Οι τοπικές σπουδές, επικεντρωμένες κατά κύριο λόγο στο τρίπτυχο ιστορία, λαϊκός πολιτισμός και πνευματική ζωή διαφόρων ελληνικών περιοχών, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της σχετικής με την ιστορία και τον πολιτισμό έρευνας, και της αντίστοιχης βέβαια βιβλιογραφίας, στην Ελλάδα. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του υλικού το οποίο οι ανάλογοι επιστημονικοί κλάδοι επεξεργάζονται έχει προκύψει εντός των ορίων αυτής ακριβώς της ερευνητικής και συγγραφικής δράσης, γι’ αυτό και τα τοπικά επιστημονικά περιοδικά κατέχουν σημαντική θέση στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία.
Σε παλαιότερη μελέτη μας, είχαμε επισημάνει το γεγονός ότι η παλαιότερη φάση των ελληνικών τοπικών σπουδών, κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, κινήθηκε, από θεματολογική άποψη, μεταξύ της Ιστορίας και της Λαογραφίας, ώστε η ανάπτυξή τους να συμβαδίζει με την εδραίωση και επιστημονική θεμελίωση των δύο αυτών επιστημών στην Ελλάδα. Στην παρούσα μελέτη, μέσα από δύο απολύτως χαρακτηριστικές περιπτώσεις, θα προσπαθήσουμε να δούμε πώς η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού και τις αρχές του 21ου αιώνα, και πώς συνδέεται με την έννοια και την πρακτική της τοπικής πολιτιστικής διαχείρισης, κυρίως όσον αφορά το σημαντικό ζήτημα της διαχείρισης του τοπικού πολιτιστικού αποθέματος.
Να σημειωθεί εδώ ότι ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν και στη διεθνή βιβλιογραφία, κυρίως σε σχέση με το αντικείμενο της τοπικής ιστορίας. Πρόκειται για ερευνητικά θέματα που έχουν άμεση σχέση με τη μελέτη της κοινότητας, στην πλέον κοινωνιολογική θεώρησή της. Δηλαδή της τοπικής κοινότητας ως δημιουργού ιστορίας και πολιτισμού, κάτι που συνδέεται με την αγάπη προς την «μικρή πατρίδα», και στην ελληνική περίπτωση έχει συχνά συναρτηθεί και με εθνικές σκοπιμότητες, δεδομένων των ταραχωδών και περιπετειωδών εξελίξεων της νεοελληνικής ιστορίας, ιδίως κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και μάλιστα στη Βόρειο Ελλάδα και ιδίως στη Μακεδονία, όπου αναφέρεται και το έργο των δύο συγγραφέων που εξετάζουμε εδώ.
Αναφερόμαστε σε έννοιες που έχουν εισαχθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια, αντικατοπτρίζουν όμως τη σύγχρονη οπτική δόμησης και εξέλιξης των τοπικών σπουδών, όπως αυτές συνοπτικά οριοθετήθηκαν παραπάνω. Στο πλαίσιο αυτό θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο δραστηριοποιήθηκαν η φιλόλογος Αγγελική Κιουρτσή-Μιχαλοπούλου και ο θεολόγος Νικόλαος Μιχαλόπουλος, και οι δύο εκπαιδευτικοί της Μέσης Εκπαίδευσης στην Καβάλα, με μακρόχρονο και αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό έργο.
Πρόκειται για ένα λόγιο ζευγάρι, χαρακτηριστικό και αντιπροσωπευτικό της τοπικής λογιοσύνης των επαρχιακών ελληνικών αστικών κέντρων, που παράλληλα με την εκπαιδευτική δράση τους ασχολήθηκαν με την τοπική έρευνα, τη συμμετοχή σε συνέδρια, τη συγγραφή και δημοσίευση καθώς και την πραγματοποίηση διαλέξεων και ομιλιών, στο τρίπτυχο Ιστορία, Λαογραφία και τοπική πνευματική ζωή που, όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε, αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των σύγχρονων τοπικών σπουδών μας.
Ας δούμε αρχικά ορισμένα βασικά βιογραφικά στοιχεία τους: η Αγγελική Χ. Κιουρτσή-Μιχαλοπούλου (1942 – 2019) γεννήθηκε στην Ελευθερούπολη Καβάλας και υπήρξε μόνιμη κάτοικος Καβάλας. Αποφοίτησε από το Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε ως καθηγήτρια φιλόλογος σε Λύκεια της πόλης και του νομού Καβάλας. Παντρεύτηκε τον καθηγητή Νικόλαο Μιχαλόπουλο και απέκτησαν τρία παιδιά που ασχολούνται επίσης με τη φιλολογία, τα δύο εκ των οποίων, ο Ανδρέας και ο Χαρίλαος, είναι Καθηγητές της Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ και στο ΔΠΘ αντιστοίχως, ενώ η κόρη της Κατερίνα, έχοντας σπουδάσει επίσης Κλασική Φιλολογία, είναι διδάκτορας Παιδαγωγικής και Διευθύντρια Γυμνασίου στην Αττική.
Παράλληλα με το εκπαιδευτικό της έργο, όπως προαναφέρθηκε, ασχολήθηκε με την έρευνα σε θέματα κλασικής Φιλολογίας, Ιστορίας και Λαογραφίας με ιδιαίτερη έμφαση στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) της Ανατολικής Μακεδονίας. Παρουσίασε σε επιστημονικά συνέδρια, τοπικά, πανελλήνια και διεθνή, πρωτότυπες ερευνητικές της εργασίες, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί στα αντίστοιχα πρακτικά. Επιμελήθηκε εκδόσεις βιβλίων, αρθρογράφησε συστηματικά στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ πραγματοποίησε πλήθος διαλέξεων και ομιλιών.
Η εργασία αυτή απέσπασε την επιδοκιμασία συντοπιτών και ομοτέχνων: βραβεύτηκε σε Νομαρχιακό Διαγωνισμό με το «Βραβείον Τριών Ιεραρχών» και «ειδικόν χρυσούν σταυρόν» από το Γυμνάσιο Αρρένων Καβάλας για τη μελέτη της στο «Πρόσεχε σεαυτώ» του Μ. Βασιλείου, το 1959, καθώς και με το Α΄ Βραβείο σε Πανελλήνιο Λαογραφικό Διαγωνισμό από την Εστία Ν. Σμύρνης για την εργασία της «Φανάρι Σηλυβρίας – Ραιδεστού», το 1984. Επίσης, για την προσφορά της στην καταγραφή της ιστορίας της Καβάλας και της περιοχής της, καθώς και στα πολιτιστικά δρώμενα τιμήθηκε από τοπικούς φορείς και συλλόγους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τιμητικές διακρίσεις που της απονεμήθηκαν από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών Καβάλας, την Θρακική Εστία Καβάλας, το Λύκειο των Ελληνίδων, το Φιλανθρωπικό Σωματείο Κυριών Καβάλας «Άγιος Νέστωρ», τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ελευθερούπολης, τον Δήμο Καβάλας και την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Θα συνεχίσουμε όμως και στο επόμενο άρθρο μας.