Του Δημητρίου Π. Λυκούδη,Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Επέρασε τον ασκητικό του βίο στην Έρημο της Αιγύπτου, τότε που ήκμαζε ο ορθόδοξος μοναχισμός. Σχεδόν 55 χρόνια έγκλειστος, εθελοβουλήτως και εκουσίως απομονωμένος από τον κόσμο ολόκληρο, μα ταυτόχρονα και τόσα κοντά στους ανθρώπους. Εσήκωσε άγριο πόλεμο, όμως, ο μιαρός διάβολος ενάντιά του, κυρίως με σαρκικούς και πονηρούς λογισμούς! Και να πεις πως ήταν νέος! Ήδη είχε συμπληρώσει τα 75 του χρόνια! Πάλεψε πολύ, ενήστευσε υπέρμετρα, αγρύπνησε υπεράνθρωπα, πλην όμως, ο πειρασμός τον εταλαιπωρούσε, ο διάβολος τον εκοσκίνιζε! Ενεφανίσθη, κάποια στιγμή, ο διάβολος και του είπε: «Θα σε αφήσω, θα φύγω και θα σε αποδεσμεύσω από τους σαρκικούς λογισμούς μόνο εάν πετάξεις μακριά εκείνη και σταματήσεις να την προσκυνάς! Μόνο τότε!», και τού έδειξε μια εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, που ο ταπεινός ερημίτης διατηρούσε στο απέριττο σπήλαιό του…!
Αλήθεια, πόσο συγκινείται ο πιστός όταν αντικρίζει την ιερή Της εικόνα, οποιαδήποτε εικόνα Της. Ως ο υμνωδός, ψάλλει περίδακρυς υπό την σκέπη Της: «Εν εσπέρα, πρωί και μεσημβρία, εν ημέρα, νυκτί και πάση ώρα. Και εν παντί καιρώ καθικετεύω σε, στένων και δακρύων, ασπάζομαι φόβω, σην σεπτήν Εικόνα» (Παρακλητικός κανών Κυρίας Πορταϊτίσσης).
Εσυνήθιζε ο άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης να λέγει ότι «όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή της Παναγίας μας επί της γης, τόσο περισσότερη Χάρη Παναγίου Πνεύματος κομίζει». Ωσάν εκείνον τον μακάριο Μοναχό στα Καυσοκαλύβια: είχε αγγελική φωνή και ήταν λαμπρός ιεροψάλτης. Κάθε που έψελνε το “Άξιον εστί” άνοιγε διάπλατα τα χέρια του προς τιμήν και σεβασμό της Κυρίας Θεοτόκου και τα κανδύλια του ναού, με τρόπο θαυματουργικό, αυτοκινούνταν ρυθμικά, πανηγυρικά, αναστάσιμα! Επανηγύριζε ο Ουρανός, επανηγύριζε ολάκερος ο αγγελικός κόσμος στο άκουσμα του εξαίσιου θεομητορικού ύμνου…
Αποτελεί πλέον ιερή και ευλογημένη συνήθεια, εκκλησιαστική εμπειρία εκπεφρασμένη και εναρμονισμένη στην αθωνική και αγιορείτικη Παράδοση, το παράδειγμα του αγίου Εφραίμ του Κατουνακιώτη: εκαθόταν και συνομιλούσε με κάποιο πνευματικό του παιδί, έξω από το κελί του. Ξαφνικά, και χωρίς να συντρέχει ειδικός λόγος εκ της συνομιλίας, ο γέροντας πετάχτηκε όρθιος και έκαμνε βαθύτατη υπόκλιση ευσεβείας προς ένα συγκεκριμένο σημείο. Το παράδοξο του εν λόγω περιστατικού ήταν ότι προς εκείνο το σημείο που εκοιτούσε και υποκλινόταν ο άγιος, δεν υπήρχε κανείς! Σύντομα, όμως, ο άγιος ετακτοποίησε τους λογισμούς απορίας του συνομιλητή του: «Συγχώρα με παιδί μου, εάν σε τρόμαξα. Αλλά να, επέρασε η Κυρία Θεοτόκος, ως κάμνει καθημερινά εδώ στον Άθωνα, και ευλογεί όλα τα καλογέρια και παιδιά Της και Της έβαλα μετάνοια!».
Η Κυρία Θεοτόκος, λέγει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, είναι η μόνη που προσφωνεί τον Κύριο Ιησού Χριστό «Υιέ και Θεέ μου». Ως δούλη κατά τη θεότητα του Θεανθρώπου και ως Μητέρα κατά την ανθρωπότητά Του. Έτσι, έχει ταυτόχρονα πρεσβεία δουλική και κυρίως, πρεσβεία μητρική και, επομένως, σκέπει, σώζει και αγιάζει. Εκείνη, ως θυγατέρα του Πατρός, Μητέρα του Υιού και Νύμφη του Παναγίου Πνεύματος, κατά τον υμνωδό.
