Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης,Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Σύμφωνα με τις σχετικές αντιλήψεις του ελληνικού λαού, με εθιμικά και τελετουργικά μέσα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν και την καταστρεπτική για τις καλλιέργειές τους ανομβρία: παράλληλα με τις εκκλησιαστικές εθιμικές περιφορές εικονισμάτων και λαβάρων, υπήρχε σε αρκετά μέρη ένα ιδιόμορφο δρώμενο, γνωστό ως Περπερούνα, λαϊκό δρώμενο με πολλές ονομασίες στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, το οποίο ως κύριο στοιχείο είχε τη φυτομορφική μεταμφίεση.
Το δρώμενο ήταν αρκετά γνωστό και στην περιοχή της Δράμας, όπως δείχνει η επόμενη περιγραφή του 1931: «Στη Μικρόττολι (Καρλίκοβα) καθώς και εις άλλα χωριά της Δράμας… έχουν και το εξής έθιμο: Ενα κορίτσι φτωχής οικογένειας περιβάλλει το γυμνό της σώμα με χορτάρια και διάφορα πρασινάδια του χωραφιού, καθώς και με λίγα φυτά από εκείνα που συνήθως καλλιεργούν περισσότερο στο χωριό, και οδηγούμενο από 2-3 άλλα κοριτσάκια, γυρίζει τις πρωινές ώρες μετά την ανατολή του ηλίου τους δρόμους και πάει στα σπίτια των γεωργών με την αράδα. Εκεί στην αυλή τραγουδάει με τας συνοδούς της, με ιδιόρρυθμο μονότονο μέλος, ένα τραγουδάκι με παράκλησι στο Χριστό και τον άγιο του χωριού για να στείλη βροχή στα χωράφια του χωριού, να τα δροσίση και να τα ποτίση για να καλοκαρπίσουν, να μη χαθούν οι κόποι των γεωργών που δούλεψαν, και να μην έρθη πείνα στο χωριό. Τραγουδώντας αυτά, κάνει και κάνα δυο γύρους χορευτικούς και ύστερα η νοικοκυρά και κατά προτίμησιν τα κορίτσια του σπιτιού, ως σύμβολο της αθωότητας και καλής καρδιάς, χύνουν απάνω στο χορτοντυμένο το κορίτσι, στη «ντουντούλα», νερό και του προσφέρουν για αμοιβή κέρματα ή ένα σαγανάκι ή πιάτο σιτηρά (αραβόσιτο, σιτάρι, κριθάρι ή σίκαλι), τα οποία παίρνουν στο δισάκι τα κορίτσια που συνοδεύουν τη ντουντούλα. Αυτό επαναλαμβάνεται και στα άλλα σπίτια έως το μεσημέρι… Ντουντούλες γίνονται και γυρίζουν στα σπίτια και την ημέρα που γίνεται και λιτανεία για τη βροχή, με τη σχετική εκκλησιαστική ευχή ύστερα από την τελετή και τη διάλυσι των πιστών από την Εκκλησία, γιατί την ημέρα αυτή βρίσκονται όλες οι νοικοκυρές στο σπίτι και οι αμοιβές για τα φτωχοκόριτσα αυτά που παρακαλούν το Θεό και τους αγίους των Εκκλησιών του χωριού και προπαντός τον Προφήτη Ηλία για να βρέξη και δέχονται να βρέχωνται, είναι μεγαλύτερες. Τα δώρα τα μοιράζουν αυτά τα φτωχοκόριτσα με αναλογία, αλλά δίνεται το περισσότερο στη ντουντούλα. Η λέξη αυτή επεκράτησε στα χωριά και σήμαινε τον καταλαμβανόμενο από βροχή σε ύπαιθρο χωρίς μέτρο προφυλάξεως και λέγουν “έγινε ντουντούλα”, δηλαδή βράχηκε ή μουσκεύτηκε από τη βροχή».
Σήμερα το έθιμο δεν τελείται, η ανάμνησή του όμως παραμένει ζωντανή. Αντιθέτως, σε χρήση είναι η τέλεση σχετικών λιτανειών για την αντιμετώπιση της ανομβρίας. Η περιγραφή που ακολουθεί προέρχεται από τη Χωριστή της Δράμας: «Οταν δε βρέχει, τότε κάνομε λιτανεία. Εορτάζομε όλοι, ή Δευτέρα ή Πέμπτη, πάντως το Μάη που μας χρειάζεται η βροχή, κάνομε παράκληση και αγιασμό. Μετά τη λειτουργία σε όλα τα παρεκκλησάκια πααίνομε και κάνομε αγιασμό. Τον αγιασμό τον παίρνει καθένας από τον κόσμο και φωτίζουν, ραντίζουν τα χωράφια την ίδια μέρα. Πιο μπροστά από μας, όταν ήταν πολλή ξέρα, τότε ήταν πολύ αραιές οι αχελώνες και όταν βρίσκαμε καμιά την κρεμούσαμε ανάποδα με τα πισινά πόδια και το κεφάλι κάτω και την αφήναμε ώσπου να βρέξει. Για να παρακαλάει κι αυτή. Αμα έβρεχε την απολούσαμε. Στα παλιά ήταν αυτό… Για την ανομβρία κάνομε και τώρα λιτανεία. Φέρνομε το εικόνισμα από την Εικοσιφοίνισσα και γυρίζομε το χωριό, κάνομε αγιασμό, δυο τρεις μέρες νηστεία και τη δεύτερη μέρα προς την τρίτη ξημερώνοντας κάναμε αγρυπνία και το πρωί γυρίζαμε με τα άγια όλο το χωριό γύρω – γύρω και κάναμε δέηση σε τέσσερις μεριές. Ακολουθούσε όλο το χωριό και παρακαλούσε».
Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε την προσπάθεια μαγικοθρησκευτικής αντιμετώπισης των συνθηκών του περιβάλλοντος, η οποία κατέστη ανενεργή σήμερα, λόγω της αντίστοιχης προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας, που θεράπευσαν τις ανάγκες τις οποίες τα έθιμα προσπαθούσαν τελετουργικά να αντιμετωπίσουν.