Ο Άγιος Βασίλης των Ορθοδόξων δεν κρατάει δώρα. Ένα χαρτί και μια πένα είναι αρκετά στα παιδιά. Δεν είναι πλούσιος και κατάγεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Με άσπρα γένια, λιπόσαρκος και ένα μπαστούνι για να τον βοηθά στο περπάτημα, περιφέρεται, συζητά με τους ανθρώπους και τους εύχεται καλή χρονιά.
Ο Δυτικός «Άγιος Βασίλης» κρατάει σάκο με δώρα, κινείται με έλκηθρο, είναι ευτραφής, διατρέχει όλον τον κόσμο, μπαίνει από τις καμινάδες και αφήνει δώρα για όλα τα παιδιά. Ο ένας γεννήθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και ο άλλος είναι δημιούργημα της φαντασίας, το οποίο καθιερώθηκε τον περασμένο αιώνα ως εμπορικό προϊόν. Το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του ήταν φυσικό να επικρατήσει του Αγίου Βασιλείου από την Καισάρεια, όταν συνοδεύεται από «καμπάνιες υπέρ της κατανάλωσης».
Για τους Γερμανούς (προτεστάντες), ο Άγιος Βασίλης έχει καταγραφεί ως ο «άνθρωπος των Χριστουγέννων», ενώ για τους Άγγλους, ως «πατέρας των Χριστουγέννων».
Ελπίδα στα παιδιά
Για τους καθολικούς, ο Άγιος Βασίλειος δεν είναι καθόλου μυθικό πρόσωπο. Μόνο που λέγεται Άγιος Νικόλαος, ο οποίος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα στη Μικρά Ασία και θεωρείται ο προστάτης των παιδιών και των ναυτικών. Αυτός είναι (για τους καθολικούς) ο Santa Claus. Εδώ παρεμβαίνουν οι Ολλανδοί, οι οποίοι, όταν εγκαταστάθηκαν στην Αμερική κατά τον 17ο αιώνα, έφεραν μαζί τους και τον Santa Claus, τον οποίο αμέσως υιοθέτησαν οι αγγλόφωνοι, δημιουργώντας το πρότυπο ενός αγίου που μοίραζε δώρα και έδινε ελπίδα στα παιδιά.
Δύο αιώνες αργότερα, ο Άγιος Νικόλαος σε όλη τη μη ορθόδοξη Ευρώπη θεωρήθηκε ως «το παιδί του Χριστού, που μοίραζε κρυφά τα δώρα στα παιδιά». Παρά την αποδοχή αυτή, ο ολλανδικός μύθος είναι αυτός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση του αγίου.
Η καταγραφή αυτή έγινε για πρώτη φορά το 1809 από τον Αμερικανό λογοτέχνη Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, ο οποίος -στο βιβλίο του «A history of New York»- περιέγραψε την άφιξη ενός αγίου πάνω σε άλογο την παραμονή της γιορτής του Αγίου Νικολάου. Τρία χρόνια αργότερα, το 1812, ο Ίρβινγκ αναθεώρησε το βιβλίο του και έτσι ο Άγιος Νικόλαος εμφανίστηκε μέσα σε ένα ιπτάμενο βαγόνι. Το 1823, ο ιερέας Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ έγραψε ένα παιδικό ποίημα σε εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Εκεί περιέγραφε τον Άγιο Νικόλαο σαν καλικάντζαρο, που έμπαινε στα σπίτια από την καμινάδα και ταξίδευε με ιπτάμενο έλκηθρο, που το έσερναν οκτώ τάρανδοι: Ντάσερ, Ντάνσερ, Μπράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούμπιντ, Ντόντερ και Μπλίτσεν.
Σε όλα αυτά που γράφτηκαν ήρθε να προστεθεί ο Αμερικανός εικονογράφος Τόμας Ναστ, ο οποίος ζωγράφισε τον Santa Claus για το «Harper’s magazine» το 1863 και συνέχισε να τον ζωγραφίζει μέχρι το 1890.
Εκείνη την περίοδο ήταν που γεννήθηκε και η ιδέα του ψυχολογικού πολέμου. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν, την περίοδο του εμφύλιου πολέμου ζήτησε από τον Ναστ να φτιάξει μια εικόνα του Santa Claus με στρατιώτες, για να ενισχυθεί το φρόνημά τους.
Ο Ναστ όμως δεν έμεινε εκεί. Στην πορεία πρόσθεσε και άλλες λεπτομέρειες, που απογείωσαν τη φαντασία των παιδιών, όπως, για παράδειγμα, ότι το εργαστήρι του αγίου βρίσκεται στον Βόρειο Πόλο!
Περί φαντασίας
Όμως, τον Άγιο Βασίλη όπως τον γνωρίζουμε σήμερα τον σχεδίασε για λογαριασμό της Coca Cola ο Haddon Sundblom. Η φαντασία λογοτεχνών και μη δημιούργησε έναν νέο αληθοφανή μύθο, που ήθελε τον άγιο να ζει στο χωριό Κορβατουντούρι (Korvatunturi), που βρίσκεται μόλις οκτώ χιλιόμετρα βόρεια του Ροβανιέμι της Λαπωνίας, στον Αρκτικό Κύκλο. Κορβατουντούρι σημαίνει «το ύψωμα του αυτιού». Επειδή λοιπόν η περιοχή είχε κάπως αυτό το σχήμα, θεωρήθηκε ότι ο Άγιος Βασίλης ζούσε εκεί και «άκουγε» τις επιθυμίες των παιδιών.
