Ο φιλάνθρωπος, ο πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν» ομοιάζει με το Θεό μας, που είναι «Θεός οικτιρμών» (Β΄ Κορ. α΄ 3), είναι εύσπλαγχνος, είναι παντελεήμων, είναι φιλάνθρωπος.
Το φιλάνθρωπο πνεύμα, από το οποίο πρέπει να εμφορείται ο άνθρωπος, μας επιβάλλει να συγκατανεύουμε στις αδυναμίες των άλλων. Ο φιλάνθρωπος Χριστός μας, όταν είδε την απομάκρυνση του ανθρωπίνου γένους από τον δρόμο της σωτηρίας, δεν το εγκατέλειψε στην τύχη του· δεν το τιμώρησε για την αμαρτία του, αλλά από άκρα αγαθότητα και φιλανθρωπία κατέβηκε στην γη, έγινε άνθρωπος, πήρε το ανθρώπινο φύραμα μόνο και μόνο για να μας θεώσει, να μας ξαναοδηγήσει στον χαμένο Παράδεισο. Η φιλανθρωπία του φαίνεται πολύ καθαρά στην περίπτωση του προφήτη Ιωνά, που του ζήτησε να καταστρέψει την πόλη της Νινευΐ για τις αμαρτίες της. Αυτός τι του είπε, όταν εκείνος στενοχωρήθηκε για την ξήρανση της κολοκυθιάς που τον σκίαζε; «Ιωνά, συ εφείσω υπέρ της κολοκύνθης, υπέρ ης ουκ εκακοπάθησας επ’ αυτήν ουδέ εξέθρεψας αυτήν· εγώ δε ου φείσομαι υπέρ Νινευΐ της πόλεως της μεγίστης, εν η κατοικούσι πλείους η δώδεκα μυριάδες ανθρώπων;» (Ιων. δ΄ 10, 11). Να το φιλάνθρωπο πνεύμα του Θεού. Ο Ιωνάς ζήτησε την καταστροφή της πόλεως για τις αμαρτίες της, για την οποία όμως ουδέποτε κακοπάθησε. Ο Χριστός μας με πραότητα και καλωσύνη του το τόνισε αυτό. Εκείνος όμως ως πολυεύσπλαγχνος Πλάστης και Θεός, ο «θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι» (Α΄ Τιμ. β΄ 4), όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Ιωνά, αλλά περίμενε να δεί την μεταστροφή, την μετάνοια των Νινευιτών και να τους σώσει. Ο ίδιος αργότερα, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, «δι’ άκραν αγαθότητα» έγινε άνθρωπος, για να μας θεώσει. Αυτή υπήρξε η αποκορύφωση της ευσπλαχνίας του καλού Θεού μας.
Γύρω μας υπάρχει κατακλυσμός υλιστικών θεωριών, κατακλυσμός φιληδονίας και αμαρτίας, κατακλυσμός απιστίας και αιρέσεων. Υπάρχει όμως η κιβωτός της σωτηρίας έτοιμη να μας σώσει. Είναι η Εκκλησία μας, η μία αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία. Οφείλουμε να τρέξουμε, να μπούμε μέσα, για να σωθούμε. Και όχι μόνο εμείς. Να χτυπήσουμε το τάλαντο της σωτηρίας, όπως ο Νώε, για να ακούσουν και όσοι δεν διδάχθηκαν το Ιερό Ευαγγέλιο, και να σπεύσουν και αυτοί να σωθούν στην Κιβωτό της Εκκλησίας μας, όπου ήχος καθαρός εορταζόντων απαύστως ψάλλει: «Κύριε, δόξα Σοι».
Γι’αυτό κι όταν αυτός σωθεί και περάσουν οι δύσκολες ημέρες, θα μας αναγνωρίσει μεγάλη ευγνωμοσύνη και θα δοξολογήσει τον Θεό μας, που του έστειλε εμάς στην δύσκολη στιγμή, για να τον βοηθήσουμε. Το ίδιο ευσυμπάθητοι πρέπει να είμαστε και με τους αρρώστους. Υπάρχουν ανίατα ασθενείς, που δύσκολα κάνουν ακόμη και στοιχειώδεις κινήσεις. Αυτοί θέλουν κάποιον δίπλα τους, να τους συμπαρασταθεί, να τους βοηθήσει στην καθημερινότητα.
