Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα,Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Στην περίοδο της επιδημίας του κορωνοϊού που διανύουμε, δεν έχει αλλάξει μόνον η καθημερινότητα της ζωής μας. Έχει επηρεασθεί και ο διάλογος με τους κοινωνικούς μας εταίρους, αφού συχνά χρησιμοποιούμε μεταφορικά όρους της επιδημίας για να περιγράψουμε γεγονότα ή καταστάσεις, που συνδέονται με διάφορα άλλα ζητήματα της επικαιρότητας. Δεν μπορείς, π.χ., να μιλάς για κορωνοϊό, χωρίς να λείπει από την σχετική συζήτηση η αναφορά σου στη «διασωλήνωση» του ασθενούς, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Όλοι οι μολυσμένοι από τον ιό εκεί μέσα δίνουν τη μάχη για την επιβίωσή τους, την οποία, δυστυχώς, ελάχιστοι μόνο καταφέρνουν να κερδίσουν. Οι περισσότεροι «φεύγουν» αθόρυβα. Απομονωμένοι απ’ όλους. Σαν ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Μέσα σε συνθήκες έσχατης απογύμνωσης από κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αυτή η ορολογία της επιδημίας του κορωνοϊού μάς βοηθάει να κατανοήσουμε, γιατί ο νέος νόμος για τα Πανεπιστήμια, που ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα από την Ολομέλεια της Βουλής και αναθέτει σε Ειδικό Αστυνομικό Σώμα την τήρηση της νομιμότητας και της τάξης στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., συνιστά πράξη εξόδου της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας –και κατ’ επέκταση κάθε άλλης μορφής ελευθερίας– από τη «Μονάδα Εντατικής Θεραπείας», στην οποία την είχε οδηγήσει και την κρατούσε σε κωματώδη κατάσταση επί 48 ολόκληρα χρόνια η φοβερή ιοβριθής περίοδος της Μεταπολίτευσης. Αυτή την ονομασία έχει προσλάβει, ως γνωστόν, η πολιτική περίοδος που άρχισε το 1974 αμέσως μετά την πτώση της επτάχρονης δικτατορίας των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967 και στην ουσία διαρκεί μέχρι σήμερα. Θα μπορούσε να παρομοιάσει κάποιος τη Μεταπολίτευση με ένα «λίβα», που κατέστρεψε όλες τις παραδοσιακές «καλλιέργειες» στην Ελλάδα. Οι «θύελλες» της «ξεκάρφωσαν» πρωτίστως την «ταμπέλα» με το τρίπτυχο «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια», που «γαλούχησε» επί αιώνες αναρίθμητες γενιές, επειδή το τρίπτυχο αυτό το είχαν ως έμβλημά τους οι δικτάτορες! Λες και οι αξίες γίνονται «ρυπαρές», όταν τις ενστερνίζονται «βρώμικοι» άνθρωποι ή το χρυσάφι χάνει την αξία και τη μόνιμη λάμψη του από την στιγμή που θα αφήσουν επάνω του τις «κηλίδες» τους χέρια «λερωμένα».
