Tου Δημητρίου Λυκούδη
Η προσπάθεια του ανθρώπου στον μεταμοντέρνο κόσμο συνοψίζεται στην εναγώνια αναζήτηση της ταυτότητάς του. Ο καθημερινός, αδυσώπητος βομβαρδισμός πληροφοριών, δεδομένων και μηνυμάτων μέσω των ΜΜΕ αποστέρησε το δικαίωμά του να ελέγχει και να διακρίνει την πραγματικότητα από την προσομοίωση της πραγματικότητας, το αληθινό από το ψεύτικο, το άγιο και ιερό από το ανίερο και βέβηλο. «Η προσομοίωση υποκρίνεται ότι ακολουθεί την οντολογία της αλήθειας, στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει ούτε πραγματική αλήθεια της πραγματικότητας, ούτε πραγματικότητα της αλήθειας για τον προσομοιωμένο κόσμο. Το σκάνδαλο έγκειται στο ότι η προσομοίωση, ενώ δεν πιστεύει στο Είναι της αλήθειας, άρα στην οντολογική αυθεντικότητα της πραγματικότητας, κατά βάθος προσποιείται ότι πιστεύει, ενώ στην πραγματικότητα αποκρύπτει έντεχνα την άμετρη απιστία της».
Η πραγματικότητα της μετανεωτερικότητας, είτε ως υπαρκτή κατάσταση είτε ως αντανάκλαση της οντολογικής της υπόστασης, αποστερεί την ελευθερία του προσώπου και καταδικάζει τον άνθρωπο στον εγκλωβισμό της ίδιας της αυτοδέσμευσής του. «Η πνευματική ελευθερία και η ατομική προσωπικότητα του κάθε ατόμου, η ανεπανάληπτη προσωπικότητά του θα έπρεπε να εξαφανιστούν μέσα στη διάσταση του μαζικού και απρόσωπου στοιχείου». Αποδυναμώνεται και αποδομείται η ελευθερία του νου και της κριτικής σκέψης διότι καταλιμπάνεται κάθε αναφορά σε αξίες και ανώτερες πνευματικές αρχές, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να αρκείται σε ημίμετρα και υποκατάστατα, σε ανούσιες απεικονίσεις απλών, καθημερινών συμβάντων, τα οποία όμως, περιχαρακωμένα στην επίπλαστη γοητεία της εικόνας που προωθούν τα ΜΜΕ, αδυνατούν να δουν τον μυστηριακό-λειτουργικό χαρακτήρα της κτίσης. «Τίποτα μεγάλο ως πνεύμα, ανώτερη ιδέα, μεγάλη τέχνη δεν μπορεί να υπάρξει εντός των σύγχρονων δυτικών ΜΜΕ, διότι δεν έχει την ανώτερη αφαίρεση του πνευματικού στοιχείου, η οποία έχει απολεσθεί εντός της προσομοίωσης. Επειδή η simulation του κόσμου έχει γίνει πραγματική, η πραγματικότητα πλέον δεν υπάρχει καθ’ εαυτή, παρά προσομοιωμένη. Αυτή είναι η ύψιστη ψευδαίσθησή της».
Η πραγματικότητα της μετανεωτερικότητας, είτε ως υπαρκτή κατάσταση είτε ως αντανάκλαση της οντολογικής της υπόστασης, αποστερεί την ελευθερία του προσώπου και καταδικάζει τον άνθρωπο στον εγκλωβισμό της ίδιας της αυτοδέσμευσής του
Η εικονοκεντρική-εικονοπλαστική επιβολή και κυριαρχία των ΜΜΕ και γενικότερα της τεχνολογίας έφθασε σε τέτοιο σημείο ψευτοθέασης και ψευδεπίφασης της «προόδου», ώστε να αναιρεί και να υπονομεύει την ίδια την αναγκαιότητα των πολιτισμικών διατάξεων, την ιδιαίτερη συμβολή τους στην ανάπτυξη και ευημερία της κοινωνικής αρμονίας και συνοχής του κόσμου ολόκληρου. «Για τις αλλαγές που επιφέρει η τεχνολογία, αυτή η εγγενής αισιοδοξία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιχειρηματίες, οι οποίοι εργάζονται σκληρά, με σκοπό να εμφυσήσουν στον πληθυσμό μια γενική και αόριστη αισιοδοξία, ακριβώς επειδή γνωρίζουν ότι είναι οικονομικά ασύμφορο να αποκαλύψουν το τίμημα των τεχνολογικών αλλαγών. Θα μπορούσε, βέβαια, να ισχυριστεί κανείς ότι αν υπάρχει κάποια συνωμοσία, τότε πρόκειται για έναν πολιτισμό που συνωμοτεί εναντίον του ίδιου του εαυτού του».
