Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ,Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

H ανταγωνιστική τελετουργία των αγώνων σχετίζεται με την έννοια της ενδυνάμωσης των πνευμάτων της φύσης και της βλάστησης, που ο λαός πιστεύει ότι ξυπνούν αυτή την περίοδο. Στο ίδιο πλαίσιο, επιστρατεύονται ηλιολατρικές τελετουργίες, όπως το άναμμα φωτιάς που την υπερπηδούν όλοι -εξορκίζοντας μάλιστα τα βλαπτικά έντομα με την επωδή «ψύλλ’ κόρφες στον καλόγερο»- στα πλαίσια μιας καθαρτήριας τελετουργίας, που κατά τον Γ. Α. Μέγα αποσκοπεί στον εξορκισμό και των δαιμονικών, άρα επικίνδυνων για τον άνθρωπο πνευμάτων, αλλά και των δαιμονοποιημένων από τον λαό ασθενειών.

           Αυτές τις εθιμικές πυρές, στα χωριά της Ανατολικής Θράκης τις ονομάζουν «μπουμπούνες». Η βασική αρχετυπική ιδέα που διέπει αυτές τις εθιμικές μορφές είναι εκείνη της κατασκευής μιας τελετουργικής μικρογραφίας του πανίσχυρου και θεοποιημένου ηλίου, επί της οποίας τελετουργικά μπορούν, επίσης, οι άνθρωποι να επιδράσουν, ώστε με βάση την βασική αρχή της αναλογικής μαγείας να μπορέσουν έτσι και να επιδράσουν πάνω στην καθημερινότητά τους ευμενώς. Το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, συμμετέχοντας σε ανάλογο πανευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα, έχει καταρτίσει άτλαντα των εθιμικών πυρών της Ελλάδος, αναδεικνύοντας τον πλούτο των παραλλαγών και των σχετικών περιπτώσεων που απαντούν στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό.

         Ο ευετηρικός και γονιμικός χαρακτήρας της τελετουργίας των χριστουγεννιάτικων καλαντικών αγερμών επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι σε πολλά χωριά της Ανατολικής Θράκης το πρώτο παιδί που χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού για να πει τα κάλαντα το οδηγούσαν στην αναμμένη οικογενειακή εστία και το έβαζαν να σκαλίσει τη φωτιά με ένα ραβδί, απαγγέλλοντας τελετουργικά την ευχή: «πουλιά, κατσίκια, αρνιά, λεφτά». Είναι, βεβαίως, γνωστή η ιδιαίτερη σημασία της εστίας και του εστιακού πυρός για τη συμβολική συγκρότηση της οικογένειας και της οικιακής λατρείας, στον λαϊκό πολιτισμό, αλλά και έχουν εκτενώς μελετηθεί οι ιδεολογικές και τελετουργικές συνισταμένες μεταξύ του εστιακού πυρός και της συμβολικής και λατρευτικής επίτευξης της γονιμότητας, τόσο στο οικογενειακό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της κοινότητας.

              Οι παρατηρήσεις μάλιστα αυτές είναι που καταδεικνύουν και τον ιδιαίτερο γονιμικό συμβολισμό της τελετουργίας αυτής, για την ευοίωνη αύξηση του ζωικού κεφαλαίου και του πλούτου της οικογένειας, κατά την περίοδο που θα ακολουθήσει. Από τα ξύλα του τζακιού έβγαζαν ορισμένα μισοκαμμένα, τα έσβηναν και τα κρατούσαν, ώστε να τα βάλουν στη φωτιά της οικογενειακής εστίας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Αλλά και τότε δεν τα άφηναν να καούν, τα έβγαζαν και πάλι, τα έσβηναν και τα έριχναν στις αποθήκες τους, όπου έμεναν ώσπου να τελειώσει ολόκληρη η σοδειά και να αδειάσουν από σιτηρά οι αποθήκες.

               Η τελετουργία με τα μισοκαμμένα ξύλα, που ενισχύονται διπλά από την παντοδύναμη εστιακή φωτιά δύο οριακών και διαβατήριων ημερών, των παραμονών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και μαγικά μεταδίδουν τη δύναμη αυτή στην ζωτικής σημασίας σοδειά, θυμίζει τις ανάλογες λατρευτικές απόψεις και τελετουργικές πρακτικές που απηχούνται στον πολυσυζητημένο μύθο του Μελέαγρου, όπως τον παραδίδει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ι 527-599) και όπως σώζεται στην ελληνική λαϊκή παραμυθολογική παράδοση, καθώς απέδειξε τεκμηριωμένα ο Ι. Θ. Κακριδής. 

               Εκεί το μισοκαμμένο ξύλο σχετίζεται με την αναπόδραστη μοίρα του Μελέαγρου και η δραματική πλοκή θα ολοκληρωθεί μετά το τελετουργικό οριστικό κάψιμό του. Εδώ το τελετουργικό κάψιμο δεν ολοκληρώνεται, ακριβώς επειδή στόχος της τελετουργίας δεν είναι η λύση, αλλά η παραμονή της κατάστασης in medias res: Η ευλογία του παντοδύναμου καθαρτήριου και γονιμικού εστιακού πυρός της παραμονής δεν πρέπει να μεταδοθεί εφάπαξ, αλλά επιζητείται να μεταδίδεται διαρκώς στα σιτηρά, όσο θα υπάρχει αποθηκευμένη η σοδειά. 

                 Για να συμβεί αυτό πρέπει η τελετουργική καύση να μην ολοκληρωθεί, ώστε τελετουργικά η ευετηρική, διαβατήρια και γονιμική ενέργεια της φωτιάς των παραμονών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς να συνεχίσει να μεταδίδεται μέσω των μισοκαμμένων ξύλων, πολύ μετά την χρονική παρέλευση των «οριακών» αυτών οροσήμων. Οι σπονδές στο αναμμένο τζάκι, που δεν πρέπει να σβήσει σε όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου, και η εγκατάλειψη τροφών στο τραπέζι αποτελούν τελετουργικούς τρόπους εξευμενισμού των ψυχών των προγόνων, και οι Θρακιώτες που εφάρμοζαν –και εν μέρει συνεχίζουν να εφαρμόζουν– τα έθιμα αυτά, συνεχίζουν, συνήθως ανεπιγνώστως, πανάρχαιες τελετουργικές πρακτικές, οι οποίες, στο διάβα των αιώνων, απέβαλλαν μέρος του χρηστικού τους χαρακτήρα ή της πιστευόμενης αποτελεσματικότητάς τους, έχουν, όμως, μεταστοιχειωθεί σε μνημονικούς τόπους επαφής με το συλλογικό πολιτισμικό παρελθόν των σύγχρονών μας θρακικών κοινωνιών.