Γράφει ο Σταύρος Γουλούλης

Η Αναστήλωση των Eικόνων (843) θεωρείται τερματισμός στην αμφισβήτηση από μια ασιατικού τύπου λογική προς το ορθόδοξο πνεύμα και παράδοση, εκπεφρασμένης με ελληνική ορολογία, το ελληνικό γλωσσικό εργαλείο. Οι εικόνες, φορητές ή εντοίχιες, αποτελούν εξέλιξη της αρχαίας τέχνης, αφού τα αγάλματα, όσα σώζονταν, τα διατηρούσαν μεν και στο Βυζάντιο, αλλά δεν παράγονταν πια νέα. Μία κοινωνία δεν δημιουργεί αιωνίως την ίδια τέχνη. 

Η εικονομαχία, ταλαιπωρία της τέχνης κυρίως όμως της θεολογίας, ερμηνεύεται ως ιστορικό φαινόμενο με βάση την εσωτερική πολιτική του Βυζαντίου, αλλά και την εξωτερική: Οι εικονοκλάστες αυτοκράτορες ήθελαν να φέρουν το Βυζάντιο πιο κοντά στην κατακτημένη από τους Άραβες Ανατολή, η οποία δεν έτρεφε συμπάθεια στην απεικόνιση ανθρώπου, αντιδρώντας στον ελληνορωμαϊκό αστικό τρόπο ζωής. Έτσι οι εικόνες, το έσχατο θύμα, ήταν η τελευταία δογματική έριδα απ’ όσες άρχισαν περί τον 4ο αιώνα, όταν πάλι στην Ανατολή είχαν πρόβλημα κατανόησης και αποδοχής ελληνικών όρων της πίστεως. Και τότε είχαν βρεθεί αυτοκράτορες θέλοντας να συμβιβάσουν τα πράγματα: αρειανιστές, πνευματομάχοι, μονοφυσίτες, μονοθελητικοί, μονοενεργητικοί... 

Οι ρίζες της πολεμικής τακτικής κατά των εικόνων του νόμω κρατούντος καίσαρος, βρίσκονται πάλι στον 4ο αιώνα, όταν εμφανίσθηκε το φαινόμενο να καταστρέφονται έργα παγανιστικής τέχνης ακόμη και ναοί πολυθεϊστών. Πολλά λέγονται από μη ειδικούς για μία καταστροφική διάθεση Χριστιανών εναντίον ιερών θεοτήτων. Όμως, οι γενικεύσεις είναι κι αυτές κατεδαφιστικές. Σίγουρα όποιοι ήταν, ό,τι έκαναν, δεν ενήργησαν ως εντολοδόχοι της ρωμαϊκής εξουσίας, ενός διαχρονικού μηχανισμού σκέψεως-δράσεως, η οποία απλώς απαγόρευε την πολυθεϊστική λατρεία ως μη ενοποιητικό στοιχείο του, είχε εκπέσει ιδεολογικά, κονωνικά. Ήταν η ίδια εξουσία που αντιμετώπισε τον Χριστιανισμό με υποψία και διωκτική διάθεση επί 250 χρόνια (64-311/13) για τον ίδιο λόγο, θέλοντας να επιβάλει την αυτοκρατορική λατρεία, το θεϊκό ζεύγος Ρώμης και Αυγούστου, σε όλο το κράτος, με σκοπό την πολιτική και διοικητική συσπείρωση. Τάση θρησκευτικής ομογενοποίησης διείδε ο συγγραφέας της Αποκαλύψεως και κατήγγειλε την κρατική ρωμαϊκή θρησκεία, όμως ούτε αυτός ούτε οι συγγραφείς Ευαγγελίων και Επιστολών υποβάλλουν καταστροφές ναών, αγαλμάτων. Η Βαβυλώνα-Ρώμη μόνη της βουλιάζει. Καλά είναι, όμως, σήμερα να μην λαμβάνει κανείς τοις μετρητοίς (ή και να απορρίπτει) ανάλογα ιερά κείμενα του Ισραήλ, όπου γίνονται καταστροφές εν ενεργεία ειδώλων κι όχι έργων τέχνης, διότι αγνοεί τις ιστορικές συνθήκες, όπως και ότι αυτά ανασυντάχθηκαν πολύ αργότερα, όταν υπήρχε άλλη ιστορική φόρτιση. Ο Παύλος δεν προτρέπει σε καταστροφή ούτε καν των ειδωλοθύτων, αλλά το αντίθετο συνιστά ανοχή  σε πολλά πράγματα. Προφανώς θεωρούσε πιο επικίνδυνο να πολεμηθεί το υπάρχον ρωμαϊκό σύστημα. Η απόρριψη ειδώλων συνιστάτο με πνευματικά όπλα όχι βία. Διέβλεπε και τις ανάγκες ενότητας του κράτους μέσω της θρησκείας. Εφάρμοζε το «ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι». Οι «λύκοι» που μιλούσε ο Χριστός (Ματθ. 16.10) αφορούσαν στο Κακό, προσωποποιημένο. 

