Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης,Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Στην ελληνική λαογραφία ο πετεινός είναι πτηνό με ιδιαίτερη συμβολική θέση. Το λάλημά του θεωρείται αποτρεπτικό των δαιμόνων και ορόσημο για τη λήξη των μαγικών πράξεων. Με τη δυνατή και χαρακτηριστική του φωνή ο πετεινός, κατά πάγια λαϊκή αντίληψη, αποδιώχνει τα φαντάσματα, τα δαιμονικά και τα κακά πνεύματα. Εχει λοιπόν αποκτήσει τον κύριο ρόλο του διώκτη του κακού κατά τη λαϊκή δεισιδαιμονική αντίληψη, νοοτροπία που έχει παλαιότατη καταγωγή, καθώς και στην αρχαία Περσία ο πετεινός ήταν το ιερό πουλί του ήλιου, κατά τις δοξασίες του Ζωροαστρισμού.
Η λέξη «αλεκτοροφωνία» δηλώνει κατά βάσιν έναν τρόπο παραδοσιακού υπολογισμού του χρόνου, δηλαδή την περίοδο από το μεσονύκτιο μέχρι το λυκαυγές, οπότε και ακούγονται πολλά λαλήματα πετεινών. Οπως μάλιστα σημειώνεται σε σχετικό παλαιότερο λήμμα, οι αλεκτοροφωνίες είναι κατά βάσιν τρεις: μία περί το μεσονύκτιο, μία λίγο αργότερα και η τελευταία για το χάραμα. Στη λαογραφία η αλεκτοροφωνία επισημαίνει την έναρξη της ημέρας, άρα και την έναρξη των αγροτικών και κτηνοτροφικών εργασιών στις παραδοσιακές κοινότητες.
Υπάρχει όμως και βαθύτερη μεταφυσική, πλην της χρηστικής, θέση της αλεκτοροφωνίας στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό. Σύμφωνα με μία παλαιά αντίληψη, το λάλημα του πετεινού, ως δυνατός ήχος προερχόμενος από ένα ζώο στο οποίο αποδίδονται μαγικές και μαντικές ιδιότητες, είναι αλεξιτήριο των δαιμόνων. Γι’ αυτό και πίστευαν ότι το λάλημά του εκδιώκει τα κάθε είδους διαιμονικά, αφού συν τοις άλλοις επισημαίνει την έλευση της ημέρας και οι δαίμονες των λαϊκών παραδόσεών μας δεν αντέχουν το ηλιακό φως. Ετσι, μαζί με τα δαιμονικά και τα φαντάσματα, τα κάθε είδους δαιμονικά πνεύματα δηλαδή που τρέπονται σε φυγή, διαλύονται και όλες οι μαγικές πράξεις που σχετίζονται με αυτά, ώστε το λάλημα του πετεινού να θεωρείται στην παραδοσιακή μαγεία ορόσημο για την παύση της τέλεσης μαγικών και μαντικών πράξεων.
Γι’ αυτό και σε πολλές λαϊκές επωδές είναι συνηθέστατη η τελετουργική αποπομπή του κακού ή της ασθένειας σε τόπο όπου «δεν ακούγεται λάλημα πετεινού». Σε πολλά ελληνικά μαγικά χειρόγραφα ορίζεται ρητώς ότι η μαγική πράξη πρέπει να γίνει σε τόπο όπου να μην ακούγεται φωνή πετεινού, λόγω της αποτρεπτικής αξίας που της αποδίδεται. Η φωνή μάλιστα του μαύρου πετεινού θεωρείται από τα ισχυρότερα αντιβασκάνια μέσα. Τέλος, στην περίπτωση που ο πετεινός θα αρχίσει να φωνάζει σαν κότα, ή η κότα θα βγάλει φωνή πετεινού, ο ελληνικός λαός πιστεύει ότι κάποια μεγάλη συμφορά θα πλήξει το αντίστοιχο σπιτικό, πιθανότατα δε ο αιφνίδιος θάνατος του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς, γι’ αυτό και πιστεύεται ότι το αντίστοιχο ζώο θα πρέπει να σφαγεί αμέσως.
Για τον λόγο αυτό το πετεινάρι απεικονίζεται συχνά στα κεντήματα, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και των υπολοίπων βαλκανικών λαών, δεδομένου ότι ως αποτρεπτικό σύμβολο αλλά και ως πτηνό που κατά παράδοση συνδέεται με τις χθόνιες θεότητες, έχει και προφανή για τον λαό γονιμική δύναμη και σημασία. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο πετεινός, μαζί με την κότα, έχουν σημαντική θέση σε πολλά γαμήλια έθιμα όλων των ινδοευρωπαϊκής καταγωγής λαών, κατά κύριο λόγο δε αποτελούν το τελετουργικό έδεσμα που προσφέρεται στους νεονύμφους και τους συγγενείς τους τη νύχτα του γάμου, ή κατά την πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης, στα λεγόμενα «πιστρόφια», οκτώ μέρες μετά τον γάμο.