Στη συνέχεια, και αφού οι μύθοι γύρω από τον Άγιο Βασίλη έβρισκαν πολλούς πρόθυμους να τους «υπηρετήσουν», προς τα τέλη του 19ου αιώνα το Ροβανιέμι καταγράφηκε ως η πατρίδα του Αγίου.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένα παιχνίδι επανακαθορισμού του τόπου καταγωγής του από τα τότε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Σε εκπομπή του φινλαδικού ραδιοφώνου, το 1927, η τάξη αποκαταστάθηκε: Επειδή οι γκρι τάρανδοι ήταν μάλλον δύσκολο να υπάρξουν στον Βόρειο Πόλο, οι εφημερίδες «αποκάλυψαν» ότι ο Αϊ-Βασίλης μένει στη φινλανδική Λαπωνία.
Από τότε και μέχρι σήμερα, γύρω από τον «μύθο του Santa Claus» αναπτύχθηκε μια τεράστια βιομηχανία με διάφορα προϊόντα, τα οποία καταναλώνουμε την περίοδο των γιορτών. Η πρώτη που «αξιοποίησε» τον άγιο, με σκοπό την αύξηση των πωλήσεών της, ήταν η Coca Cola, η οποία έκανε ακόμη πιο εντυπωσιακή τη μορφή του: Το 1931, για καθαρά διαφημιστικούς λόγους «φόρεσε» στον ευτραφή άγιο κόκκινη στολή και λευκή γενειάδα.
Οφέλη και μάλιστα σημαντικά είχε και το Κορβατουντούρι, το οποίο καθιερώθηκε το 1927 ως το χωριό του Άγιου Βασίλη. Στις αρχές του 1980 άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά και σήμερα θεωρείται ένας εκ των αγαπημένων προορισμών για τα παιδιά.
Η παράδοση των δώρων
Ο μύθος του Αϊ-Βασίλη δεν γεννήθηκε τυχαία. Η παράδοση των δώρων έχει τις ρίζες της στη γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου, την οποία γιόρταζαν, από την προϊστορική ακόμη εποχή, όλοι σχεδόν οι λαοί της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης. Την ημέρα εκείνη, οι άρχοντες κάθε τόπου συνήθιζαν να γιορτάζουν μαζί με τους υπηκόους τους στους δρόμους, προσφέροντας δώρα στα μικρά παιδιά, φυτεύοντας και στολίζοντας αειθαλή δένδρα και φτιάχνοντας στεφάνια από τα κλωνάρια τους, σύμβολο αιώνιας ζωής.
Στις παραδόσεις των περισσότερων λαών της Ευρώπης πάντα υπήρχε ένα μυθικό πρόσωπο που μοίραζε δώρα. Τέτοιος είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν, στην παράδοση των Κελτών, που κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα, η Μπεφάνα στην Ιταλία, που μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στις νέες και στους νέους μυστικά σχετικά με τον μελλοντικό τους γάμο, αλλά και η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση, που καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανίων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά. Τον 12ο αιώνα, Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου, ημέρα του θανάτου του.
Κορυφαίος θεολόγος και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που πέθανε πάμφτωχος
Στον αντίποδα του Santa Claus, o δικός μας Άγιος Βασίλης είναι υπαρκτό πρόσωπο, από τα πλέον σημαντικά για την Ορθοδοξία. Επρόκειτο για τον επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίο θεολόγο του 4ου αιώνα και έναν από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος. Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και από παιδί ακόμα έτυχε βαθιάς, χριστιανικής μόρφωσης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με στενή και ειλικρινή φιλία με τον Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία, Αστρονομία, Γεωμετρία, Ιατρική, Φιλολογία και Φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη και την Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό, που τον είλκυε πάντα.
Με συντροφιά τον φίλο του, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, συνέταξαν ένα απάνθισμα από τα έργα του Ωριγένη, τη «Φιλοκαλία», και τους μοναχικούς κανόνες, που αποτελούν τη βάση του Ορθόδοξου μοναχισμού.
Οι ανάγκες της Εκκλησίας, που χειμαζόταν την εποχή εκείνη από την αίρεση του αρειανισμού, και η απαίτηση του λαού του τον έκαναν να διακόψει τον μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο τον Μητροπολίτη Καισαρείας Ευσέβιο. Χαρακτηριστικό ήταν το θάρρος και η τόλμη του απέναντι στον αρειανό αυτοκράτορα Ουάλη, που θέλησε να τον απειλήσει. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων της Εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Όμως, οι βαριές εκκλησιαστικές και κοινωνικές φροντίδες αποδείχθηκαν αβάστακτες για τον ασκητικό και ασθενικό ιεράρχη. Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία μόλις 49 χρόνων, και πάμφτωχος. Άφησε όμως πίσω του ένα πλούσιο έργο. Εκτός από τα αμέτρητα συγγράμματά του και τη μάχη του εναντίον του αρειανισμού, έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του. Μερίμνησε να χτιστούν νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του.
Ο Αϊ-Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από τον χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα. Σύμφωνα με την παράδοση, αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός με ένα ραβδί στο χέρι, από όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων-, και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε δώρα στους ανθρώπους. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.
Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και το έθιμο της βασιλόπιτας την Πρωτοχρονιά. Όπως η παράδοση αναφέρει, την εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισάρεια, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του ποιμενάρχη τους. Αυτός τούς συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν και, αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με τον δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον έπαρχο. Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου «καταπράυναν» τον έπαρχο, ο οποίος τελικά δεν θέλησε να πάρει τα δώρα. Όταν όμως προσπάθησαν να δώσουν πίσω και να μοιράσουν στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε καθεμία από ένα αντικείμενο. Την επομένη, τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, καθένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.
Η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον Βορειοευρωπαίο και Βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην ελληνική κοινωνία, στην αστική κυρίως τάξη, τη δεκαετία 1950-1960 από τους συγγενείς μετανάστες, που με τις ευχετήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη.