Του Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου, Δικηγόρου Δ.Ν., Λέκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Α. Το ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών είχε κυριαρχήσει στην συνάντηση που είχαν, την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015, στο Φανάρι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο πρωθυπουργός της γειτονικής Αλβανίας, Έντι Ράμα. Λίγες, μάλιστα, ημέρες νωρίτερα είχε δημοσιευτεί η ετήσια έκθεση, για το έτος 2014, του State Department των ΗΠΑ για τις θρησκευτικές ελευθερίες στην Αλβανία, στην οποία επισημαίνεται, ασφαλώς μεταξύ άλλων, η ανάγκη να αποδώσει το αλβανικό κράτος τη δημευθείσα από το κομμουνιστικό καθεστώς περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Και τούτο, τη στιγμή που όχι μόνο το αίτημα για επιστροφή 890 εκκλησιαστικών ακινήτων (στα οποία περιλαμβάνονται περισσότερες από 50 εκκλησιαστικές ιδιοκτησίες, που έχουν μετατραπεί σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις) παραμένει μέχρι σήμερα, ατυχώς, αναπάντητο, αλλά και χώροι λατρείας (όπως ο Ι.Ν. των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Πρεμετή και, όλως προσφάτως, τον Αύγουστο, ο Ι.Ν. του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμάδες) ποικιλοτρόπως βεβηλώνονται…
Β. Είναι γεγονός ότι η ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη γειτονική Αλβανία περιλαμβάνει πολλές «αγωνιώδεις νύκτες» και ακόμα περισσότερες «απαρηγόρητες ημέρες».
Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Ορθόδοξης Εκκλησίας στη γειτονική χώρα έγινε το 1913, ακριβώς μετά την αναγνώριση της Αλβανίας ως αυτόνομου κράτους. Με απόφαση του Κληρικολαϊκού Συνεδρίου που συγκροτήθηκε στο Βεράτιο στις 10 Σεπτεμβρίου του 1922, ανακηρύχθηκε πραξικοπηματικώς και αντικανονικώς αυτοκέφαλη η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και συντάχθηκε προσωρινός καταστατικός νόμος της. Ανώτατο διοικητικό όργανο ορίστηκε, με ιδιαίτερο κανονισμό (1923), οκταμελές Εκκλησιαστικό Συμβούλιο (4 κληρικοί και 4 λαϊκοί), το οποίο διοικούσε την Εκκλησία της Αλβανίας μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου του 1929, όταν συγκροτήθηκε πραξικοπηματικώς η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην προσπάθειά του να επαναφέρει την Εκκλησία της Αλβανίας στα όρια της κανονικής ευταξίας, εκδήλωσε την πρόθεση να της παραχωρήσει αυτοδιοίκητο επαρχιακής Εκκλησίας. Προς τούτο, απέστειλε (1922-1923) τους -αλβανικής καταγωγής- Επισκόπους Μιλητουπόλεως Ιερόθεο και Συνάδων Χριστοφόρο και αργότερα (1926) τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο (Φιλιππίδη), για να βοηθήσουν στην εξομάλυνση της καταστάσεως, χωρίς, ωστόσο, απτά αποτελέσματα…
Τον Ιούνιο του 1929 συγκλήθηκε στην Κορυτσά το 2ο Κληρικολαϊκό Συνέδριο, το οποίο κατήρτισε και ψήφισε νέο Καταστατικό Χάρτη, ενώ η προσπάθεια της αλβανικής κυβερνήσεως να καταστήσει την Εκκλησία υποχείριό της ολοκληρώθηκε με Νομοθετικό Διάταγμα που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 1930.
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Βησσαρίωνα (Τζοβάννι), στις 27 Μαΐου του 1936, οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας, με πρωταγωνιστή τον Επίσκοπο Συνάδων Χριστοφόρο (Κίσση), εκδήλωσαν έντονα τη διάθεσή τους να λύσουν σε κανονική εκκλησιολογική βάση το χρονίζον πρόβλημα. Καρπός των διεργασιών για τη διευθέτηση της κρίσεως αποτέλεσε η υπογραφή στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου του 1937, προκαταρκτικής συμφωνίας, με βάση τους όρους της οποίας η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέδωσε, κατόπιν εισηγήσεως του Πατριάρχη Βενιαμίν του Α´, στις 12 Απριλίου 1937, Τόμο Περί Ανακηρύξεως ως Αυτοκέφαλης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία, τερματίζοντας έτσι μια μακρά περίοδο κανονικής αταξίας και εκκλησιολογικής εκτροπής.
