Γράφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης
«Μετά τον Θεό ας έχουμε σε κάθε ενέργειά μας ως άγρυπνο φρουρό και ως γνώμονα ασφαλή τη συνείδησή μας. Έτσι αντιλαμβανόμενοι από πού φυσά ο άνεμος θα ανοίγουμε προς τα εκεί και τα ιστία που πλοίου μας» (Κλίμαξ, λόγ. κστ΄ 5).
Ένα καραβάκι είναι ο καθένας μας στη θάλασσα του βίου. Στη θάλασσα αυτή που έχει και μπουνάτσες, αλλά συνήθως έχει μεγάλες φουρτούνες – ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο κόσμος αυτός, μετά την πτώση στην αμαρτία βεβαίως, χαρακτηρίζεται ως «κοιλάδα πένθους και δακρύων», ενώ ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «με πολλές θλίψεις θα εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού». Τα κύματα υψώνονται μανιασμένα τις περισσότερες φορές πάνω στο καραβάκι αυτό, το οποίο κινδυνεύει γι’ αυτό συχνά να καταποντιστεί. Φτάνουμε τότε στο σημείο να χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Κύματα και φουρτούνες ασφαλώς οι δοκιμασίες της ζωής, οι πειρασμοί, ο κόσμος ο κείμενος εν τω πονηρώ που παραμονεύει πώς να μας καταπιεί.
Ευτυχώς υπάρχει πάντοτε η πυξίδα. Αυτή που και στη μεγαλύτερη μαυρίλα και καταιγίδα μάς δείχνει την ορθή πορεία. Κι ορθή πορεία είναι αυτή που μας οδηγεί στον ουρανό: τη σχέση μας με τον Θεό. Κι αυτό γιατί Εκείνος είναι ο Δημιουργός μας, ο Φροντιστής και Προνοητής της ζωής μας, ο τελικός σκοπός μας. Όπως το δηλώνει και ο απόστολος Παύλος: «Εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». Κι ακόμη πιο συγκεκριμένα: γιατί ναι μεν είμαστε δημιουργήματα του Θεού, αλλά μ’ έναν τρόπο μοναδικό, τόσο που «επαναλαμβάνουμε» τον Θεό κατά το παντοδύναμο θέλημά Του: «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ημετέραν». Ως εικόνες λοιπόν του Χριστού Θεού μας, αν χάσουμε τον προσανατολισμό αυτόν, δηλαδή τή διαρκή απόβλεψη σ’ Εκείνον, πράγματι και αληθώς χανόμαστε. Τι νόημα έχει μια ζωή δίχως Θεό; Μία πορεία κυριολεκτικά στα τυφλά! Κι η κάθε ημέρα μας χωρίς Αυτόν; «Κι άλλη μια μέρα δίχως σκοπό», που λέει ο στίχος ενός παλιού τραγουδιού.
Ποια είναι η πυξίδα; Το θέλημα του Θεού. Που είναι γνωστό αφότου ο Θεός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος. Μας είχε δώσει τα κεντρικά σημεία της πορείας μας, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, κατεξοχήν μας τα έδωσε, τότε που ήλθε, γιατί όχι μόνο μας έδειξε τον ουρανό ως σημάδι προσανατολισμού, αλλά μας πήρε, μας έκανε κομμάτι του Εαυτού Του, και μαζί πια με Εκείνον πορευόμαστε στη θάλασσα του βίου. «Εγώ το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα» μας απεκάλυψε. «Μέλη του σώματός Του». Πόσο παρήγορη πια είναι η πορεία του χριστιανού. Γιατί παλεύει με τα κύματα, αλλά καπετάνιο στο σκαρί του έχει τον ίδιο τον Χριστό! (Μια παλιά εικόνα αποτυπώνει με μεγάλη αμεσότητα την πραγματικότητα αυτή: Ο Χριστός να κρατάει το τιμόνι του δικού μας καραβιού)!
Δεν βαδίζουμε λοιπόν στα… κουτουρού! Ό,τι μας λέει ο λόγος του Θεού. «Όπου και να είσαι, έχε ως βάση σου την Αγία Γραφή» (Μ. Αντώνιος). Αλλά ο όσιος επισημαίνει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: μαζί με τον Θεό που μας καθοδηγεί με τον λόγο Του, έχουμε και τη συνείδησή μας. «Η συνείδησή σου είναι ο άγρυπνος φρουρός σου και ο ασφαλής σου γνώμονας». Αρκεί βεβαίως να λειτουργεί η συνείδηση. Διότι δυστυχώς πολύ συχνά δεν την ακούμε σ’ αυτά που μας συμβουλεύει, οπότε σιγά σιγά τη θέτουμε σε αχρηστία, κι η φωνή της, αν δεν σβήσει εντελώς, είναι τόσο ψιθυριστή, που είναι σαν να μην υπάρχει. «Αν θέλεις να προκόψεις, φρόντισε τη συνείδησή σου και όσα σου λέει κάνε τα» (αββάς Μάρκος). Ν’ ακούμε τη φωνή της συνείδησής μας. Εκείνης όμως που έχει εμβαπτιστεί και διαποτιστεί από τον λόγο του Χριστού. Εκείνης που έχει μπει στον ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Αν δεν λειτουργεί έτσι, τότε καλύτερα να μην… την ακούμε! Γιατί μάλλον δεν θα μας λέει τα σωστά.