Λέγουν για τον Όσιο Ιερεμία τον προορατικό. Εμόνασε στην αγιασμένη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, και επήγε στο μοναστήρι σε μεγάλη σχετικά ηλικία. Ένεκα, όμως, της υπερβολικής του αγάπης προς την Κυρία Θεοτόκο -μεταξύ άλλων, λέγεται ότι εδιάβαζε τους Χαιρετισμούς προς τιμήν Της 5 φορές καθημερινά- έλαβε το χάρισμα από τον Πανάγιο Θεό της γνώσεως των μελλοντικών γεγονότων και των μυστικών διαλογισμών των ανθρώπων (προορατικό και διορατικό αντίστοιχα). Και δεν ήσαν λίγες οι φορές που όσοι επερνούσαν από το κελί του Οσίου άκουγαν “ουράνιες” συνομιλίες και, κατά γενική παραδοχή των λοιπών Πατέρων της Μονής, η Κυρία και Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, πολλές φορές είχε εμφανισθεί στον ταπεινό και πιστό Ιερεμία, κομίζουσα χάρη και ευλογία Ουρανού.
Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν δυο κύριοι ναοί αφιερωμένοι στην Κυρία Θεοτόκο: α) ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου φυλασσόταν η αγία Εσθήτα της Παναγίας μας (πρόκειται για θεομητορικό ένδυμα που ομοιάζει ως εσάρπα) και β) ο ναός της Παναγίας των Χαλκοπρατείων, όπου φυλασσόταν η Τιμία Ζώνη της Θεομήτορος. Επί βασιλείας (886-912) Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (866-912), ο άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστός σαλός (εορτάζει 28 Μαΐου), επήγε στο ναό που ετελείτο αγρυπνία να προσευχηθεί. Και είδε σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, πανύψηλη, να συνοδεύεται από τον Τίμιο Πρόδρομο, τον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και από αναρίθμητο πλήθος λευκοφόρων αγίων, να εισέρχεται εντός του ναού και να κατευθύνεται αργά και αρχοντικά προς το μέσον. Φθάνοντας εκεί, εγονάτισε και προσευχόταν με δάκρυα στον Κύριο Ιησού Χριστό υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Μετά, αφού ευλόγησε όσους αγρυπνούσαν, εισήλθε στο ιερό θυσιαστήριο για να συνεχίσει την προσευχή Της. Και λίγο πριν ολοκληρώσει τη θεομητορική εμφάνισή Της, από της Ωραίας Πύλης, έβγαλε την αγία Εσθήτα Της και εσκέπασε με αυτή, χαριτωμένα και θαυματουργικά, όλο το εκκλησίασμα (από τον 12ο αι. καθιερώθηκε η εορτή της Αγίας Σκέπης, όλως αναφορικώς, τη 1η Οκτωβρίου).
Έρχονται στο νου μου τα λόγια εκείνου του αγίου μοναχού, από την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά (εκοιμήθη προσφάτως ο μακάριος). Αποστεωμένος σχεδόν, με ιλαρό και μειλίχιο ύφος και ταπεινό φρόνημα, αυτά τα λόγια μου εψιθύρισε τότε, όταν έδωσε ο Θεός και τον εγνώρισα στα περίχωρα της Παλαιστίνης, μια ημέρα του Ιούλη, στα 2015: «Παιδί μου, πολύ συγκινείται η Παναγία μας με όσους αγρυπνούν προσευχόμενοι προς Εκείνη και τον Υιό Της. Πολύ συγκινείται, να το θυμάσαι αυτό που σου λέω, πολύ συγκινείται με όσους θυσιάζουν τον ύπνο τους και προσεύχονται, κυρίως τη νύχτα. Τόσο που, ανάλογα με την ταπείνωση των αγρυπνούντων, κάμνει γρήγορα αισθητή την εύνοια και ανάπαυσή Της!».
Εξεκίνησε η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή και, ωσαύτως, πλησιάζει και η Α’ Στάση των Χαιρετισμών προς την Κυρία Θεοτόκο. Κυρία Θεοτόκε, «δέχου των τεκνίων σου τας φωνάς, ω Γλυκοφιλούσα, οία μήτηρ πάντων πιστών» (παρακλητικός κανών Γλυκοφιλούσας) και «άρον σου τα όμματα Μαριάμ και ιδέ ευσπλάγχνως, τους Εικόνι Σου τη σεπτή παρεστώτας Κόρη, και Σε παρακαλούντας και πλήρωσον αιτήσεις τούτων Πανύμνητε» (παρακλ. κανών Πορταϊτίσσης).
Είναι αργά, σχεδόν ξημερώματα, που ολοκληρώνω τις γραμμές αυτές. «Ἀρον σου τα όμματα Μαριάμ, άρον σου τα όμματα…» και δίδαξέ με να αγρυπνώ προσευχόμενος, ν᾿ αγαπώ, να υπομένω και ταπεινά να πολιτεύομαι. Σχεδόν ξημερώματα και ολοκληρώνοντας αυτές τις γραμμές, τούτο μόνο θέλω και επιθυμώ να εμπιστευτώ μαζί σου, ω συνοδοιπόρε και παναγιόφιλε αναγνώστα: ναι, αξίζει για τη Χάρη Της, ας χάσουμε και τον ύπνο μας…!