Γ. Η νέα εκκλησιαστική κατάσταση, όμως, δεν πρόλαβε να παγιωθεί, διότι μεσολάβησαν ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος, η πολιτική αλλαγή στην Αλβανία και η εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, το οποίο προέβη σε μια εκστρατεία καταστροφής και εξαλείψεως κάθε θρησκευτικής δομής.
Συγκεκριμένα, με διάταγμα του 1949 περιορίστηκε η θρησκευτική ελευθερία και δημεύτηκε όλη η κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία. Βάσει του εν λόγω διατάγματος, ήτοι μέσα σε ένα πλαίσιο σχετικοποιήσεως του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία και περιορισμού των μέσων εκφράσεως και ασκήσεώς του, καταρτίστηκε, τον Φεβρουάριο του 1950, νέος, τρίτος κατά σειρά, Καταστατικός Χάρτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, ο οποίος εξυπηρετούσε αναμφιβόλως κρατικούς σκοπούς και επιδιώξεις ξένες προς τη φύση και την αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας…
Το Ε΄ Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας διακήρυξε (30/11/1969) ότι η Αλβανία «έγινε το πρώτο αθεϊστικό κράτος της υφηλίου», ενώ το «Σύνταγμα της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας», το οποίο επιβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 1976, απαγόρευσε αυστηρώς οιαδήποτε έκφραση θρησκευτικής πίστεως και λατρείας, δημόσιας ή ιδιωτικής. Έτσι, η Αλβανία κατέστη το μοναδικό κράτος στον κόσμο το οποίο συνταγματικώς αρνήθηκε το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Το Ε΄ Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας διακήρυξε (30/11/1969) ότι η Αλβανία «έγινε το πρώτο αθεϊστικό κράτος της υφηλίου»
Δ. Με την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης (1990), ξεκίνησε η προσπάθεια ανασυστάσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο πλαίσιο της ευρύτερης διακονίας του για την περιφρούρηση της ενότητας της Ορθοδοξίας στην ορθή πίστη και την κανονική τάξη, όρισε στις αρχές του Ιανουαρίου του 1991 ως έξαρχο τον Επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο (Γιαννουλάτο), ο οποίος, με την ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας ήδη από τον Αύγουστο του 1992, αναγέννησε, παρά τις δυσκολίες, κυριολεκτικώς από την τέφρα της αυτήν την «ημιθανή και αφανή» Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 21 Οκτωβρίου του 1998 ψηφίστηκε από το Λαϊκό Κοινοβούλιο το νέο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Αλβανίας. Ειδικώς για τα θέματα της θρησκείας, το Σύνταγμα διακήρυσσε την ουδετεροθρησκεία του κράτους, οι σχέσεις δε του τελευταίου με τις θρησκευτικές κοινότητες, των οποίων αναγνωρίζεται ρητώς η ισότητα και η ιδιότητά τους ως νομικών προσώπων, ρυθμίστηκαν βάσει συμφωνιών, που συνάπτονταν μεταξύ των εκπροσώπων των εν λόγω θρησκευτικών κοινοτήτων και του Υπουργικού Συμβουλίου, οι οποίες επικυρώνονταν από τη Βουλή. Συγχρόνως, προστατεύτηκε συνταγματικώς η ελευθερία αφενός της συνειδήσεως και της θρησκείας και αφετέρου της συμμετοχής ή μη του ατόμου σε μια θρησκευτική κοινότητα ή στις δραστηριότητές της.
Ε. Στις 3-4 Νοεμβρίου του 2006 συνήλθε στην Ιερά Μονή Αγ. Βλασίου στο Δυρράχιο, ειδική Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, από 257 μέλη, η οποία αποδέχτηκε ομοφώνως το νέο Καταστατικό, που εγκρίθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2006 από την Ιερά Σύνοδο. Σύμφωνα με αυτό:
1. Η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, η οποία περιλαμβάνει την Αρχιεπισκοπή Τιράνων και τις Μητροπόλεις Βερατίου, Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, διέπεται ως προς το σύστημα διοικήσεως, οργανώσεως και λειτουργίας της από τους ιερούς κανόνες, ενώ οι σχέσεις της με το κράτος ρυθμίζονται αφενός από το αλβανικό Σύνταγμα και αφετέρου από την προβλεπόμενη μεταξύ τους συμφωνία.
2. Ανώτατο όργανο διοικήσεως ορίζεται η Ιερά Σύνοδος, που αποτελείται από τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Τιράνων, ως μόνιμο πρόεδρο, και τους εν ενεργεία μητροπολίτες, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι τιτουλάριοι επίσκοποι. Συγκαλείται, δε, τακτικώς κάθε τρεις μήνες και εκτάκτως όποτε παραστεί ανάγκη, μετά από πρόσκληση του προέδρου της και υποχρεωτικώς από τον τελευταίο, όταν αυτό ζητηθεί από το ½ του αριθμού των μελών της.
