Όσα διαπιστώθηκαν στο προηγούμενο άρθρο ισχύουν και για τα κάθε είδους κεντήματα, όχι μόνο τα εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα, που ήταν συνήθως προϊόντα ειδικών τεχνιτών και ειδικευμένων εργαστηρίων, αλλά και τα απλά κεντήματα της λαϊκής μας τέχνης και τα ασπροκεντήματα των κάθε είδους λειτουργικών υφασμάτων όπως οι ποδιές των εικόνων και των προσκυνηταρίων, τα υφασμάτινα καλύμματα των δισκελίων και των τρισκελίων, τα καλύμματα δίσκων, πανεριών και καλαθιών, τα μαντήλια και τους τσεβρέδες που στολίζουν εικόνες, πολυελαίους και λειψανοθήκες. Στα υφάσματα αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως ορισμένα στολίσματα και συγκεκριμένα μοτίβα, που σχετίζονται με την εκκλησιαστική εικονογραφία, συνήθως ανεικονικά, με την επανάληψη φυτικών κοσμημάτων και θρησκευτικών συμβόλων ή τυποποιημένων παραστάσεων.
Το ίδιο επίσης μπορεί να παρατηρηθεί και για ανάλογα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται εκτός του χώρου του ναού, σε περισσότερο οικογενειακές ή προσωπικές εκδοχές της λαϊκής θρησκευτικότητας. Αναφέρομαι στα κάθε είδους φυλακτά, στις εικόνες και στα υπόλοιπα αναμνηστικά θρησκευτικά αντικείμενα, που στολίζουν τα σπίτια, τα οικογενειακά εικονοστάσια και τα αυτοκίνητα, όπου οι θρησκευτικές διακοσμήσεις είναι συχνές και πολυποίκιλες. Με την χρήση του αυτή, το φυλαχτό γίνεται μοναδικό, και το αντίστοιχο στόλισμα του αυτοκινήτου προφυλακτικά αποτελεσματικό επειδή, κατά τη λαϊκή μεταφυσική σκέψη, η γνωστή και θαυματουργική παράσταση μεταδίδει κάτι από την θαυματουργική της δύναμη στο καλλιτέχνημα, επιτρέποντας στον άνθρωπο που το κατέχει και το χρησιμοποιεί συμβολικά να απολαμβάνει την προστασία του θείου στην καθημερινότητά του.
Στους υλικούς δείκτες της λαϊκής θρησκευτικότητας περιλαμβάνονται, επίσης, και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στους ναούς για χρηστικές ανάγκες της καθημερινής λειτουργικής ζωής : χάλκινα, μεταλλικά, ψάθινα, καλαμένια και ξύλινα αντικείμενα, όπως πανέρια και καλάθια, στασίδια, τραπέζια και προσκυνητάρια, «μπακράτσια» και καζάνια για την παρασκευή του κοινού φαγητού των πανηγύρεων, δισκέλια και τρισκέλια, που στολίζονται με ορισμένα θρησκευτικά σύμβολα ή έχουν μόνο εκκλησιαστική χρήση, και τα οποία αποτελούν, στο σύνολό τους, την επίπλωση του ορθόδοξου ναού. Στα επιμέρους είδη και στα σχήματα των αντικειμένων αυτών υπάρχει η έννοια της μόδας και του συρμού, καθώς μάλιστα στα χρόνια μας η κατασκευή τους έχει ανατεθεί, σχεδόν αποκλειστικά, στις βιοτεχνίες εκκλησιαστικών ειδών, που έχουν επιφέρει μια μηχανική τυποποίηση στα αντικείμενα και στις διακοσμήσεις τους.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης αυτής θα αναφέρω το ότι στα ξύλινα αντικείμενα, στα προσκυνητάρια, στα στασίδια και στις καρέκλες, ακόμη και στους δεσποτικούς θρόνους, τους άμβωνες, τα παραθρόνια, τους επιταφίους και τα τέμπλα, χρησιμοποιούνται προχριστιανικά μοτίβα με επιπεδόγλυφη απόδοση, αφού στο μαλακό υλικό του ξύλου, που επιδέχεται βαθύ σκάλισμα, αποδίδονται μορφές των οποίων τα πρότυπα αντλούνται από παλαιοχριστιανικά και πρωτοβυζαντινά θωράκια και κιονόκρανα, με τις αβαθείς αποδόσεις των μορφών πάνω στην σκληρή πέτρα. Τα παλαιά ολόγλυφα σχεδόν έργα του εκκλησιαστικού μπαρόκ της τουρκοκρατίας έχουν εγκαταλειφθεί, αν και το υλικό παραμένει το ίδιο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που διακρίνονται για την υψηλή τους ποιότητα.
Στα αντικείμενα αυτά και στην εκκλησιαστική και συμβολική χρήση τους διαπιστώνεται η τάση της προέκτασης του καθημερινού στο ιερό και του εκκοσμικευμένου στο εκκλησιαστικό, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα υπόλοιπα αντικείμενα που προαναφέρθηκαν. Λειτουργούν έτσι όπως και τα ανάλογα αντικείμενα που σχετίζονται με τα νεκρικά και τα ταφικά έθιμα, και τα οποία, καθώς συνδέονται με την μνήμη που αναφέρεται στους νεκρούς χαρακτηρίστηκαν ως «υλικοί δείκτες» που αφορούν το τέλος της ζωής. Μόνο που στην περίπτωσή μας οι υλικοί αυτοί δείκτες αφορούν την σχέση του ανθρώπου με το θείον, την υπερφυσική μέθεξη, την θρησκευτική εμπειρία και την λαϊκή θρησκευτικότητα, σε όλες τις εκδηλώσεις και τις φανερώσεις της.