Όταν άλλαξαν οι καιροί, όταν ο Χριστιανισμός αναβιβάσθηκε σε θρησκεία ευνοούμενη (Φεβ.313 κ.ε.) ή επίσημη (27 Φεβ. 380), η ‘‘αιώνια Ρώμη’’ παρομοίως, ενδιαφερόταν για την ενοποίηση της αυτοκρατορίας. Οπότε σταδιακά ήταν η Ρώμη που έστρεψε πάλι τον διωκτικό μηχανισμό της εναντίον τής πολυθεΐας, που είχε εκπέσει ως απόλυτη αξία, ακριβώς γιατί δεν εθεωρείτο πλέον συνεκτικό στοιχείο του κράτους. Εκδόθηκαν διάφοροι νόμοι για τη μη άσκηση αρχαίων θρησκειών και μαγείας, αλλά ταυτόχρονα εκδόθηκαν και άλλοι που προστάτευαν ναούς, αγάλματα και έργα τέχνης. Ειδικά στην Ελλάδα η προϊούσα παρακμή των Ιερών, την οποία καταγράφει εναργώς ο Πλούταρχος (τέλη 1ου αι.-αρχές 2ου αι. μ.Χ.), είχε συνέχεια να κτισθούν νέοι χριστιανικοί ναοί στις ίδιες θέσεις, αλλά αρχαιολογικές έρευνες στον ελλαδικό χώρο δεν ανακάλυψαν ίχνη καταστροφών στη μεταβατική εποχή [J.M. Spieser, La christianisation de sanctuaires païens en Grèce, Neue Forschungen in Griechischen Heiligtümern, Tübingen 1976, 309 κ.ε.] H περιουσία των ναών, βέβαια, περνούσε στους νέους ιδιοκτήτες [Βλ. Λιβάνιος, Υπέρ των ελληνικών Ιερών, 11-12, 21]. Πολλοί ναοί σώθηκαν, όσοι λειτουργούσαν ως χριστιανικοί. Όσον αφορά στα αγάλματα, τα μεν μεταλλικά τα έλιωναν για χρήμα, τα δε μαρμάρινα τα έδιναν σε β΄ χρήση. Είχαν εκπέσει από αδήριτες ανάγκες οι αισθητικές αξίες. Μην βλέπουμε πάντοτε ιδεολογία, όταν υπάρχουν ανάγκες και συμφέροντα στη ζωή. Όσα δε όντως άσχημα περιγράφει ο Λιβάνιος, αθροιστικώς δεν αποτελούν παρά λαϊκισμό, στον οποίο η τοπική εξουσία, δυστυχώς, έκλεινε τα μάτια. Αν μείνουν κάποιες περιπτώσεις με καταστροφές ιδίως αγαλμάτων, δεν μπορεί να κριθούν αυστηρά κάποιοι πονεμένοι από διωγμούς. Μετά, ένα ποσοστό ανθρώπων, ασχέτως τί θεό πιστεύουν, είναι ακραίοι. Άλλοι ήταν νεοφώτιστοι βάρβαροι, όπως οι Γότθοι του Αλάριχου που κατέστρεψαν διάφορα μεγάλα Ιερά της Ελλάδας (396). Τέτοιες καταστροφές δεν έγιναν από τους έχοντες ελληνική παιδεία και παράδοση, τους ελληνικής καταγωγής. Η ρωμαϊκή εξουσία υπερέβαλε στην Ανατολή, αλλά η πολιτική έχει τη δική της σκέψη, κίνητρα. 

Τον κύριο λόγο είχε το κράτος, ο ρωμαϊκός νόμος. Προστάτευε αλλά και δίωκε τα εικαστικά σύμβολα, κατά εποχές, ανάλογα, για λόγους ενότητας, προστασίας της κοινωνίας. 

Οι δύο τέχνες, αρχαιοελληνική και βυζαντινή, βλέποντας το θείον αντίστροφα, ευνόησαν την εικαστική ανάγνωση. Οι Αρχαίοι φαντάσθηκαν τη θεότητα μέσω του ανθρώπου, οι Χριστιανοί, μέσω του Ιησού Χριστού, Θεανθρώπου.