Αρχική » Ατομικά δικαιώματα και εφημεριακός κλήρος

Ατομικά δικαιώματα και εφημεριακός κλήρος

από kivotos

Του Πρωτοπρεσβύτερου Βασιλείου Χ. Τρομπούκη, δρ Νομικής, διδάσκοντα στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών

 

Τα ατομικά δικαιώματα του εφημεριακού κλήρου στην Ελλάδα έχουν πληγεί κατ’ επανάληψη, κυρίως από πρακτικές και αποφάσεις της διοικούσας Εκκλησίας και όχι από τους Ιερούς Κανόνες. Συχνά μάλιστα πλήττονται και από αυτούς τους νόμους του κράτους, που εκδίδονται για τη ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν στην Εκκλησία, κατ’ επιταγήν, τρόπον τινά, της Ιεράς Συνόδου.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων του εφημεριακού κλήρου, στο πρόσφατο παρελθόν και στο παρόν, είναι:

  • Η απαίτηση άδειας του οικείου επισκόπου, ως της προϊσταμένης του εκκλησιαστικής Αρχής, για την παραδεκτή έγερση αγωγής ή την υποβολή μηνύσεως (άρθρο 60 § 4 του Ν. 671/1943), που ίσχυσε μέχρι την έκδοση του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη (σημειωτέον ότι η απαγόρευση δεν ίσχυε για τους Αρχιερείς, οι οποίοι είχαν πάντοτε τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας χωρίς την αντίστοιχη άδεια της Ιεράς Συνόδου ως προϊσταμένης τους εκκλησιαστικής Αρχής)∙
  • Η ανάγκη εκδόσεως αδείας επίσης του οικείου επισκόπου για την έκδοση διαβατηρίου και τον έλεγχο διελεύσεως των συνόρων από εφημερίους (άρθρο 56 § 2 Κατ. Χάρτη), που κρίθηκε νομολογιακώς ως αντισυνταγματική, διότι καταπατά τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 5 § 3 Συντ.)
  • Η έμμεση εξάρτηση από την ανέλεγκτη κρίση του επισκόπου της δυνατότητας εφημερίου να σπουδάσει σε πανεπιστημιακή σχολή (πέραν της Θεολογικής, που προβλέπει το άρθρο 37 § 9 Κ.Χ.), αφού δεν προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα χορηγήσεως άλλης φοιτητικής άδειας.
  • Η επίσης ανέλεγκτη δυνατότητα άρνησης του επισκόπου να χορηγήσει κανονικό απολυτήριο σε εφημέριο που επιθυμεί να μετατεθεί σε άλλη εκκλησιαστική περιφέρεια για σοβαρούς προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους.
  • Η υποχρέωση αναγραφής του τόπου προορισμού επί της αιτήσεως κανονικής άδειας του εφημερίου.
  • Η επιβολή ποινών σε εφημερίους χωρίς να έχει προηγηθεί η εκ του άρθρου 20 § 2 Σ. επιβαλλόμενη κλήση σε ακρόαση (ρεκόρ ακυρώσεως αποφάσεων Μητροπολιτών από το Συμβούλιο της Επικρατείας για παράβαση του ουσιώδους αυτού τύπου) και άλλα.

Προσφάτως, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με εγκύκλιό της, με θέμα: «Λειτουργία ιστοσελίδων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων και εκ μέρους κληρικών και μοναχών», επιχείρησε να θέσει όρια στη χρήση της διαδικτυακής πληροφόρησης και κοινωνικής δικτύωσης, μεταξύ άλλων και των εφημερίων. Αναγνωρίζονται, τύποις, στο κείμενο της εγκυκλίου τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα: α) της ελευθερίας του λόγου, ως στοιχείου της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5 Σ.), β) το δικαίωμα πληροφόρησης, που μπορεί να περιοριστεί μόνο διά νόμου και για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων και γ) της συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας (άρθρο 5Α Σ.), που εξειδικεύεται σε υποχρέωση του κράτους να διευκολύνει τους πολίτες να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες οι οποίες διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και να παράγουν, να ανταλλάσσουν και να διαδίδουν αυτές.

Γίνεται μάλιστα αναφορά και στο άρθρο 14 Σ., οι παράγραφοι 1 και 2 του οποίου θεμελιώνουν το δικαίωμα ο καθένας να μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους, και διακηρύσσουν απερίφραστα την ελευθερία του Τύπου, απαγορεύοντας τη λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο.

Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι όλοι οι κληρικοί, όταν αποδέχθηκαν την ιερατική τους κλήση, αποποιήθηκαν εν γνώσει τους τα ατομικά τους δικαιώματα

Στη συνέχεια, όμως, κατά την εγκύκλιο, όλα τα ανωτέρω ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, σε ό,τι αφορά και τους εφημερίους, συστέλλονται, στο όνομα της αυτοπροαίρετης προσέλευσής τους στον ιερό κλήρο, η οποία κατ’ επέκταση συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αποδοχή υπ’ αυτών της «ειδικής κυριαρχικής σχέσεως» εκάστου εφημερίου με τον τοπικό του επίσκοπο, στον οποίο και αναθέτει η Ιερά Σύνοδος –ως περιεχόμενο της ποιμαντικής του ευθύνης– την παρακολούθηση της εφαρμογής των όρων της εγκυκλίου και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, αφήνοντας στην κρίση τού κάθε επισκόπου την επιλογή των μέτρων αυτών.

Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι όλοι οι κληρικοί, όταν αποδέχθηκαν την ιερατική τους κλήση, αποποιήθηκαν εν γνώσει τους τα ατομικά τους δικαιώματα και ότι όλοι οι επίσκοποι, όταν καλλιεργούν τις ιερατικές κλίσεις και προτρέπουν νέους ανθρώπους να γίνουν κληρικοί, επιθυμούν να τους υποτάξουν σε μια σχέση κυριαρχίας, επιβολής της εξουσίας τους σε αυτούς.

Ο λόγος περιορισμού της ελευθερίας στην έκφραση μέσω του Διαδικτύου, που αναμφισβήτητα αποτελεί προληπτικό μέτρο κατά του τύπου και απαγορεύεται από το άρθρο 14 § 2 Σ., είναι η αποφυγή διχαστικού, προπαγανδιστικού, παραταξιακού, εμπαθούς κ.λπ. λόγου. Θα μπορούσε ωστόσο, σε περίπτωση που κάποιος κληρικός εκφραζόταν με τέτοιο τρόπο, να επιπληχθεί ή ακόμη και να παραπεμφθεί στα αρμόδια ποινικά ή εκκλησιαστικά δικαστήρια.

 

Ο “δεσποτισμός” που πληγώνει

Έχω την αίσθηση ότι σε αυτή τη θέση, περί «κυριαρχικής σχέσεως του επισκόπου», ερείδονται όλα τα πλήγματα της Εκκλησίας επί των ατομικών δικαιωμάτων του εφημεριακού της κλήρου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που τα ατομικά δικαιώματα περιορίζονταν με νόμο της Πολιτείας, συνήθως υποκρυπτόταν ενέργεια της Ιεράς Συνόδου και, σε κάθε περίπτωση, η αδιαφορία της για την αποκατάστασή τους. Όσο και αν ανατρέξουμε στους Κανόνες της Εκκλησίας, η σχέση αυτή, ως σχέση δεσποτισμού, δεν προκύπτει. Θα λέγαμε μάλιστα ότι αλλοιώνει τη διδασκαλία για τη σχέση επισκόπου και πρεσβυτέρου, η οποία πρέπει να στηρίζεται στην αγάπη. Όπως ο Μέγας Αρχιερεύς, ο Ιησούς Χριστός, είναι πατήρ των Αγίων Αποστόλων και όλων μας, έτσι και ο εις τύπον και τόπον Χριστού επίσκοπος είναι πατήρ των εις τύπον των Αγίων Αποστόλων πρεσβυτέρων και όλων μας. Η πατρική σχέση δεν αφήνει περιθώρια στον καταναγκασμό, στον δεσποτισμό, στην κυριαρχία.

