Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Την αυτοψία μας στο ελληνικό «τοπίο» πρέπει να την ξεκινήσουμε από την αφετηρία του Νέου Ελληνικού Κράτους, που ιδρύθηκε αμέσως μετά την Εθνεγερσία πριν από 200 περίπου χρόνια, διότι έχει να μας διδάξει πολλά για την εικόνα του σημερινού «καιρού» που επικρατεί στην Ελλάδα. Ηταν «ηλιόλουστες» οι μέρες την Ανοιξη του Εικοσιένα, όταν οι προπάτορές μας αποφάσισαν να πάρουν τα άρματα για να σπάσουν τα δεσμά της μακραίωνης δουλείας, που τους είχαν χαλκεύσει οι Οθωμανοί από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453, καθώς κούρσεψαν τότε τη Βασιλεύουσα Πόλη. Ο αστραφτερός ήλιος της Ελλάδας αντανακλούσε στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της Εθνεγερσίας και τα έκανε πιο λαμπερά, διότι η λιακάδα του καιρού ήταν «αγκαλιασμένη» με τη «λιακάδα» της ψυχής τους που τους καθοδηγούσε στο μεγάλο όραμα της ελευθερίας. Δεν κράτησε όμως πολύ αυτή η «λιακάδα», διότι λίγο μετά τον ξεσηκωμό ο εθνικός διχασμός κάλυψε με πυκνή «ομίχλη» το «τοπίο» της μπαρουτοκαπνισμένης Ελλάδας. Σκοτείνιασαν έτσι ξαφνικά όλα, όπως γίνεται συνήθως με κάθε «ομίχλη». «Χλώμιασαν» τα οράματα και τα πρόσωπα των αγωνιστών έγιναν τώρα σκυθρωπά, διότι δεν τα «φώτιζε» πια ούτε η εξωτερική ούτε η εσωτερική «λιακάδα». Μέσα στις συνθήκες της «ομίχλης» πολλοί έχασαν τον δρόμο τους. Αλλοι έπεσαν στον «γκρεμό» και αφανίστηκαν άδικα, ενώ κάποιοι ολιγόψυχοι γύρισαν πίσω και ξαναπροσκύνησαν τον Σουλτάνο. Τελικά την Ελλάδα εκείνες τις δύσκολες ώρες την κράτησαν στα χέρια τους οι λίγοι. Οι γενναίοι που πάλεψαν μέσα στη σκοτεινιά της «ομίχλης» και κατάφεραν με πολλά δάκρυα και με πολύ αίμα να την οδηγήσουν στο «ξέφωτο» της ελευθερίας που αποζητούσε. Με την ουσιαστική βέβαια συμβολή των Συμμαχικών Δυνάμεων στο Ναυαρίνο το 1827 – ας μην το λησμονούμε αυτό – που σηματοδοτεί την επίσημη ανακήρυξη της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας.
Εκτοτε πορεύθηκε ο Ελληνισμός σε έναν «δρόμο» ανηφορικό με στόχο να φτάσει στην «κορυφή»: να ξαναπάρει δηλ. πίσω όσα εδάφη του είχε στερήσει ο κατακτητής. Στην «ανάβασή» του ο Ελληνικός Λαός, δίπλα στις αντιξοότητες του αγώνα, είχε μόνιμο σύντροφό του τη φτώχια και την πείνα. Αν και έζησε με πολλές στερήσεις, γνώρισε ωστόσο αρκετές χρεωκοπίες στη «διαδρομή» του, χωρίς βέβαια να του λείψουν ποτέ οι περιορισμένης διάρκειας και έντασης «ομίχλες» που δυσχέραιναν πάντα την «πορεία» του. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε ο Ελληνισμός να ελευθερώσει βαθμιαία πολλές πατρίδες σκλαβωμένες στους Οθωμανούς. Η Θεσσαλία με τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης το 1881 υπό την πίεση των Συμμάχων μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878, η Ηπειρος και η Μακεδονία με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και η Θράκη με την κατάληψή της από τον Ελληνικό Στρατό στις 14 Μαΐου 1920 ξανάγιναν σιγά-σιγά μέλη του Εθνικού Κορμού, που ολοένα μεγάλωνε συνεχώς. Ηταν η Ελλάδα της φτώχιας που μεγαλουργούσε στην ανέχειά της, διότι αντλούσε δύναμη από τον εσωτερικό «πλούτο» που κουβαλούσε μέσα της: Την αστείρευτη «πηγή» των παραδοσιακών αξιών της, που δεν ήθελε να τις «ξεφτίσει» από τα «υφαντά» της, διότι γνώριζε ποια είναι η τύχη τους, εάν αφαιρέσεις τα «υφάδια» ακόμη και από τις «κουρελούδες». Ολες αυτές οι αξίες ήσαν συνυφασμένες στον «αργαλειό», που τον συντρόφευαν στην κατασκευή των «υφαντών» του οι χαρούμενες φωνές των πολλών παιδιών στις ασβεστωμένες αυλές των σπιτιών, το μόνιμο φως της καντήλας στο εικονοστάσι και ο ήχος της καμπάνας. Ηταν αυτός που σε ένωνε νοερά με τον Θεό, καθώς σε έκανε στο άκουσμά του να σταυροκοπηθείς και να ετοιμαστείς, για να πας στον εσπερινό και να ακούσεις το «Φως Ιλαρόν» ή να μεταβείς το πρωί στη Θεία Λειτουργία, για να δοξολογήσεις και να προσευχηθείς στον «εν Υψίστοις Θεό» και στο τέλος να γυρίσεις γεμάτος αγαλλίαση στο σπιτικό σου έχοντας μεταλάβει στην Εκκλησία το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ετσι ανέβαινε σιγά-σιγά η Ελλάδα.