Σε πολλούς μάλιστα σλαβικούς λαούς – κυρίως στους Ρώσους και τους Βούλγαρους – ο κόκορας τοποθετείται στα πόδια της νύφης την ώρα που αυτή πορεύεται προς το ναό για την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ενώ κόκορας τοποθετείται και στην άμαξα που μεταφέρει τα προικιά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Σε διάφορες ελληνικές περιοχές, ιδίως δε στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής και στην Κύπρο, σφάζουν κόκορα στο κατώφλι του σπιτιού, την ώρα που μπαίνουν μέσα η νύφη και ο γαμπρός μετά την γαμήλια τελετή. Φροντίζουν μάλιστα το αίμα του πετεινού να βάψει «το γοβάκι της νύφης», τρώνε το κρέας του και το κεφάλι του το κρεμούν μέσα από την πόρτα του σπιτιού όπου θα κατοικήσει το νέο ζευγάρι.
Η αποτροπαϊκή και η γονιμική σημασία του συντέλεσαν ώστε ο κόκορας να συνδεθεί σε πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές λαϊκές εθιμικές πρακτικές και δοξασίες με τον ίδιο τον γαμπρό. Στους Γερμανούς για παράδειγμα, οι γαμπροί που πάνε να κατοικήσουν στο σπίτι της νύφης φέρνουν μαζί τους ένα σκέπασμα με την παράσταση πετεινών, ενώ οι νότιοι Σλάβοι, ακριβώς επειδή θεωρούν τον κόκορα σύμβολο του γαμπρού, τον φέρνουν στο ναό επικεφαλής της γαμήλιας πομπής.
Οι ταυτίσεις αυτές, και μάλιστα στα ισχυρώς διαβατήρια γαμήλια έθιμα, φανερώνουν πόσο ισχυρή στην λαϊκή συνείδηση είναι η συμβολική και μεταφορική, η τελετουργική δηλαδή αξία και σημασιοδότηση του πετεινού. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί πιστεύουν πως αν πεθάνει ο κόκορας του σπιτιού, θα τον ακολουθήσει στον τάφο και ο πατέρας της οικογένειας, και το κρέας του πετεινού αποτελεί διατροφικό taboo για τους συζύγους.
Ορισμένοι μάλιστα μελετητές, όπως ο G. Weicker, πιστεύουν ότι στις λαϊκές δοξασίες, διαχρονικά, ο πετεινός ταυτίζεται με την ανθρώπινη ψυχή και σχετίζεται με το χθόνιο φίδι, αλλά και με τις χθόνιες θεότητες και λατρείες των διαφόρων λαών, εντάσσεται δηλαδή στον αιώνιο γονιμικό κύκλο ζωή – θάνατος – ζωή, που συνέχει και διαπερνά τα συστήματα λαϊκής πίστης και λατρείας πολλών λαών. Είναι γνωστό για παράδειγμα, ότι οι αρχαίοι πρόσφεραν κόκορες ως θυσία στον Ασκληπιό και ότι ο κόκορας ως αιματηρή θυσία συνεχίζει να προσφέρεται μέχρι σήμερα σε περιπτώσεις καθαγιασμού νέων θεμελίων οικοδομημάτων, αλλά και ως προσφορά σε αγίους, όπως για παράδειγμα συμβαίνει κατά τη λαϊκή λατρεία του αγίου Δημητρίου στο Διδυμότειχο, μέχρι και σήμερα.
Από τη μία πλευρά λοιπόν έχουμε τον πετεινό στη λατρεία των νεκρών, και από την άλλη έχουμε τον πετεινό ως «αποδιοπομπαίο τράγο» της θυσίας, γεγονός που κάνει την Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος να ερμηνεύσει την παρουσία και τη συμβολική χρήση του ως ένα είδος συμβολικού δαίμονα της βλάστησης, που κυριαρχεί στις λαϊκές τελετές για την αιωνιότητα της ζωής και την μετά θάνατο αναγέννηση. Ας προστεθεί εδώ ότι ο πετεινός θεωρείται και ζώο που προσημαίνει τις επερχόμενες μετεωρολογικές αλλαγές, γι’ αυτό και στο λάλημά του δίνονται από τον λαό και ποικίλες μετεωρολογικές ερμηνείες.