Παρά την «αυτοθέαση της διαλεκτικής του εγώ» που τα ΜΜΕ πρεσβεύουν, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε ότι «τα πάντα επί τη βάσει της ενσαρκώσεως προσφέρονται και γίνονται δι’ έναν ωρισμένον ανώτερον σκοπόν, του οποίου ο άνθρωπος εις το φως της ενσαρκώσεως καλείται να γίνη φορεύς, δυναμικός συνεργάτης του Δημιουργού και ενσαρκωθέντος εντός της ιστορίας Λόγου».
Αυτός ο ανώτερος σκοπός δεν είναι άλλος παρά η επάνοδος του ανθρώπου «εις το αρχαίον κάλλος», η προσέγγιση του θείου μέσω της ασκητικής διάστασης της προσευχής και της αποταγής του ψευδοειδώλου και του μετανεωτερικού θεάματος.
Κάθε επαναπροσδιορισμός του ανθρώπου προς τον Δημιουργό καθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο πραγματικά «παγκόσμιο», όχι μόνο επειδή φέρει το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», αλλά κυρίως επειδή, «ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού πλάσμα, έχει τη δεκτικότητα να δει ως συνολική ύπαρξη τον Θεό, να τον γευθεί, να συζήσει μαζί του, να μεταμορφωθεί και να μεταβληθεί σε θείο κάλλος».
Η επικοινωνία μετουσιώνεται σε κοινωνία στο ποσοστό που ο άνθρωπος κοινωνεί της αγάπης και της ενσάρκωσης. Ο ίδιος ο άνθρωπος καθίσταται καθολικός και παγκόσμιος στο ποσοστό ακριβώς που κοινωνεί ως μέθεξη στο Σώμα του Χριστού, στο ποσοστό που δύναται να αφουγκράζεται, μέσω της προσευχής, τις ιδιαιτερότητες της οντολογικής του υπόστασης. «Ο Χριστός διά να γίνη πραγματικότης ως ιδικός μας, πρέπει να θεωρήται υφ’ υμών ως ενσαρκωθείς και ανήκων περισσότερον εις τους άλλους εκείνους οι οποίοι δι’ ημάς εμφανίζονται ως μη έχοντες σχέσιν μετ’ αυτού. Incognito ενσαρκούται ο Σαρκωθείς εις δυναμικάς μορφάς απανταχού, ως σκοπός της ανθρώπινης ενέργειας. Αναμοχλεύει διά της ενσαρκώσεως την ιστορίαν και δίδει περιεχόμενον εις αυτήν και σκοπόν. Όλαι αι θρησκείαι, όλοι οι πόθοι δηλαδή του ανθρώπου να εννοήση και πλησιάση μίαν ανωτέραν δύναμιν, ενσαρκούνται εις την ενσάρκωσιν του Λόγου μέσω της επιθυμίας του Θεού να πλησιάση τώρα Αυτός τα πάντα και τους πάντας».
Ο ίδιος ο άνθρωπος καθίσταται καθολικός και παγκόσμιος στο ποσοστό ακριβώς που κοινωνεί ως μέθεξη στο Σώμα του Χριστού, στο ποσοστό που δύναται να αφουγκράζεται, μέσω της προσευχής, τις ιδιαιτερότητες της οντολογικής του υπόστασης
Η προσευχή δεν είναι φαινόμενο στατικό, αποκύημα παρωχημένων εποχών. Είναι καθολικό και πανανθρώπινο, γιατί είναι «εγγενές» και εμφυτευμένο στην ψυχή του ανθρώπου. Μέσω της αγιοπνευματικής προσευχής, η ροή του χρόνου παύει ν’ ακολουθεί τη συνήθη τροχιά, ο χώρος αποδεσμεύεται από περιοριστικές οριοθετήσεις. Είναι η στιγμή που η ανθρώπινη συνείδηση «κοινωνεί» των θείων ενεργειών του Θεανθρώπου.
«Ο μαθητής του αββά Βησσαρίωνα, αββάς Δουλάς, πηγαίνοντας με τον γέροντά του δίψασε πολύ και του το είπε. Ο γέροντας προσευχήθηκε, ευλόγησε το νερό της θάλασσας που υπήρχε εκεί και ήπιε ο μαθητής νερό γλυκό. Θέλησε όμως να φυλάξει λίγο και για τον δρόμο του. Ο γέροντας τότε τον επετίμησε λέγοντας: “Ο Θεός ώδε και παντί ο Θεός”».