Αρχική » Τα λαϊκά λατρευτικά δρώμενα της Θράκης και η μελέτη τους – ΣΤ΄

Τα λαϊκά λατρευτικά δρώμενα της Θράκης και η μελέτη τους – ΣΤ΄

Του Μ. Βαρβούνη στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας

από ikivotos

Το δεύτερο ζήτημα που θα μας απασχολήσει αναφορικά με την μελέτη των θρακικών λαϊκών λατρευτικών δρωμένων σχετίζεται, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, με το ερώτημα κατά πόσον και ως πιο βαθμό η Κατ. Κακούρη είχε δίκιο για το ότι τα δρώμενα αυτά βρισκόταν τότε, το 1975 οπότε και δημοσίευσε την μελέτη της, στην «ύστατη ώρα» τους. Η ίδια υπήρξε μάλλον απόλυτη στις διαπιστώσεις της: «ακριβώς η τεράστια μακροβιότητα των λαϊκών λατρειών, που βρίσκεται στη φύση κάθε λαϊκής λατρείας, αυτή επέτρεψε την διαιώνιση πανάρχαιων δρωμένων. Και δεν εννοώ βέβαια των ίδιων των δρωμένων, αλλά των ψυχοβιολογικών τάσεων, της μαγικής νοοτροπίας και του ‘πεπερασμένου’ των εκφραστικών μέσων του ανθρώπου και της δύναμης των παραδόσεων που ανακυκλώνουν, μέσα σε καθυστερημένες μικροκοινωνίες ποιμενοαγροτών, μορφές μαγικοθρησκευτικών μιμοδραμάτων όμοιες ή πολύ συγγενικές. Μορφές που θα αλλάξουν όταν αλλάξει το κοινωνικο-πνευματικό περιβάλλον που τα εξέθρεψε και τα εκθρέφει. Και ακριβώς σήμερα η βιομηχανική νοοτροπία, τη γεννήτρα των λαϊκών λατρειών οδηγεί, και τα θρακικά και ευρύτερα τα νεοελληνικά δρώμενα, στην ύστατη ώρα τους».

Αυτά, από την ανακοίνωσή της στην Κομοτηνή, τον Μάρτιο του 1975, η οποία δημοσιεύθηκε το 1976. Παρά το γεγονός ότι η Κακούρη επιμένει στην θεατρολογική οπτική της, αναφερόμενη σε «μιμοδράματα» και «δρώμενα», φαίνεται να μην αγνοεί την κατά βάση γονιμική υπόσταση και λειτουργικότητα αυτών των εθιμικών μορφών, αλλά ταυτοχρόνως να βάζει σε δεύτερη μοίρα την τελετουργική τους υπόσταση. Από όσα γράφει προκύπτει ότι είχε ορθά αντιληφθεί την σχέση ανάμεσα στην υλική βάση και στο πνευματικό εποικοδόμημα του λαϊκού πολιτισμού, και το γεγονός βέβαια ότι αλλαγές στη βάση θα προκαλούσαν μεγάλης κλίμακας αλλαγές και στο εποικοδόμημα. Αυτό πιστεύω ότι κρύβεται πίσω από την περιεσταλμένη αναφορά της στον ρόλο που θα έχουν οι «βιομηχανικές νοοτροπίες» στην επιβίωση των πανάρχαιων νοοτροπιών και αντιλήψεων που εκφράζονται από τα δρώμενα τα οποία μελετά.

Βεβαίως, στην πραγματικότητα δεν πρόκειται μόνο για τις «βιομηχανικές νοοτροπίες», αλλά για τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, για την οικονομία, την παραγωγή των αγαθών και την εισβολή των τεχνολογικών μέσων, που στα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχαν ήδη αρχίσει να αλλάζουν αισθητά τόσο τον υλικό, όσο και συνακόλουθα τον πνευματικό βίο του ελληνικού λαού. Οι ευκολίες που τα μηχανικά μέσα παραγωγής και η πρόοδος της επιστήμης έφεραν κάνοντας τον άνθρωπο και τη σοδειά του να εξαρτώνται λιγότερο – σε σχέση με πριν – από την φύση και τις συνθήκες της, κατέστησαν τα δρώμενα αυτά, τα οποία ουσιαστικά αναπλήρωναν συμβολικά και με ψυχολογική λειτουργικότητα τις ανύπαρκτες παρεμβατικές δυνατότητες του παραδοσιακού ανθρώπου, ανενεργά.

Ευλόγως λοιπόν η Κακούρη μιλούσε το 1975 για «ύστατη ώρα», με τη διαφορά ότι δεν γνώριζε πλήρως τις εξελίξεις στον χώρο του λαϊκού πολιτισμού. Δεν είχε εξοικειωθεί με την πρακτική του φολκλορισμού, και τις ποικίλες εφαρμογές της, καθώς στο πλαίσιό του ήδη τότε είχαν αρχίσει από συλλόγους και φορείς της αυτοδιοίκησης οι πρώτες «αναβιώσεις», δηλαδή στην ουσία ανα-παραστάσεις, ανάλογων τελετουργιών, οι οποίες μία ή δύο δεκαετίες πριν είχαν ατονίσει ή σταματήσει να τελούνται. Πρόκειται για μια μορφή διαχείρισης των παλαιότερων στοιχείων της παράδοσης, την αναβίωση δηλαδή μορφών που είχαν μεν εξαφανιστεί, για διάφορους όμως λόγους αναβιώνονται και έρχονται και πάλι στο προσκήνιο, κατά κύριο λόγο όμως ως παραστάσεις, στα πλαίσια του κινήματος του φολκλορισμού, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις αναβιώσεις εθίμων που έχουν πάψει να τελούνται στα πλαίσια σχετικών ανα-παραστάσεων.

Ήδη λοιπόν το 1975 η νεοφανέρωτη τότε, και καθιερωμένη πλέον σήμερα, αυτή τάση είχε εμφανιστεί και στον χώρο της Θράκης. Θυμίζω, για παράδειγμα, τις αναβιώσεις θρακικών τελετουργιών της Αποκριάς, στις οποίες βεβαίως εντάσσεται και ο «Καλόγερος» της Τυρινής Δευτέρας, ήδη από το 1966 στις «Αποκριάτικες Θρακικές Γιορτές» της Ξάνθης, τον πρόδρομο του σημερινού, αστικού τύπου πλέον, Καρναβαλιού της Ξάνθης. Γιορτές που ξεκίνησαν από την σκηνική και φολκλοριστική «αναβίωση» αυτών ακριβώς των θρακικών δρωμένων, για τα οποία η Κακούρη πίστευε, δέκα χρόνια αργότερα, ότι έφταναν στην «ύστατη ώρα» τους. Θυμίζω επίσης τους ποικίλους θρακικούς εθνοτοπικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, για παράδειγμα σε πολλές πόλεις της Γερμανίας όπου διέμεναν Έλληνες Θρακιώτες μετανάστες, που από τα δρώμενα αυτά συνήθως άρχιζαν την ταυτοτικής βάσης και επιδίωξης ενασχόλησή τους με τον λαϊκό πολιτισμό της πατρίδας τους.

Θα τελειώσουμε όμως την πραγμάτευση του σύνθετου αυτού ζητήματος, σημαντικού για την γνώση και κατανόηση του λαϊκού πολιτισμού της Θράκης, στο επόμενο άρθρο μας.

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

close