Γράφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης 

Ο άγιος Ανδρέας, αρχιεπίσκοπος Κρήτης (δεύτερο ήμισυ 7ου αι.-740) διακρινόταν για τη μόρφωσή του αλλά και για το λογοτεχνικό του χάρισμα. Αφησε στην Εκκλησία πολλά δογματικά συγγράμματα και ομιλίες, κυρίως όμως «αρμονικά μελωδήματα» (Θεοφάνης), τα οποία τον ενέταξαν στους σπουδαίους υμνογράφους της Εκκλησίας, «καθώς προκαλεί ευχαρίστηση στις καρδιές με την υμνολόγηση της Αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου». Το λαμπρότερο όμως πόνημά του με το οποίο κατανύσσει τις καρδιές των ορθοδόξων πιστών κάθε χρόνο οδηγώντας τους σε μετάνοια είναι ο Μέγας Κανόνας του, ο οποίος ψαλλόμενος την πέμπτη εβδομάδα των νηστειών της Αγίας Σαρακοστής, αποτελεί μία σύνοψη όλης της Θείας οικονομίας, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Κατά τον υμνογράφο του Θεοφάνη, το έργο αυτό σφραγίζει τον άγιο, γι’ αυτό στο συναξάρι του (4 Ιουλίου) σημειώνει: «Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο Μέγας Κανών».

Από το εκτενές αυτό έργο (250 περίπου τροπάρια), που θα ήταν καλό να αποτελεί εντρύφημα των χριστιανών συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια του έτους, επιλέγουμε ένα τροπάριο (από την γ΄ ωδή σε νεοελληνική απόδοση) που νομίζουμε ότι έχει ξεχωριστή σημασία και για την εποχή μας, την τόσο αλλοπρόσαλλη και παράδοξη, καθώς πορεύεται δυστυχώς εκεί που συναντά το «τίποτε» ως απουσία νοήματος ζωής. Και δικαιολογημένα: πορευόμαστε οι άνθρωποι κατά το θέλημά μας και όχι κατά το θέλημα του Θεού.

«Ακουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. (Λοιπόν) να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του».

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος ως πρότυπο, προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Τον Αβραάμ που η Αγία Γραφή συχνά (με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή: πρβλ. 4, 11εξ.) τον θεωρεί ως το κατεξοχήν υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του τον καλούσε να κάνει πράγματα πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση.

Στον υπόψη ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του· να φύγει και να γίνει μετανάστης, όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή την οποία εμπιστεύεται ως Θεού φωνή και η οποία τελικώς δεν τον απογοητεύει. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του (αλλά και τη δική μας) ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει χριστιανός;

Η απάντηση είναι απλή αλλά και δύσκολη. Απλή, γιατί ο χριστιανός, εν αντιθέσει όπως είπαμε προς ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζει, καλείται ανά πάσα στιγμή στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και αμαρτωλό και θεμελιωμένο στα ψεκτά πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, πάνω στις εντολές του Χριστού, σε κοινωνία δηλαδή με τον Ιδιο που είναι «η Οδός»!

Δύσκολη, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη και στον εγωισμό του – ακόμη και για τον βαπτισμένο πιστό που έχει λάβει τη δύναμη και τη χάρη απεμπλοκής από τα πάθη – είναι συχνά τόσο μεγάλη, ώστε πρέπει όντως να καταβάλει σκληρή προσπάθεια για να στραφεί προς τον Θεό και να ξεκινήσει τη σωτήρια και απαραίτητη «μετανάστευση». Κι εδώ έγκειται βεβαίως η πνευματική άσκηση και ο αγώνας κάθε χριστιανού, γεγονός που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από κάθε άλλον συνάνθρωπό του.