Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Το μεγαλύτερο μέρος των παραβάσεων στις απαγορεύσεις αυτών των ημερών, όχι μόνο αυτών που καταγγέλθηκαν και έγιναν αντιληπτές, αλλά κυρίως αυτών που έμειναν κρυφές επειδή είχε προηγηθεί τηλεφωνική συνεννόηση του ιερέα με τους πιστούς και κλείδωμα των θυρών ώστε να μην μπορεί να γίνει έλεγχος, εδράζεται σε ένα φαινόμενο πνευματικής παθογένειας, γνωστό στους κόλπους της Εκκλησίας, εκείνο του κακώς νοούμενου «Γεροντισμού» και της ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων μεταξύ των «Γερόντων» και των υπό την πνευματική καθοδήγηση και πατρότητά τους πιστών. Φαινόμενο που έχει αναγνωριστεί, περιγραφεί και στηλιτευθεί από πολλούς ιεράρχες, για παράδειγμα από τον μακαριστό Μητροπολίτη πρ. Πειραιώς κυρό Καλλίνικο, σε βιβλία του.
Οπωσδήποτε πρόκειται για σημεία των καιρών, με διαλυτική επίδραση στην ενότητα του σώματος της Εκκλησίας, που αυτά καθαυτά θα μας απασχολήσουν σε επόμενα άρθρα μας. Και είναι διαλυτικά τα φαινόμενα αυτά, επειδή το μεγάλο μέρος των πιστών από παρόμοιες συμπεριφορές σχημάτισε την εντύπωση ότι η εκκλησιαστική ζωή είναι προνόμιο των λίγων, των εκλεκτών, των φίλων και των γνωστών, μίας ομάδας ανθρώπων «της Εκκλησίας» έξω από την οποία βρίσκονται οι πολλοί. Αυτό τον διαχωρισμό που επισήμως η Εκκλησία δεν τον κάνει βέβαια, αλλά ανεπισήμως τον ασκούν – και τώρα δυστυχώς με αφορμή την απαγόρευση λόγω κορωνοϊού τον καθιέρωσαν – πολλοί ευσεβείς και ευλαβείς ιερείς που η «ιερατική τους συνείδηση» δεν τους επέτρεψε να μην δεχθούν όσους πιστούς ήθελαν να λειτουργηθούν, να μου θυμηθείτε ότι θα τον πληρώσουμε όλοι ακριβά βλέποντας τα εκκλησιάσματά μας να μειώνονται ραγδαία. Και γι’ αυτό βέβαια κάποιοι έχουν την ευθύνη, και η ευθύνη αυτή πρέπει να ζητηθεί.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο σχετικό ζήτημα: οι ιερείς αυτοί μπορεί να μην συνελήφθησαν από τις αρχές – και καλώς, καθώς η προσωπική μου θέση είναι ότι οι συλλήψεις αυτές ήταν απαράδεκτες και ότι έγινε απέναντι της Εκκλησίας επίδειξη δύναμης και αυστηρότητας όχι μόνο αχρείαστη αλλά κάποτε και συμπλεγματική – ωστόσο με την ανυπακοή τους έδωσαν την εντύπωση στους πιστούς, όχι μόνο τους λίγους «ανθρώπους της Εκκλησίας» που έβαλαν παρανόμως στις ακολουθίες που τελούσαν, αλλά και τους πολλούς που το πληροφορήθηκαν κατά κανόνα από τους συμμετέχοντες οι οποίοι κατόπιν καυχιόνταν για τα κατορθώματά τους, ότι η υπακοή στην Εκκλησία είναι «αλά καρτ». Κι αυτό θα το βρούμε μπροστά μας συντομότατα. Γιατί δυστυχώς στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι πιστοί που αφέθηκαν να εισέλθουν και να παρακολουθήσουν, στη συνέχεια άρχισαν να διατυμπανίζουν urbi et orbi τα κατορθώματά τους και την εύνοια που απήλαυσαν, ακριβώς για να δείξουν στους άλλους πόσο «μέσα στα πράγματα» είναι, κι έτσι το μάθαμε κι εμείς οι αλειτούργητοι και ακοινώνητοι. Κι αυτό δυστυχώς έγινε λόγω αυτού που ο ιερέας του συγκεκριμένου ναού θεωρούσε, απολύτως εγωιστικά, ως εκδήλωση της «ιερατικής του συνείδησης», χωρίς να αναρωτιέται αν έχει το δικαίωμα να εφαρμόζει προσωπικές πολιτικές, λειτουργός ων του Υψίστου και κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τι θα απαντήσει ο ιερέας που νόμιζε – κακοδόξως – ότι έχει το δικαίωμα να παραβεί τις συνοδικές αποφάσεις επικαλούμενος όσα του υπαγόρευε η «ιερατική του συνείδηση», στον πιστό εκείνο που θα αρχίσει να αυθαιρετεί και να μην υπακούει στα πλαίσια της ενοριακής ζωής, επικαλούμενος και αυτός την «εκκλησιαστική του συνείδηση»; Πώς τολμάμε να υποβιβάζουμε την Εκκλησία, στη σκέψη και στην πρακτική μας στα όρια μιας παρέας; Ας το σκεφτούν αυτό οι ιερείς που το έπραξαν και ας ετοιμαστούν για την απολογία τους όταν βρεθούν στο φοβερό βήμα του Κυρίου. Οχι γιατί εξυπηρέτησαν λειτουργικά πιστούς, αλλά γιατί παρήκουσαν και εξέθεσαν την Εκκλησία του Χριστού, υποκύπτοντας στο ίδιον θέλημα του να φανούν «αρεστοί» ή και «ήρωες – αγωνιστές», απέναντι στους αδελφούς τους που υπέμειναν αγόγγυστα.
Οι «Γέροντες» αυτοί τέτοια υπακοή διδάσκουν στα πνευματικά παιδιά τους; Θα ανέχονταν παρόμοια πνευματική πορεία και συμπεριφορά από αυτά; Ας αναλογιστούν τι έπραξαν και τι παράδειγμα έδωσαν στους άλλους.