάγονται στοιχεία από διαφορετικές παραδόσεις – άλλων περιοχών, μοναστικών κέντρων κ.λπ. – όλα αυτά όμως εντάσσονται ομαλά στο εκάστοτε τοπικό εθιμικό ρεπερτόριο, ώστε να συναποτελέσουν τον εθιμικό πλούτο κάθε περιοχής.
Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί ότι στο επίπεδο των μεγάλων ελληνικών πόλεων, τον ρόλο του κύριου συντονιστή των εξελίξεως αυτών αναλαμβάνει η ενορία, η εθιμική δράση της οποίας χρειάζεται οπωσδήποτε λεπτομερέστερη διαπραγμάτευση, παρά τα όσα ενδεικτικά αναφέρθηκαν εδώ. Σε κάθε περίπτωση, εντοπίστηκαν εδώ ορισμένες βασικές αρχές, ως μικρή συμβολή σε μια μεγάλη και σπουδαία σύγχρονη λαογραφική έρευνα, η οποία είναι ακόμη σε εξέλιξη, και αφορά άμεσα την πνευματική, εθιμική και πολιτισμική φυσιογνωμία του ελληνικού λαού, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας.