Για πρώτη φορά η Εκκλησία της Ελλάδος επιχειρεί να αναδείξει όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν τη Γενοκτονία των Ποντίων. Το ξεχωριστό βιβλίο του Θεοδόσιου Κυριακίδη, που εκδόθηκε από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τίτλο: «Συμβολή στην Έρευνα της Γενοκτονίας του Ελληνορθόδοξου Πληθυσμού και της Αντιχριστιανικής Πολιτικής στον Πόντο, μέσα από τις αρχειακές συλλογές του Βατικανού και ιεραποστολικών ταγμάτων», είναι από τις σημαντικότερες προσπάθειες που έχουν γίνει, αφού, εκτός των άλλων, στηρίζεται στα αρχεία του Βατικανού.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και των υπολοίπων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, αποτελεί μια όχι ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση γενοκτονίας για την επιστημονική κοινότητα (…) Η μεγάλη αυτή τραγωδία που βίωσαν οι Έλληνες αποτυπώθηκε αρχικά σε διηγήματα, βιογραφίες, ημερολογιακές αφηγήσεις, οικογενειακές ιστορίες. Πολύ αργότερα απασχόλησε ορισμένους μελετητές».
Μεταξύ των ερευνητών ήταν ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής Ιστορίας στα Πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Γερμανίας, τη δεκαετία του ’60. Την έρευνα, σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Ενεπεκίδη, προσπάθησαν να εμποδίσουν τότε οι Έλληνες πολιτικοί Ευάγγελος Αβέρωφ και Παναγιώτης Πιπινέλης.
Πλέον, όπως γράφει ο κ. Κυριακίδης, είναι ευρέως γνωστό και παραδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ότι κατά τα τελευταία έτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελέστηκε μια σειρά από εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, τα οποία είχαν ως στόχο την ολοκληρωτική εξάλειψή τους από τα εδάφη τους: «…Με άλλα λόγια, οι εθνότητες που ζούσαν στην επικράτειά του είτε θα μεταστρέφονταν είτε θα εκτοπίζονταν ή, τέλος, θα εξολοθρεύονταν. Το σχέδιο λοιπόν της ομογενοποίησης δεν αφορούσε μόνο την εξολόθρευση των Αρμενίων ή μόνο την εξολόθρευση των Ελλήνων, αλλά όλων των χριστιανικών πληθυσμών και όχι μόνο, αφού εξολοθρεύθηκαν και μουσουλμανικά, μη τουρκικά έθνη».
Η στάση των Ελλήνων
Αναφορικά με το γεγονός της ποντιακής γενοκτονίας, η ελληνική πλευρά, σε αντίθεση με τους Αρμένιους, δεν αντέδρασε δυναμικά: «…Η επιλογή της Ελλάδας να μην κάνει λόγο για γενοκτονία, σε αντίθεση με τους Αρμένιους, που επέμεναν στον όρο και δεν δέχονταν τον υποβιβασμό των γεγονότων με γενικές ονομασίες, όπως “τραγωδία”, “καταστροφή” κ.λπ., οφείλεται στις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες που υπογράφτηκαν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας το 1923 και το 1930, καθώς και στην ειλικρινή διάθεση της Ελλάδος να αποφύγει κάθε εμπλοκή στις σχέσεις τους. Μόνο κατά τη δεκαετία του ’90 μη κυβερνητικές οργανώσεις Ποντίων, μέλη των οποίων ήταν απόγονοι θυμάτων, αγωνίστηκαν για την αναγνώριση της γενοκτονίας».
Η έρευνα αυτή της έκδοσης της Αποστολικής Διακονίας περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία εκείνα που προέρχονται από τα μυστικά αρχεία του Βατικανού. Όπως επισημαίνεται, «αποτελεί μια εξειδικευμένη μελέτη της καταστροφής των χριστιανικών κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τη βίωσαν οι καθολικοί ιεραπόστολοι που δρούσαν στην επικράτειά της, καθώς και οι δελεγάτοι και επιτετραμμένοι του Πάπα, οι οποίοι πληροφορούσαν ανελλιπώς για την κατάσταση των Χριστιανών τόσο την προπαγάνδα όσο και τη Γραμματεία του κράτους του Βατικανού».
Η γενοκτονία
Στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο p. Lorenzo, προϊστάμενος της ιεραποστολής στην Τραπεζούντα, σημειώνει: «Ο διοικητής της πόλης ανακοίνωσε οδηγίες για την τύχη των Ελλήνων, οι οποίες, όπως σημειώνει, έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αυτές, έπρεπε όλοι οι Έλληνες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά, να εξοριστούν στο εσωτερικό. Ασφαλώς, εξορία στο εσωτερικό σημαίνει αργός θάνατος». Στην ερώτηση του Μητροπολίτη Χρύσανθου τι φοβόταν η κυβέρνηση από τις γυναίκες και τα παιδιά, ο κυβερνήτης τού απάντησε ότι είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις διαταγές που του στέλνουν από την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ άλλων, σε αυτές γινόταν λόγος για τις χειρωνακτικές εργασίες. Και σε αυτό το σημείο ο Χρύσανθος διαμαρτυρήθηκε, προσπαθώντας να προστατεύσει το ποίμνιό του σημειώνοντας πως δεν ήταν όλοι οι Έλληνες κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες.
