Στην προηγούμενη ενότητα θίξαμε το θέμα της “αποστολικότητας” του θρόνου της ΚΠόλεως, τόσο από τον Άγιο Ανδρέα, όσο και από τον Άγ. Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Η παράλληλη ανάπτυξη των δύο αυτών παραδόσεων δεν είναι άσχετη και προς τις βαθύτερες πνευματικές σχέσεις των δύο Αποστόλων. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο Άγ. Ανδρέας παρουσιάζεται ως πρωτοστάτης στο θαύμα για τον χορτασμό των χιλιάδων προσώπων (6, 1 κ.εξ.). Επίσης αναλαμβάνει με τον Φίλιππο να παρουσιάσει τους Έλληνες στον Ιησού (12, 22 κ.εξ.). Ο κύκλος των μαθητών του Αγ. Ιωάννη τιμούν το πρόσωπο και το κήρυγμα του πρωτοκλήτου.1
Σύμφωνα με μια παράδοση του 2ου αι. (απόσπασμα του Μουρατόρειου Κανόνα), ο Απόστολος Ανδρέας είχε αποκαλύψει στον Άγ. Ιωάννη και τους μαθητές του ποιό έπρεπε να είναι το περιεχόμενο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Έτσι, ενώ με την Ιωάννεια παράδοση προβαλλόταν ο Απόστολος Ανδρέας, με την περί του Απ. Ανδρέα παράδοση αναδεικνυόταν έμμεσα και η Ιωάννεια αποστολικότητα του θρόνου της ΚΠόλεως.2 Πάντως στην Ανατολή η αρχή της αποστολικότητας του θρόνου δεν απέκτησε τη σπουδαιότητα, η οποία της είχε αποδοθεί στην Δύση.
Ο Οικουμενικός θρόνος
Ο τίτλος “Οικουμενικός” συνδυάστηκε αφ᾽ ενός με τη διαμάχη της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης ως προς την ισότιμη συμμετοχή τους στην τιμή του “πρώτου θρόνου”, αφ᾽ ετέρου ως προς την διαμόρφωση της αποστολικότητας του θρόνου της Νέας Ρώμης.
Ήδη το 518 μ.Χ. κληρικοί και μοναχοί της Αντιόχειας προσφώνησαν τον μεν πάπα Ορμίσδα (514-523) ως “Sanctissimo et beatissimo universae orbis terrae patriarche”, τον δε Αρχιεπίσκοπο Ν. Ρώμης Ιωάννη Β´ (518-520) ως “Οικουμενικόν Πατριάρχην”. Ο τίτλος αυτός αποδόθηκε και στους επόμενους τρεις (3) Πατριάρχες στη μεγάλη Ενδημούσα3 Σύνοδο της ΚΠόλεως στην οποία παρέστη και ο Πάπας Αγαπητός, όπως και εκπρόσωποι των θρόνων της Αλεξάνδρείας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, χωρίς να διατυπωθεί οποιαδήποτε ένσταση.
Ο τίτλος “Οικουμενικός Πατριάρχης” αποδόθηκε στον Αρχιεπίσκοπο ΚΠόλεως από τον Ιουστινιανό Α´ (527-565) σε πολλές “Νεαρές”. Στην εκκλησιαστική συνείδηση της Ανατολής καθιερώθηκε αυτός ο τίτλος για τον Πατριάρχη ΚΠόλεως χωρίς αποχρώσεις υπερηφάνειας ή φιλοδοξίας. Όμως στη Δύση υπήρχε ο κίνδυνος παρανοήσεως, γιατί η Δύση συνέχεε την έννοια της “τιμής” με την έννοια της “εξουσίας”. Για την Ανατολή ο τίτλος “Οικουμενικός” ήταν “πρωτείο” ευθύνης και διακονίας για την ενότητα της Εκκλησίας στην ορθή πίστη και αγάπη. Άλλωστε ο θρόνος της ΚΠόλεως δεν απέρριπτε τον τίτλο αυτόν και για τον θρόνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Ωστόσο η ευρεία ευθύνη του θρόνου της ΚΠόλεως για την ανά την Οικουμένη χριστιανική Εκκλησία γινόταν συνεχώς βαρύτερη μετά την πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους υπό τα πλήγματα των βαρβαρικών φύλων (476).
Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Πατριαρχικός θρόνος της ΚΠόλεως είχε εδραιωθεί επάνω σε δύο μεγάλα Οικουμενικά μεγέθη: τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό (αργότερα Ορθοδοξία). Από το 70 μ.Χ. (καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους) είχε συντελεσθεί η “ελληνοποίηση” της Εκκλησίας, αφού η ελληνική γλώσσα απέβη κύριο όργανο του εκκλησιαστικού κηρύγματος και των ιερών κειμένων σε σημείο που από τότε να είναι αχώριστα μεγέθη Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Μέσα στην άκτιστη χάρη οι πνευματικές ανατάσεις της Ελληνικότητας, που έφθαναν ως τον πόθο της “θεώσεως”, έλαβαν το αληθινό νόημά τους και έγιναν πραγματικότητα στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Ο άγιος Μέγας Κωνσταντίνος αλλάζοντας τη ρωμαϊκή-κρατική ιδέα εξουσίας με την ορθόδοξη πίστη έγινε ο πρώτος “Ρωμηός” αυτοκράτορας και ο ηγέτης του Ορθόδοξου Ελληνισμού.
Ο δε Μέγας Πατριάρχης Φώτιος (9ος αι.), συνεχίζοντας την Πατερική παράδοση (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος κ.ά.), ανέδειξε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως θεματοφύλακα της κλασσικής μας παιδείας. Ο Φώτιος ήταν κατά βάση εκκλησιαστικός Πατέρας και ασκητής, γι᾽ αυτό η στάση του στα κλασσικά γράμματα ήταν καθαρά Πατερική: Όχι στα είδωλα, Όχι στη νοησιαρχική κατάφαση κάποιων ανθρώπινων θεωρητικών αληθειών και συμπεριφορών, αλλά Ναι στην καθολική ένταξη του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού, Ναι στην αγιοπνευματική ένωση με τον Χριστό, Ναι στην κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του Αγ. Πνεύματος, που καταλήγει στη θέωση. Για τον Μ. Φώτιο η Εκκλησία ψάλλει στη μνήμη του: «Φως το τριλαμπές της υπερθέου Τριάδος εν σοι σκηνώσαν, φως σε δεύτερον έδειξεν…».
Ο Άγιος Φώτιος είναι Οικουμενικός Πατέρας και Διδάσκαλος, διότι, παράλληλα με την εκπληκτική αρχαιομάθειά του, μυεί και εισάγει στην εμπειρία της θεώσεως, στην οποία ο ίδιος είχε εισέλθει. Ο Ελληνισμός σώθηκε στην εκκλησιαστική Θεολογία και Λατρεία, με την αδιάκοπη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και παράλληλα η ευχαριστιακή σύναξη δημιουργεί τη δυνατότητα ψυχικής, πνευματικής αλλά και εθνικής συνταυτίσεως. Ο Ναός γίνεται μεταστοιχειωμένη “εκκλησία του Δήμου”, όπως και παράγοντας ανανεώσεως της νέας κοινωνικής ζωής, λειτουργώντας και ως πνευματικό κέντρο του κοινοτικού βίου.4
Το δικαίωμα του Πατριαρχείου ΚΠόλεως να τιτλοφορείται ως “Οικουμενικό” είναι καθαρά ιστορικό, μακριά από φιλοδοξίες και επιφανειακές επιδείξεις εξουσίας.
Μέριμνα για την ενότητα της Εκκλησίας
Η ενότητα της Εκκλησίας στην ορθή πίστη και αγάπη υπήρξε πάντοτε η συστατική λειτουργία της Χριστιανικής Εκκλησίας σύμφωνα με την ευχή του Κυρίου προς τους Αποστόλους: «ίνα πάντες εν ώσιν». Ωστόσο η διατύπωση του περιεχομένου της πίστεως έγινε πολλές φορές η αιτία για θεολογικές διαφωνίες. Η μόνη οδός για την αποκατάσταση της αυθεντικής σχέσεως περιεχομένου και διατυπώσεως της πίστεως υπήρξε η λειτουργία των Οικουμενικών Συνόδων. Ο ρόλος του Οικουμενικού θρόνου του Πατριαρχείου στη σύγκληση αυτών των Συνόδων προσδιόρισε όχι μόνον την “Συνοδική αυτοσυνειδησία” του, αλλά και την ιδιαίτερη ευθύνη του για την επίτευξη της εκκλησιαστικής ενότητας.