Ωσπου μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα που έγινε «λίκνο» και «τροφός» του σύγχρονου πολιτισμού, βρέθηκε στην από δω μεριά μαζί με τους νικητές του Πολέμου. Και παρακάθησε δίπλα τους στο συμμαχικό τραπέζι της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων του 1919 παρακολουθώντας τις διαπραγματεύσεις νικητών και ηττημένων, που θα διαμόρφωναν το περιεχόμενο της Συνθήκης των Σεβρών του 1920. Περιμένοντας η Ελλάδα την υλοποίηση του αποφασισθέντος διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διεκδίκησε και πήρε με συμμαχική εντολή, που τη στήριξαν μόνον οι Αγγλοι και οι Γάλλοι, το «μερίδιο» που της ανήκε στη Μικρά Ασία. Γνώρισε έτσι τη μεγαλύτερη πρόκληση της σύγχρονης ιστορίας της. Εχοντας λοιπόν ως κατευόδιο τη σχετική «εντολή» που της έδωσαν οι Σύμμαχοι, ξεκίνησε η Μητέρα Πατρίδα να μεταβεί στην απέναντι «όχθη». Στη Μικρά Ασία». Και να επανεντάξει στους κόλπους της τα εδάφη του πιο βασανισμένου τέκνου της: της πανάρχαιας Ιωνίας. Ηταν και πάλι τότε «λιακάδα», όπως εκείνη την Ανοιξη του Εικοσιένα, όταν αποβιβάστηκε ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919. Και η ατμόσφαιρα ήταν κι αυτή αναστάσιμη, καθώς χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες της «Γκιαούρ Ιζμίρ» – όπως την έλεγαν οι ίδιοι οι Τούρκοι – για να υποδεχθούν τους ελευθερωτές της σκλαβωμένης «κόρης». Δεν κράτησε, δυστυχώς, πολύ η «λιακάδα», διότι ο καταραμένος διχασμός που καταδιώκει τη μοίρα του Ελληνισμού, «άπλωσε» και πάλι πυκνή «ομίχλη» η οποία σκέπασε αυτή τη φορά ολόκληρη την Ιωνία. Χάσαμε έτσι ακόμη μία φορά τον «δρόμο» που κάνει τα όνειρα πραγματικότητα. Τη «λεωφόρο» προς τη δόξα, την οποία είχε ανοίξει διάπλατα μπροστά μας η παρουσία του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη.
Χωρίς σωστό προσανατολισμο μέσα στη «θολούρα» της «ομίχλης» δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε και να υπερασπιστούμε το «στίγμα» μας. Αντί να μείνουμε στα εδάφη της Ιωνίας και να οχυρώσουμε τις θέσεις μας σε αυτή σκοπεύοντας με τον καιρό να επεκτείνουμε τα όριά μας προς τη μικρασιατική ενδοχώρα, παρατήσαμε τη Σμύρνη, το όνειρο και τον στόχο μας. Και τρέχαμε αλαφιασμένοι πίσω από τον 35χρονο Συνταγματάρχη του Σουλτάνου Μουσταφά Κεμάλ, τον επονομαζόμενο Κεμάλ Ατατούρκ, που προσπαθούσε να τραβήξει τον Ελληνικό Στρατό στην τουρκική ενδοχώρα για να τον καταπονήσει, να τον αποκόψει από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και να του δώσει το τελικό χτύπημα με τον άτακτο στρατό του, τους Τσέτες και τους άλλους, όπως και έγινε τελικά. Για να συντελεστεί έτσι η Μικρασιατική Καταστροφή στις 13 Σεπτεμβρίου του 1922. Η μεγαλύτερη τραγωδία του σύγχρονου Ελληνισμού, που νότισε τα χώματα της Ιωνίας με το αίμα και τα δάκρυα των αμάχων και των στρατευμένων παιδιών του Ελληνισμού της και γέμισε τη μητροπολιτική Ελλάδα με τους καημούς και τους αναστεναγμούς της προσφυγιάς των κατοίκων μίας ακόμη χαμένης πατρίδας. Εκείνο τον πόλεμο στην Μικρά Ασία δεν τον κέρδισαν οι λιγοστές χιλιάδες Τσέτες και οι άλλοι άτακτοι του Κεμάλ απέναντι στον ισχυρότερο και άρτια εκπαιδευμένο στρατό που διέθετε τότε η Ελλάδα με τους 320.000 στρατευμένους της. Τον χάσαμε εμείς από την αφροσύνη και τα παιδαριώδη στρατηγικά λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της εποχής, που καθοδηγούσε τα στρατευμένα παιδιά της Ελλάδας χωρίς «πυξίδα» μέσα στην «ομίχλη» στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα να εκτοπίσουν μια για πάντα τους Τούρκους από τα μικρασιατικά παράλια και να τους γυρίσουν πίσω στη Μογγολία, από όπου κατήλθαν ως «πειρατές» στα μέρη μας. Το «τίμημα» του Ελληνισμού από την άστοχη «πορεία» του μέσα στην «ομίχλη» εκείνης της εποχής δεν «αναλώθηκε» εφ’ άπαξ τότε. Καταβάλλεται σε «δόσεις», τις οποίες εξακολουθούμε να «πληρώνουμε» ακόμη και σήμερα.