3. Η εκλογή των αρχιερέων (Αρχιεπισκόπου, μητροπολιτών, επισκόπων) γίνεται από την Ιερά Σύνοδο από υποψηφίους που προτείνει το Κληρικολαϊκό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδειξη στον επισκοπικό βαθμό είναι κατ’ αρχήν η κτήση της αλβανικής υπηκοότητας, παρέχεται ωστόσο η δυνατότητα της μη εφαρμογής της συγκριμένης ρυθμίσεως, μετά από σχετική απόφαση του Κληρικολαϊκού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και της Ιεράς Συνόδου.
4. Κεντρικό όργανο διοικήσεως της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας είναι, πλην της Ιεράς Συνόδου, το Κληρικολαϊκό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και 12 κληρικούς και λαϊκούς. Το εν λόγω συμβούλιο διαχειρίζεται την εκκλησιαστική περιουσία εν γένει, εξετάζει τον οικονομικό προϋπολογισμό και απολογισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και καταρτίζει τον Γενικό Κανονισμό Διοικήσεως. Συμμετέχει, δε, τόσο στην εκλογή επισκόπων όσο στη συγκρότηση της Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως και τη διαδικασία τροποποιήσεως του Καταστατικού.
Επίσης, για την αντιμετώπιση των γενικότερων θεμάτων που απασχολούν την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, συγκαλείται τακτικώς ανά διετία και εκτάκτως, όταν προκύψει ανάγκη, Κληρικολαϊκή Συνέλευση, η οποία μελετά τα τρέχοντα κοινωνικά και εκκλησιαστικά θέματα, πλην των δογματικών και κανονικών, που είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ιεράς Συνόδου. Στην Κληρικολαϊκή Συνέλευση μετέχουν τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, του Κληρικολαϊκού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, ανά 2 εκπρόσωποι κάθε μονής και ανά 20 κληρικοί και 24 λαϊκοί, με κατάλληλη εκπροσώπηση ανδρών, γυναικών και νέων από την Αρχιεπισκοπή και τις Μητροπόλεις.
5. Περιφερειακά όργανα διοικήσεως είναι το Αρχιεπισκοπικό ή Μητροπολιτικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν ο Αρχιεπίσκοπος ή ο Μητροπολίτης ως πρόεδρος και 5 κληρικοί και 5 λαϊκοί ως μέλη, που εκλέγονται ανά τετραετία, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Διοικήσεως. Σε επίπεδο, δε, ενορίας υφίσταται Ενοριακό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από: α) τον εφημέριο ως πρόεδρο, β) τους λοιπούς κληρικούς και γ) 4 έως 10 λαϊκούς, αναλόγως του μεγέθους της ενορίας, που διορίζονται από τον οικείο ιεράρχη, με 4ετή θητεία, ύστερα από πρόταση διπλάσιου αριθμού υποψηφίων από τον πρόεδρο της ενορίας.
Βασικό χαρακτηριστικό του καταστατικού αυτού νόμου είναι η δυνατότητα που παρέχει στο λαϊκό στοιχείο να συμμετέχει ενεργώς σε όλα τα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας, πλην της Ιεράς Συνόδου, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην εκλογή επισκόπων, στη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, στην αντιμετώπιση των γενικότερων εκκλησιαστικών και κοινωνικών θεμάτων που απασχολούν την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, ακόμα και στην τροποποίηση του Καταστατικού, που πραγματώνεται κατόπιν κοινής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, του Κληρικολαϊκού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και της Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, με προϋπόθεση την απόλυτη πλειοψηφία των μελών τους.
ΣΤ. Στις 24 Οκτωβρίου του 2008 υπογράφτηκε η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα του έτους 1998 συμφωνία μεταξύ του Υπουργικού Συμβουλίου και της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησία της Αλβανίας «διά την ρύθμισιν των μεταξύ των αμοιβαίων σχέσεων», η οποία επικυρώθηκε στη συνέχεια από το αλβανικό Κοινοβούλιο και κατέστη ο υπ’ αριθ. 10.057/22.1.2009 νόμος του κράτους.
Η σημασία της εν λόγω συμφωνίας έγκειται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως νομικό πρόσωπο, καθώς και όλες τις πράξεις και ενέργειες στις οποίες είχε προβεί αυτή από της ανασυγκροτήσεώς της μέχρι τότε (1991-2008). Ήδη η Ορθόδοξη Εκκλησία ενεγράφη, κατόπιν αιτήσεώς της, ως νομικό πρόσωπο δυνάμει της με αριθμό 2498/19.3.2009 αποφάσεως του Δικαστηρίου της περιοχής Τιράνων.