Το σωτηριολογικό μήνυμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει τη βάση του στην αυτοπροαίρετη υποταγή του ιδίου θελήματος στο θέλημα του Χριστού. Η υποταγή αυτή, όμως, δεν αποτελεί νομική σύμβαση που γίνεται άπαξ και δεσμεύει εσαεί. Όπως το βάπτισμα θέτει τη βάση της σωτηρίας, καθιστώντας τον βαπτιζόμενο μέλος της Εκκλησίας, απαιτείται όμως για την επίτευξή της η διαρκής, αυτοπροαίρετη παραμονή στους κόλπους της Εκκλησίας και η τήρηση των παραδεδομένων της πίστεως, έτσι κι ο επίσκοπος απαιτείται να ανανεώνει καθημερινά τη σχέση του με τον πρεσβύτερο, εις τρόπον ώστε αυτός με τη σειρά του να αισθάνεται ως πατρική και όχι ως κυριαρχική τη σχέση μαζί του.

Σε μια εποχή που οι θεσμοί αμφισβητούνται, είναι πραγματικά λυπηρό η Εκκλησία να αποποιείται τη διαχρονικότητα του πνεύματος της ελευθερίας και να υιοθετεί κοσμικές πρακτικές άλλων εποχών, όπως αυτή του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου των κληρικών της

Κι αν ακόμη δεχθούμε ότι, εκ του εσωτερικού δικαίου της Εκκλησίας, ο εφημέριος τελεί σε κυριαρχική σχέση με τον επίσκοπό του και στο όνομα αυτής της σχέσεως είναι θεμιτός ο περιορισμός των ατομικών του δικαιωμάτων, η άποψη αυτή προσκρούει στο ότι ο περιορισμός αυτός στους εγγάμους κληρικούς έχει άμεση συνέπεια και στις οικογένειές τους, τα μέλη των οποίων δεν τελούν σε ειδική κυριαρχική σχέση με τον επίσκοπο.

Είναι αναγκαίο να επαναπροσδιοριστούν οι σχέσεις επισκόπου και πρεσβυτέρου. Δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι οι πρεσβύτεροι επιλέγονται και χειροτονούνται από τους επισκόπους, οι οποίοι φέρουν στο ακέραιο την ευθύνη των επιλογών τους. Πράγματι, «το προλαμβάνειν κρείττον του θεραπεύειν», η πρόληψη όμως πρέπει να αφορά στην επιλογή των πρεσβυτέρων και όχι στον απαράδεκτο περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, προς αποφυγή υποτιθέμενης παρεκτροπής τους, τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι οι επίσκοποι εκφεύγουν των περιορισμών αυτών. Εξάλλου, οι κανόνες της Εκκλησίας μας έχουν προβλέψει τις περιπτώσεις παρεκτροπής και έχουν αποδώσει στους επισκόπους την αναγκαία δικαιοδοτική εξουσία.

Σε μια εποχή που οι θεσμοί αμφισβητούνται, είναι πραγματικά λυπηρό η Εκκλησία να αποποιείται τη διαχρονικότητα του πνεύματος της ελευθερίας και να υιοθετεί κοσμικές πρακτικές άλλων εποχών, όπως αυτή του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου των κληρικών της. Πρέπει επιτέλους να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα κάνουν τους πρεσβυτέρους να βιώσουν εκ νέου τη σχέση τους με τον επίσκοπο ως πατρική και να μη βλέπουν ως φιλόστοργο καταφύγιο το Συμβούλιο της Επικρατείας για την υπεράσπιση των αυτονόητων ατομικών τους δικαιωμάτων.

 

 

* Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται, με την άδεια του εκδότη, από το τεύχος 2/2015 της Επιθεωρήσεως Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «Νομοκανονικά», και είναι αφιερωμένο στη σχέση των κανόνων της Εκκλησίας και των νόμων της Πολιτείας.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