Αρχική » Ροτόντα: Ένα μνημείο, τρεις πολιτισμοί

Ροτόντα: Ένα μνημείο, τρεις πολιτισμοί

από kivotos

Του Θεοδοσίου Τσιβόλα, δικηγόρου, διδάκτορα εκκλησιαστικού δικαίου

 

Επανήλθε, για ακόμη μία φορά, στο προσκήνιο της ειδησεογραφικής επικαιρότητας το ζήτημα της λειτουργικής χρήσεως του θρησκευτικού πολιτιστικού μνημείου της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη. Τη σχετική συζήτηση πυροδότησε η έκδοση της από 23/12/2015 Αποφάσεως του υπουργού Πολιτισμού αναφορικά με την επικαιροποίηση και τροποποίηση της εγκεκριμένης μελέτης αποκαταστάσεως των συνθηκών επισκεψιμότητας του μνημείου, καθώς και της αποδόσεως χρήσεων στο εσωτερικό και τον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του.

Με αφορμή τις ποικίλες απόψεις που διατυπώθηκαν, ευκαίρως-ακαίρως, επί του συγκεκριμένου, αμφιλεγόμενου ζητήματος, θα ήταν ίσως χρήσιμο να παρατεθούν ορισμένα αρχαιολογικά, ιστορικά και νομικά δεδομένα, με γνώμονα, πάντοτε, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με την προστασία των πολιτιστικών αγαθών (βλ. διεξοδικώς Θ. Τσιβόλας, Η έννομη προστασία των θρησκευτικών πολιτιστικών αγαθών [= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου. Σειρά Β’: Μελέτες, 7], Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2013, σ. 79 επ.).

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η Ροτόντα, η οποία κατατάσσεται από την UNESCO μεταξύ των μνημείων «παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», οικοδομήθηκε περί το έτος 300 μ.Χ., ως λατρευτικό κτίσμα αφιερωμένο στον Δία (ή τις Καβείριες θεότητες) και μετατράπηκε, περί τα τέλη του 4ου αιώνος, επί εποχής Θεοδοσίου Α’, σε χριστιανικό ναό, λειτουργώντας αδιακόπως ως τέτοιος έως και το 1590. Ακολούθως, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα οθωμανικά στρατεύματα, αναδιαμορφώθηκε σε ισλαμικό τέμενος. Όπως διασώζεται χαρακτηριστικώς σε σχετική διήγηση του περίφημου περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή: «Η παλαιά αυτή Μονή έγινεν ιερόν τέμενος των αληθών Μουσουλμάνων. Μίαν ημέραν, ενώ ήτο εκκλησία ο άγιος, αναφωνών μεθ’ όλων των σοφίδων (καλογήρων) το “Αλλάχ! Αλλάχ!”, έκαμεν έφοδον, εκυρίευσε την μονήν ταύτην εκ των χειρών των παπάδων και την μετέτρεψεν εις μωαμεθανικόν τέμενος. Ακόμη και τώρα, ο μιναρές αυτού έχει τρεις σημαίας, επί δε του θόλου του, αντί σημαίας, έθεσαν τον λέβητα αυτού, όστις ευρέθη θαμμένος με χρυσίον εντός της γης» (βλ. Ν. Μοσχόπουλος, Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών τ. 16, 1940, σ. 342).

Ο μιναρές, στον οποίον αναφέρεται o Ε. Τσελεμπή και ο οποίος ίσταται έως της σήμερον, διατηρήθηκε τόσο κατά την εκ νέου μετατροπή του οικοδομήματος σε χριστιανικό ναό, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, όσο και μετά τη μετατροπή του χώρου, ως «εθνικού κειμηλίου», σε Μακεδονικό Μουσείο, με απόφαση της προσωρινής κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου (βλ. Διάταγμα υπ’ αριθ. 2134/18.4.1917, «Εφημερίς της Προσωρινής Κυβερνήσεως», τ. Α’, φ. 77/24.4.1917).

Το έτος 1930, μάλιστα, σε απορριπτική απάντηση εισηγήσεως του τότε εφόρου Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για την κατεδάφιση του μιναρέ και τη διάλυση των ισλαμικών ταφικών μνημείων του περιβάλλοντος χώρου της Ροτόντας, ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεώργιος Παπανδρέου, δήλωνε με έμφαση: «…φρονούμεν ότι πρέπει και τα ιστορικά αυτά μνημεία να διατηρηθώσι και φυλαχθώσι μεθ’ όσης μερίμνης και το λοιπόν μνημείον. Την ιστορίαν ενός λαού δεν αποτελούσι μόνον τα ευτυχή συμβάντα του παρελθόντος του, αλλά και αι δυσμενείς αυτού τύχαι είναι μέρος της ιστορίας του, της οποίας την ανάμνησιν ούτε δικαιούμεθα ούτε δυνάμεθα να εξαλείψωμεν» (Έγγραφο υπ’ αριθ. Πρωτ. 43974/1915/2.7.1930 του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων).

Εξάλλου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ροτόντα ανακηρύχθηκε και επισήμως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» (δυνάμει της Υ.Α. υπ’ αριθ. ΥΠ.ΠΟ. 15813/19.12.1961, βλ. «Ε.τ.Κ.» 36 Β΄/3.2.1962), ενώ ο θρησκευτικός χαρακτήρας της αναγνωρίσθηκε ρητώς από μεταγενέστερες, διαδοχικές αποφάσεις του υπουργείου Πολιτισμού.

Σημειωτέον ότι η διαχείριση και η λειτουργία της Ροτόντας αποτέλεσαν, διαχρονικώς, λόγο έντονης τριβής στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, σε σημείο μάλιστα αντιδικίας μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού και της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε πρώτα το έτος 1995, όταν, κατόπιν προτάσεως του τότε Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος [Χρυσοφάκη] και συνακόλουθης εγκριτικής αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (αφού προηγουμένως είχε ανασταλεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας σχετική απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για τον περιορισμό της λατρευτικής χρήσεως της Ροτόντας σε τρεις μόνον ημέρες λειτουργίας κατ’ έτος), η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας ψήφισε τον Κανονισμό 71/1995 («Ε.τ.Κ.» Α΄ 96/30.5.1995), διά του οποίου η Ροτόντα μετετράπη σε προσκυνηματικό ναό. Όπως έχει επισημανθεί σχετικώς, «η πρόσκτηση της ιδιότητας προσκυνηματικού ναού υπάγει σε ένα εξαιρετικό καθεστώς ορισμένους τόπους λατρείας [….] με τη μετατροπή τους σε προσκυνηματικούς οι ναοί αυτοί αποκόπτονται από την ενορία, το βασικό κύτταρο της Εκκλησίας, και στην ουσία περιέρχονται στην απόλυτη εξουσία του επιχώριου Μητροπολίτη» (Ι.Μ. Κονιδάρης, Περί προσκυνηματικών ναών. Η περίπτωση της Ροτόντας σε: Η Ροτόντα στον «Κύκλο με την κιμωλία» όπ.π., σ. 45-51 = του ιδίου, Ζητήματα Βυζαντινού και Εκκλησιαστικού Δικαίου, τ. ΙΙ, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2008, σ. 201-209).

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το άρθρο 2 του εν λόγω Κανονισμού, η εκτέλεση του οποίου ανεστάλη με την υπ’ αριθ. 776/1995 Απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, όριζε ότι «η λειτουργία του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα,) αποτελούντος πρώτον και κατά κύριον λόγον χώρον λατρείας και κατόπιν αρχαιολογικόν χώρον, δικαιώματα τα οποία του δίδουν οι εκκλησιαστικοί και λοιποί κείμενοι νόμοι, η Ελληνορθόδοξος παράδοσις και η Ιστορία, εν όψει μάλιστα των κρισίμων ιστορικών και εθνικών στιγμών τας οποίας διερχόμεθα και ως άτομα και ως έθνος, πρωτίστως έχει ως σκοπόν την τόνωσιν του Θρησκευτικού και Εθνικού φρονήματος του πιστού λαού της Θεσσαλονίκης, ως επίσης και την θεραπείαν των πολλαπλών πνευματικών και λατρευτικών αναγκών της μαθητιώσης, σπουδαζούσης, φοιτητιώσης και εργαζομένης νεότητος. Ως εκ τούτων, ο Ιερός Ναός δύναται να χρησιμοποιηθή και ως χώρος διά την πραγματοποίησιν πολιτιστικών εκδηλώσεων Θρησκευτικού και Εθνικού περιεχομένου, κατόπιν ευλογίας του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης».

Παρά ταύτα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2068/1999 Αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταργήθηκε τελικώς ο ανωτέρω Κανονισμός, ενώ με την Υπουργική Απόφαση ΥΠ.ΠΟ./ΑΡΧ/Β1/Φ.34/ΜΝΗΜ./7161/255/9.2.1999 «Χρήσεις Ροτόντας Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης», η Ροτόντα χαρακτηρίσθηκε τελικώς επισκέψιμο μνημείο με περιορισμένη λατρευτική χρήση: Συγκεκριμένα, επετράπη η τέλεση ιερών εκκλησιαστικών ακολουθιών άπαξ μηνιαίως, κατόπιν σχετικής συνεννοήσεως με τον προϊστάμενο της αρμόδιας (9ης) Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Έτσι, ρυθμίσθηκε οριστικώς το ζήτημα της (περιστασιακής) λειτουργικής χρήσεως της Ροτόντας, η οποία αποτελεί, εν ταυτώ, μνημείο χρονολογούμενο προ του 1830 και, ως τέτοιο, απολαύει εκ του νόμου αυξημένης συνταγματικής (24, §§ 1 και 6 Σ.) και νομοθετικής προστασίας (άρθρ. 6, § 4 σε συνδ. με άρθρ. 10 Ν. 3028/2002).