«Γκρεμίσαμε» την τυραννία των σφετεριστών της εξουσίας, αλλά δεν μείναμε ποτέ χωρίς τυράννους! Τη θέση τους κατέλαβαν οι διάφορες οργανωμένες ομάδες «περιφρούρησης» της Δημοκρατίας μας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δράσης: Στους χώρους της εργασίας με τον ελεγχόμενο και καθοδηγούμενο από τους εργατοπατέρες της αριστεράς συνδικαλισμό. Στα χωράφια με την αλλαγή της χρήσης των τρακτέρ, τα οποία από γεωργικά μηχανήματα κατάντησαν να λειτουργούν ως μηχανισμοί αιχμαλωσίας των πολιτών με τα μπλόκα στους δρόμους και ως μοχλοί πολιτικής πίεσης, για να εκβιαστούν οι αρμόδιοι και να προβούν στην ικανοποίηση των αιτημάτων των αγροτών. Στα σχολεία, τα οποία από «εργαστήρια» γνώσης μετετράπησαν σε «φυτώρια» αναρχίας, καθώς εκαλλιεργείτο συστηματικά στους μαθητές το φρόνημα της αναίδειας απέναντι στους δασκάλους τους και στην κοινωνία. Το φαινόμενο αυτό προβλήθηκε ως γνήσια αυτό-οργανωμένη δημοκρατική φωνή των μαθητών, που την εξέφραζαν δια των εκλεγμένων 15μελών Συμβουλίων τους. Στην ουσία όμως ήταν το φερέφωνο της βούλησης εκείνων, οι οποίοι υπέβαλαν ιδεολογικά και κατηύθυναν πολιτικά τις απόψεις των ανώριμων μαθητών.
Κάπως έτσι ανδρώθηκε από μικρή ηλικία μέσα στα παιδιά το αρχηγιλίκι και το νταηλίκι, το οποίο, όσο ανέβαιναν τις τάξεις ή άλλαζαν βαθμίδες εκπαίδευσης, γινόταν όλο και πιο σκληρό. Ώσπου ήρθε η ώρα οι απογαλακτισμένοι πια ανήλικοι να διαβούν το κατώφλι της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης: Να γίνουν φοιτητές σε ένα Α.Ε.Ι ή Τ.Ε.Ι. Και από «οπλαρχηγοί» των σχολείων της στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης να εξελιχθούν τώρα σε «κομισάριους» των Σχολών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, οι οποίοι ήλεγχαν τα πάντα μέσα στους χώρους λειτουργίας τους που τούς διαμόρφωναν ανενόχλητοι, όπως ήθελαν. Σε κάθε περίπτωση πάντως, με τρόπο που έκανε τους επισκέπτες των «ναών του πνεύματος» να θαυμάζουν τις εικόνες των σταύλων. Και αλίμονο σε εκείνον, ο οποίος τολμούσε να απαξιώσει το «τοπίο» ταυτίζοντάς το με τις έννοιες της «χωματερής» ή της «ρύπανσης». Με αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα το ιδιόμορφο στερεότυπο της εξουσίας που εσφυρηλατείτο σε όλες τις Σχολές προέβαλε ως άλλοθι το γεγονός ότι οι φοιτητές αποτελούσαν ανέκαθεν την εμπροσθοφυλακή όλων των κοινωνικό-πολιτικών αγώνων. Αυτοί άλλωστε είχαν αποφασιστική συμβολή στην πτώση του δικτατορικού καθεστώτος του 1967 με την εξέργεσή τους το 1973. Πρώτα στη Νομική Σχολή Αθηνών και λίγους μήνες αργότερα στο Πολυτεχνείο. Επικαλούμενοι τα δεδομένα άλλων εποχών προσπαθούσαν οι φοιτητο-πατέρες, με την στήριξη ορισμένων κομμάτων, που αποτελούσαν τις μόνιμες «βακτηρίες» τους, να πείσουν ότι αγωνίζονται για ένα υγιές φοιτητικό κίνημα, που θα γινόταν «μοχλός» αναμόρφωσης της Δημοκρατίας μας προς το καλύτερο, μιας και ήσαν «νωπές» ακόμη οι «τραυματικές» εμπειρίες από την «ισοπέδωση» των ατομικών ελευθεριών εκ μέρους των στρατοκρατών. Και πρωτίστως βέβαια από τον κατ’ εξακολούθηση «βιασμό» της ακαδημαϊκής ελευθερίας από τους πραιτωριανούς του δικτατορικού καθεστώτος, οι οποίοι εισήρχοντο στα Πανεπιστήμια και ήλεγχαν τα φονήματα των φοιτητών συλλαμβάνοντας αυθαίρετα τους πιο ζωηρούς από αυτούς που τους οδηγούσαν στην Ασφάλεια ή στα υπόγεια της Ε.Σ.Α. για τα περαιτέρω.