Ο ιεραποστολικός αυτός αγώνας με τα φιλάνθρωπα αισθήματα σήμερα βρίσκει πρόσφορο έδαφος στους φυλακισμένους και τους εξαρτημένους. Η σφραγίδα του ζήλου μας γι’ αυτούς είναι σφραγίδα σωτηρίας.
Όταν πάλι κάποιος κινδυνεύει, δεν μπορείς εσύ να συνεχίζεις αμέριμνος τη ζωή σου και να τον αφήνεις να καταποντισθεί. Κοίτα τα καράβια· αν κάποιο στείλει σήμα SOS, όλα τα παραπλέοντα εγκαταλείπουν την πυξίδα πλεύσεώς τους και σπεύδουν να βοηθήσουν το πλοίο που κινδυνεύει. Ο ζήλος τους είναι ταυτόχρονα και καθήκον. Έτσι και εμείς, αν δούμε κάποιον να κινδυνεύει ή λάβουμε πληροφορία για επερχόμενο κίνδυνο αυτού, οφείλουμε από φιλανθρωπία κινούμενοι να σπεύσουμε να τον βοηθήσουμε. Αυτό επιτάσσει η χριστιανική μας συνείδηση, η αγάπη μας προς το Θεό και τη ζώσα εικόνα Του.
Παρ’ όλο ότι η ασκητική ζωή, η εγκράτεια, η νηστεία, το να κοιμάται κανείς κάτω στην γη, το να σιωπά, να ξενυχτάει στη νοερά προσευχή απαιτεί πολύ μεγάλο κόπο, όμως η ελεημοσύνη, αν και είναι λιγότερο επίμοχθη από την άσκηση, είναι τόσο ισχυρή και δυνατή, ώστε σβήνει αμαρτίες. Είναι η Τρίτη ρίζα της αγιότητος. Η άσκηση βοηθά στο να μην αμαρτάνουμε, αφού νεκρώνει τις επιθυμίες· η ελεημοσύνη σβήνει τις αμαρτίες μας. Για τους εραστές της ελεημοσύνης, ο Θεός στήνει θρόνους δίπλα Του και τους αξιώνει της Βασιλείας Του.
Εκείνα που επιθυμούμε να απολαύσουμε από τον Θεό, αυτά πρέπει προηγουμένως να τα προσφέρουμε στους ανθρώπους. Αν θέλουμε να βρεθούμε σε δώματα αναψυχής, πρέπει πρώτα εμείς με λόγια και πράξεις να δροσίσουμε αυτούς που καίγονται μέσα στο καμίνι των πόνων, των στερήσεων, των θλίψεων. Αν θέλουμε να βρεθούμε σε χώρους ανέσεως, οφείλουμε να ερχόμαστε αρωγοί σε όσους στενάζουν κάτω από το βαρύ φορτίο της καθημερινής ανέχειας. Αν θέλουμε να ιδούμε του Θεού το πρόσωπο, οφείλουμε να κοιτάμε στα μάτια με ειλικρίνεια τους συνανθρώπους μας, αυτούς που είναι εικόνες Θεού και όσο πιο χαρούμενες τις κάνουμε, τόσο πιο χαρούμενο θα απολαύσουμε το βλέμμα του γλυκύτατου Ιησού μας. Αν δεν πολιτευθούμε φιλάνθρωπα και στερούμε την χαρά από τους ενδεείς συνανθρώπους μας, πώς θα ακούσουμε την ευλογημένη φωνή του Κυρίου μας να μας μακαρίζει λέγοντας: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε΄ 7); Φοβούμαι τότε μήπως ακούσουμε αυστηρή την φωνή του δίκαιου Κριτή να μας λέει: «Ανέλεος η κρίσις τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ιάκ. β΄ 13).