Χρήζει, ωστόσο, διευκρινίσεως το γεγονός ότι η προαναφερθείσα, επιβεβλημένη εποπτεία από την πλευρά των αρμοδίων οργάνων της Πολιτείας οφείλει να μην παραγνωρίζει ή να αποσιωπά τον αδιαμφισβήτητο θρησκευτικό χαρακτήρα του εν λόγω μνημείου.

Πράγματι, από τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία που προεκτέθησαν, καθίσταται πρόδηλο ότι αναπόσπαστο γνώρισμα της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Ροτόντας είναι ο θρησκευτικός, και δη ο διαθρησκειακός, χαρακτήρας της, ο οποίος επικαθορίζει, άλλωστε, και την αρχαιολογική της σημασία. Αδιάψευστοι μάρτυρες: (α) Η λατρευτική μορφή του οικοδομήματος, η οποία παραπέμπει στο αρχαίο Πάνθεον της Ρώμης, (β) Η παλαιοχριστινιακή λιτότητα και ο ψηφιδωτός διάκοσμος του εσωτερικού της, αλλά και (γ) Τα σωζόμενα ισλαμικά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου.

Όπως ορθώς έχει επισημανθεί, η Ροτόντα, «ως μνημείο μοναδικής αρχαιολογικής αξίας, που αποτυπώνει στην αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς, τον ρωμαϊκό, τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό, συμβολίζει κατά τρόπο ανάγλυφο την πολυπολιτισμική ιστορική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης» (Α. Μανιτάκης, Η Ροτόντα, σύμβολο πολιτισμικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, σε: Η Ροτόντα στον «Κύκλο με την κιμωλία» όπ.π., σ. 93).

Η ανάδειξη -μέσω της περιστασιακής λειτουργικής χρήσεως- του θρησκευτικού χαρακτήρα της Ροτόντας, η οποία αποτελεί, μεταξύ άλλων, και σημαίνον εκκλησιαστικό μνημείο, συνάδει πλήρως τόσο με τις νομοθετικές διατυπώσεις του Ν. 3028/2002 «για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» («Ε.τ.Κ.» Α΄ 153/28.6.2002), όσο και με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Γρανάδας «για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης» (βλ. και Th. Tsivolas, Law and Religious Cultural Heritage in Europe, Heidelberg, Εκδ. Springer, 2014, σ. 42-43). Σύμφωνα με το άρθρ. 11 της εν λόγω Συμβάσεως, η οποία έχει ήδη κυρωθεί νομοθετικώς με τον Ν. 2039/1992, «κάθε συμβαλλόμενος υποχρεώνεται να ενθαρρύνει: τη χρήση των προστατευόμενων ακινήτων, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής [και] την προσαρμογή, όταν είναι δυνατό, παλιών κτηρίων για νέες χρήσεις».

Ιδίως στην περίπτωση των θρησκευτικών αρχιτεκτονημάτων, όπως η Ροτόντα, η θρησκευτική (ή ενίοτε λατρευτική) χρήση τους μπορεί να μην επηρεάζει αναγκαίως την αισθητική εμφάνιση ή το αρχιτεκτονικό κέλυφος, ωστόσο, στον βαθμό που η αρχιτεκτονική συνδέεται άρρηκτα με την έννοια της λειτουργικότητας, η (λειτουργική) χρήση μιας εγκαταστάσεως αναδεικνύει και το πολιτισμικό περιεχόμενο των κτιριακών της υποδομών.

Ορθώς, επομένως, επισημαίνεται ότι «η λειτουργία (function) ενός μνημείου […] συνιστά βασική του ιδιότητα. Αλλά πώς “λειτουργεί” ένας ναός όταν σταματήσει να “λειτουργιέται”; Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο: Το ότι οι όροι εδώ συμπίπτουν δείχνει καθαρά ότι η στέρηση της λειτουργίας από ένα εκκλησιαστικό μνημείο επιφέρει αυτόματα και άρση της τεχνοϊστορικής- πολιτιστικής λειτουργικότητάς του» (Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκκλησιαστικά Μνημεία και αντικείμενα Τέχνης: Παθολογία μιας πολιτιστικής αντίφασης, σε: Έργο και λειτουργία μιας υπηρεσίας για την προστασία των μνημείων σήμερα. Έκτακτο Συνέδριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων για τον Οργανισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 1987, σ. 53).

 


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