Με φασιστικές μεθόδους όμως, σαν εκείνες που αποκαλύπτουν το «χτίσιμο» από φοιτητές διαφωνούντων καθηγητών ή πρυτάνεων στα γραφεία τους ή η διακοπή συνελεύσεων ακαδημαϊκών οργάνων, εφ’ όσον δεν συντάσσονται με τις απαιτήσεις σου, δεν υπηρετείς ποτέ τη Δημοκρατία. Εκδηλώνεις απλά με άλλον τρόπο, εκείνο που υποτίθεται πολεμάς: τον φασισμό. Εν πάση περιπτώσει όλα αυτά τα εκφυλιστικά φαινόμενα δεν θα είχαν ευδοκιμήσει ασφαλώς, εάν το φοιτητικό κίνημα δεν είχε προσβληθεί βαρειά από τον «ιό της Μεταπολίτευσης». Πίστεψαν οι φοιτητές μας ότι θα υπηρετούσαν καλύτερα την ακαδημαϊκή ελευθερία μέσα από τον θεσμό του ασύλου που διαμόρφωσαν. Σύμφωνα με τον θεσμό αυτό ο ακαδημαϊκός χώρος ήταν άβατος από τα αστυνομικά όργανα, τους φρουρούς δηλ. της νομιμότητας και της τάξεως, ελεύθερα όμως προσβάσιμος από τους πρωταγωνιστές κάθε είδους παρανομίας. Έτσι χτίστηκε το «Ασύλου Ανιάτων», το οποίο ως περίκλειστος χώρος πολλαπλασίασε, όπως συμβαίνει σε κάθε επιδημία, τους «ιούς» που είχαν εγκλωβιστεί μέσα σε αυτό. Ήταν λοιπόν φυσικό να «βομβαρδισθεί» η Ανωτάτη Παιδεία μας ανελέητα από τους «ιούς» της αναρχίας και της ασυδοσίας, οι οποίοι με τις διάφορες «μεταλλάξεις» τους την οδήγησαν στη «διασωλήνωση».
Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο καινούργιος νόμος που αποκαθιστά, παρά την σθεναρή αντίδραση των «θεραπόντων» του «ιδρύματος», τη νομιμότητα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (επιτρέποντας στην Αστυνομία να ελέγχει την ιδιότητα των εισερχομένων στους ακαδημαϊκούς χώρους και να αποτρέπει τις παρανομίες τους), αποτελεί πράξη «εξόδου» της Ανωτάτης Εκπαίδευσης από τη «Μονάδα Εντατικής Θεραπείας», στην οποία την είχε εισαγάγει ο «ιός της Μεταπολίτευσης». Η έξοδος όμως από την εντατική, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν σημαίνει ασφαλώς θεραπεία του διασωληνωμένου απ’ όλες τις ασθένειες που έχει. Είναι μόνο μια πράξη απελευθέρωσής του ασθενούς από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του με τον ιό. Υπογραμμίζω ιδιαίτερα το στοιχείο αυτό, διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, η Ανωτάτη Παιδεία μας έχει πολλές παθογένειες, η αντιμετώπιση των οποίων χρειάζεται διαφορετική «θεραπευτική» μεταχείριση για κάθε μία από αυτές.
Εργαζόμενοι στον τομέα της «θεραπείας» τους είναι χρήσιμο να θυμηθούμε εδώ μια φράση του Ραούλ Φολερώ, του σπουδαίου Γάλλου ανθρωπιστή συγγραφέα και Ιεραποστόλου της Αγάπης του 20ου αιώνα, ο οποίος μας λέει ότι «πρέπει να κάνουμε πολλά ακόμη, για να διαπιστώσουμε ότι δεν έχουμε κάνει τίποτε απολύτως».