Η διαχρονική μέριμνα του Οικουμενικού θρόνου της χειμαζόμενης Ορθόδοξης Εκκλησίας από αιρέσεις (4ο-5ο αι.) και πολέμους εναντίον “όρων” της Δ´ Οικουμ. Συνόδου στη Χαλκηδόνα (Αντιχαλκηδονίους, Κόπτες, Ιακωβίτες, Μονοθελητισμό κ.λπ.), υπήρξε τότε και πάντοτε το χαρακτηριστικό στοιχείο ιστορικής διακονίας του Οικουμ. θρόνου. Η μέριμνα αυτή απέρρεε όχι μόνον από την “κανονική” ευθύνη του “πρώτου θρόνου”, αλλά και από την ακτινοβολία του εκκλησιαστικού του βίου, όπως αυτή εκφραζόταν στη Συνοδική οργάνωση, στη λειτουργία του σώματος της Ιεραρχίας, αλλά και στην καθόλου διοίκηση με πυρήνα τη θεία λατρεία. Ακόμα, η μέριμνα του Οικ. θρόνου εκφραζόταν στην ασκητική ενεργοποίηση των μελών της Εκκλησίας μαζί με την αξιοποίηση των καρπών της πατερικής πνευματικότητας.
Το τεράστιο ιεραποστολικό έργο του Οικουμ. θρόνου, ιδιαίτερα κατά τους 10ο και 11ο αι., ανέδειξε τον δυναμικό χαρακτήρα της πατερικής παράδοσης, η οποία μπορούσε να ανταποκριθεί στις συγκεκριμένες πνευματικές ανάγκες, αφού η όλη εκκλησιαστική παράδοση σαρκωνόταν στην εμπειρία της θείας λατρείας με κορυφαία έκφρασή της τη θεία Λειτουργία και τη θεία Ευχαριστία. Η άρρηκτη σχέση εκκλησιαστικής παράδοσης και λειτουργικής εμπειρίας δεν παρείχε τη δυνατότητα μονοσήμαντης αξιολόγησης της πατερικής θεολογίας και της λειτουργικής εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος.
Η συνείδηση της μεγάλης αυτής ευθύνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενισχύθηκε μετά το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης το 1054, οπότε το κριτήριο της κατοχυρωμένης εκκλησιαστικής παράδοσης προσέλαβε απόλυτο χαρακτήρα, για την ανάπτυξη του καθ᾽ όλου εκκλησιαστικού βίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το Οικουμ. Πατριαρχείο, με τη συνδρομή και των εμπερίστατων Πατριαρχείων της Ανατολής, τόνωσε αυτό το κριτήριο και στις τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες ιδρύθηκαν με την ιεραποστολική του δράση και εντάχθηκαν στην κανονική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας.5
Ως προς την ευκταία ενότητα του θρόνου της Παλαιάς με τον θρόνο της Νέας Ρώμης, η ένωση αυτή παρουσίασε σοβαρές ιστορικές δυσκολίες: Με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου και άλλων Αποστόλων, αρχικά δημιουργήθηκε μία ενιαία Ευρώπη στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου συναντήθηκαν το ρωμαϊκό, το ελληνικό και το χριστιανικό στοιχείο, όταν δημιουργήθηκε η Νέα Ρώμη από τον Μ. Κωνσταντίνο. Το ιδανικό αυτού του νέου, δια του χριστιανικού κηρύγματος, Δυτικού και Ανατολικού κόσμου, δεν είναι πλέον ο «καλός καγαθός», αλλά ο Άγιος, ο «θεραπευμένος εν Χριστώ», κατά χάριν Θεάνθρωπος.
Όμως στη Δυτική Ευρώπη, από τους 5ο έως τον 11ο αιώνα, εισέβαλαν ως κατακτητές βόρεια φύλα (Φράγκοι, Τεύτονες, Γότθοι, Νορμανδοί κ.ά.), τα οποία βαθμιαία αποξένωσαν πολιτιστικά και πνευματικά τον Δυτικό από τον Ανατολικό θρόνο. Ο Καρλομάγνος, ο Φράγκος βασιλέας (768-814), ως ο βασικός συντελεστής της πνευματικής διάστασης της ενιαίας Ρωμανίας, έπεισε τους υποταγμένους στους Φράγκους Ρωμαίους ότι η γνήσια Ρωμανία ήταν το “Παπικό Κράτος”, με κέντρο τη Ρώμη (Res Publica Romana). Η Ανατολική Ρωμανία θεωρήθηκε τότε ως κάτι ξένο και ίσως εχθρικό. Έτσι με την απώλεια της θεολογικής Ορθοδόξου μεθόδου (κάθαρση – φωτισμός – θέωση), χάθηκε στη Δύση η αληθινή νοηματοδότηση της ζωντανής σχέσης Θεού και ανθρώπου. Μακριά από την Πατερική παράδοση ο Θεός άρχισε να εξυπηρετεί βιοτικές ανάγκες και ο άνθρωπος να Τον εξευμενίζει με προσφορές, λατρεία κ.λπ. για να εξασφαλίσει τη θέση του στον Παράδεισο.