Από την άλλη μεριά, τουρκικές ομάδες ατάκτων είχαν μαζευτεί στα χωριά γύρω από την Τραπεζούντα καίγοντας, σκοτώνοντας, καταστρέφοντας και πραγματοποιώντας μικρές επιδρομές και λεηλασίες, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Η συγκέντρωση των ομάδων αυτών γύρω από την Τραπεζούντα προκάλεσε τον τρόμο στους ελληνικούς πληθυσμούς, πολλοί από τους οποίους έφυγαν προς το Βατούμ, ακολουθώντας την υποχώρηση του ρωσικού στρατού…
Η κατάσταση για τους Έλληνες χειροτέρεψε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Η αποβίβαση τελικά του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου σηματοδότησε την τελευταία βίαιη φάση της εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου του Πόντου. Ο αποστολικός επιτετραμμένος στην Κωνσταντινούπολη, mons Dolci, έγραφε στις 2 Οκτωβρίου του 1919 ότι δεν επιθυμούσε να απομακρυνθεί από την έδρα του εξαιτίας της ανώμαλης κατάστασης που επικρατούσε στην Ανατολή. Ήθελε και με τον τρόπο αυτό να εξασφαλίσει την ασφάλεια των Χριστιανών. Όπως σημείωνε, η Ανατολή βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του Μουσταφά Κεμάλ πασά, ο οποίος συγκέντρωσε υπό τις διαταγές του έναν δυνατό στρατό και ανεξαρτητοποιήθηκε από την κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. Έγραφε ότι είχε επικρατήσει πανικός στους Χριστιανούς της Ανατολής, ο ίδιος όμως πίστευε ότι ήταν υπερβολική αυτή η ανησυχία, διότι θεωρούσε ότι ο Κεμάλ δεν θα ήθελε να προκαλέσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη επαναλαμβάνοντας σφαγές Χριστιανών, η οποία θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στην τουρκική αυτοκρατορία.
Ο p. Cirillo (ένας εκ των ιεραποστόλων) έγραφε πως τον Δεκέμβριο του 1920 ξεκίνησαν οι θλίψεις για τον Χριστιανισμό του Πόντου. Μεταξύ άλλων, εξορίστηκαν στο Βατούμ και δεκατρείς καθολικοί Έλληνες, τους οποίους στάθηκε αδύνατο να σώσουν. Φρόντισαν όμως με τη βοήθεια του προτεστάντη πάστορα και της Near East Relief να τους εφοδιάσουν με τα απαραίτητα χρήματα, ρούχα και φάρμακα… Οι άντρες άνω των 16 χρόνων εξορίστηκαν και πολλοί πέθαναν από την πείνα και την εξάντληση. Σε εκείνες τις στιγμές του πανικού η Καθολική Εκκλησία δέχτηκε αρκετές φορές τους φοβισμένους Έλληνες στο μοναστήρι, προσπαθώντας να τους διασώσει. Η δικαιολογία που διατύπωναν οι κεμαλικές Αρχές για τους διωγμούς και την εξολόθρευση των Ελλήνων Ποντίων ήταν η προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Ο mons Dolci προώθησε στον καρδινάλιο Van Rossoum μια εγκύκλιο επιστολή, την οποία είχε στείλει ο υπουργός Εξωτερικών, Yusuf Kemal, στους διπλωματικούς αντιπροσώπους των ξένων δυνάμεων. Σε αυτή, ο Kemal κατηγορούσε τον ελληνικό στρατό για σφαγές άμαχου πληθυσμού και επιπλέον έγραφε για την περίφημη οργάνωση «Πόντος», η οποία ανέφερε πως επιθυμούσε, όπως και στη Σμύρνη, να εξουσιάζει την πολυπληθέστερη μουσουλμανική κοινότητα, ιδρύοντας ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Πρόσθετε ακόμη ότι οι ομάδες της συγκεκριμένης οργάνωσης έσφαζαν τον πληθυσμό στα μουσουλμανικά χωριά. Όπως υποστήριζε, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ορίστηκε η μετακίνηση όλου του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, ενώ θεωρούσε τους Έλληνες και τις μυστικές τους οργανώσεις υπεύθυνους για τα αντίποινα του τουρκικού πληθυσμού εναντίον των Ελλήνων.
Σε εκείνες τις στιγμές του πανικού η Καθολική Εκκλησία δέχτηκε αρκετές φορές τους φοβισμένους Έλληνες στο μοναστήρι, προσπαθώντας να τους διασώσει
Και ενώ ο Kemal αναζητούσε άλλοθι για τις σφαγές, η κατάσταση, όπως αναφέρει ο Θεοδόσης Κυριακίδης, «είχε εκτροχιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που οι φόβοι για γενική σφαγή είχαν αρχίσει να επιβεβαιώνονται. Προσπαθώντας να διασώσει τους Χριστιανούς για τους οποίους πληροφορούνταν ότι σφαγιάζονται, ο ίδιος ο Πάπας Βενέδικτος, διά μέσου του γραμματέα του κράτους, καρδινάλιου Gasparri, τον Μάρτιο του 1921 απηύθυνε έκκληση προς τον Μουσταφά Κεμάλ να δώσει το γρηγορότερο δυνατό αυστηρές διαταγές για να εξασφαλιστεί ο σεβασμός της ζωής και των αγαθών των Χριστιανών του Καυκάσου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας, σχετικά με την τύχη των οποίων λάμβαναν από διάφορες πλευρές επώδυνες ειδήσεις»…