Η θρησκευτική διάσπαση θα βρει την κορυφαία έκφρασή της το 1204, μετά την Άλωση της ΚΠόλεως από τους Σταυροφόρους. Τότε ο Πάπας είχε γίνει ο βασιλέας του “Παπικού Κράτους”, εθεωρείτο ως “αντιπρόσωπος” (vicarious) του Χριστού στη γη, συνδυάζοντας τη θρησκευτική ιδιότητά του με έναν κοσμικό χαρακτήρα. Πράγμα που συνιστούσε πλέον παραμόρφωση της χριστιανικής παραδόσεως περί ιεροσύνης και επισκοπικού διακονήματος. Έτσι εξηγείται και το ναυάγιο της τελευταίας προσπάθειας για την Ένωση των δύο Εκκλησιών στο Συνέδριο της Φερράρας στη Φλωρεντία (1438-1439). Στο Συνέδριο αυτό τον “πρώτο λόγο” τον είχε ο “αλάθητος Πάπας” Ευγένιος ο Δ´.
Ωστόσο η προνομιακή θέση του θρόνου της ΚΠόλεως είχε επικυρωθεί από Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων: της Β´ το 381, της Δ´ το 451 και της Πενθέκτης το 692. Οι Πατριάρχες της ΚΠόλεως παρέμειναν στη δική τους σφαίρα επιρροής (Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Ιεροσόλυμα, Σλαυικές Εκκλησίες), χωρίς να επιδικώκουν να θέσουν τη Δυτική Εκκλησία υπό τον έλεγχό τους.
Αντίθετα, οι Πάπες της Ρώμης επιζητούσαν πάντα τη δημιουργία μιας Ενωμένης Εκκλησίας υπό τον έλεγχό τους. Η Βυζαντινή Εκκλησία, σχεδόν πάντα είχε εξάρτηση από τον Αυτοκράτορα. Ενώ η Ρωμαϊκή Εκκλησία, στις αρχές του 8ου αι., αποτίναξε τα δεσμά της από το Βυζάντιο. Οι Πάπες δημιούργησαν μία θέση εξουσίας, η οποία τους επέτρεψε όχι μόνο να αποκλείσουν τους κοσμικούς ηγεμόνες από τα εκκλησιαστικά, αλλά να ασκούν οι Πάπες έλεγχο σ᾽ αυτούς.
Ως προς την Ένωση των δύο Εκκλησιών, ενώ οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες επέμεναν η Ένωση να γίνει στα πλαίσια μιας Οικουμενικής Συνόδου, οι Πάπες δεν δέχονταν να παραστούν σε Οικουμενική Σύνοδο στην Ανατολή. Ίσως δίσταζαν να αντιμετωπίσουν σε θεολογικό διάλογο δεκάδες ή και εκατοντάδες Επισκόπους της Ανατολής, σε θέματα που αφορούσαν το χριστιανικό δόγμα…
Δραματική υπήρξε η τελευταία για Ένωση προσπάθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιωάννη Η´ Παλαιολόγου, συνοδευόμενου από τον Πατριάρχη Ιωσήφ Β´ στη Φερράρα της Φλωρεντίας (1438-1439).
(Συνεχίζεται)
Υποσημειώσεις
- Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία ΙΙΙ, 39, 3-4.
- Β. Φειδά, Η Ιωάννεια αποστολικότητα του θρόνου της ΚΠόλεως, Αθήναι 1989.
- Ενδημούσα Σύνοδος: Η μόνιμη και συνεχής Σύνοδος στον ίδιο τόπο.
- † Πρωτοπρεσβυτέρου (αοιδίμου) Γεωργίου Μεταλληνού, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, εκδ. «Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου», 2000, σσ. 42-51.
- έ.α. σσ. 85 κ.εξ.
