Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ ,Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

 

Ο εμβληματικός αυτός στίχος ανήκει στον Σάμιο ποιητή και αγωνιστή του 1821 Γεώργιο Κλεάνθη, αποκρυσταλλώνει, όμως, το συλλογικό φρόνημα των αγωνιστών της Επανάστασης. Γιατί παρόμοιες είναι οι εκφράσεις και άλλων αγωνιστών, με πιο χαρακτηριστική ίσως εκείνη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες πήραν τα όπλα πρώτα για την πίστη του Χριστού και μετά για την ελευθερία της πατρίδας. 

Αν εξετάσουμε τις διατυπώσεις αυτές συστηματικά, θα δούμε ότι δεν ενέχουν κάποιου είδους προτεραιότητες, αλλά αποτυπώνουν το ουσιαστικό φρόνημα της Επανάστασης. Αυτό που αποτυπώνεται και στα συντάγματα του αγώνα, και ιδίως εκεί όπου γίνεται προσπάθεια να οριστούν τα κριτήρια για το ποιοί θα αποτελέσουν πολίτες του νέου κράτους, όπου με σαφήνεια ορίζεται ότι η ιδιότητα του Ορθόδοξου Χριστιανού ήταν αποκλειστική προϋπόθεση για την αναγνώριση του δικαιώματος του πολίτη. 

Και βέβαια το γεγονός ότι η προμετωπίδα του συντάγματος των Επαναστατημένων Ελλήνων αναφερόταν στην Αγία Τριάδα δεν ήταν, κατ’ εμέ κριτή, αποτέλεσμα ούτε γαλλικών ούτε αμερικανικών επιδράσεων, αφού στα ανάλογα συνταγματικά κείμενα των λαών εκείνων υπήρχε γενική και ουδετερόθρησκη αναφορά σε «υπέρτατο ον» και «δημιουργό της φύσεως». Οι επαναστατημένοι Έλληνες αντιθέτως αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στον Τριαδικό Θεό, όπως τον γνώριζαν και τον λάτρευαν μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ακριβώς επειδή στην μακρόχρονη παράδοσή τους είχαν συνηθίσει σε κάθε πράξη τους, ακόμη και στα δικαιοπρακτικά τους έγγραφα, να ξεκινούν με επικλήσεις στο Θεό, την Παναγία και τους αγίους, και αυτή την πρακτική επανέλαβαν, πόσο μάλλον όταν ξεκίνησαν να φτιάξουν κράτος.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά, τα πράγματα έχουν εν πολλοίς αλλάξει και όλο και περισσότερο κερδίζει έδαφος η αντίληψη ότι δεν υπάρχουν θρησκευτικά προσδιορισμένες κρατικές διοικητικές δομές, αλλά λαοί με συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη. Ότι δεν έχουμε ορθόδοξο κράτος, αλλά ορθόδοξο λαό που κατοικεί σε ένα κράτος. Ωστόσο, τις σύγχρονες αυτές αντιλήψεις δεν μπορούμε βέβαια να τις προβάλλουμε στο παρελθόν, γιατί έτσι διαπράττουμε το επιστημονικά και μεθοδολογικά κολάσιμο σφάλμα του αναχρονισμού. Άλλο τι θεωρείται επικρατέστερο σήμερα, και άλλο το τι θεωρούσαν ως αληθές και πραγματικό οι απλοί άνθρωποι που αγωνίστηκαν το 1821, και οι κάθε είδους ηγεσίες τους, πολιτικές, πνευματικές και θρησκευτικές.

Συνεπώς το να επεκτείνουμε του εορτασμούς των διακοσίων χρόνων της Επανάστασης στην ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους είναι σφάλμα μεθοδολογικό και ουσιαστικό. Κι αυτό επειδή προβάλλουμε στο παρελθόν ιδέες που διαμορφώθηκαν στην πορεία των πραγμάτων, και κάνοντάς το αυτό συσκοτίζουμε τους όρους και τις συνθήκες του ίδιου του αγώνα. Η μόνη ασφαλής πρακτική για να προσλάβουμε και να ερμηνεύσουμε το 1821, για να δούμε αν τελικά πέρα από επετειακός εορτασμός έχει κάτι να μας πει σήμερα, είναι να εγκύψουμε στις πηγές και να ακούσουμε την ίδια την φωνή των αγωνιστών, όπως προκύπτει από τα έγγραφα, τα κείμενα και τα απομνημονεύματά τους, όπως αποτυπώνεται στην προφορική λαϊκή παράδοση της εποχής (δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις κ.λπ.) και όπως απεικονίζεται στην τέχνη της εποχής, με τις ποικίλες συμβολικές συνδηλώσεις της. Και να τα δούμε αυτά όλα στις βαλκανικές, μεσογειακές και ευρωπαϊκές τους συνάφειες, ώστε να ερμηνεύσουμε όσο πληρέστερα μπορούμε την δεδομένη ιστορική συγκυρία. Πάντως, όχι να προβάλουμε δικές μας ιδεοληψίες στο παρελθόν, προσπαθώντας να δικαιολογήσουμε σημερινά ιδεολογήματα –όσο κι αν αυτά μας γοητεύουν– κατασκευάζοντας και όχι φωτίζοντας την δήθεν ιστορική τους υπόσταση.

Αν δεν εργαστούμε έτσι, ούτε γνωρίζουμε ούτε ουσιαστικά τιμούμε το 1821. Απλώς προσπαθούμε να εμφυτεύσουμε στην Επανάσταση στοιχεία που πιθανώς να δικαιολογούν την ύπαρξη και τη στάση μας στο παρόν, καθαγιάζοντας όσα εμείς πιστεύουμε, ερήμην όμως των ουσιαστικών προταγμάτων του Αγώνα, που ήταν, όπως οι πηγές φανερώνουν ασχέτως του αν αυτό συμφωνεί με τα ιδεολογήματά μας ή όχι, η πίστη και η πατρίδα. Σε διαφορετική περίπτωση κάνουμε ξανά, με άλλο ίσως τρόπο, αυτό που επί δεκαετίες κατηγορούμε: ιδεολογική χρήση της ιστορίας, και τίποτε λιγότερο ή περισσότερο. Και τούτο δεν είναι μόνο αντιεπιστημονικό και ανερμάτιστο, είναι ταυτοχρόνως και βαθύτατα οπισθοδρομικό, καθώς μας επιστρέφει από έναν άλλο δρόμο σε ιδέες και πρακτικές που έχουν πλέον καταστεί ανενεργές και έχουν δεχθεί την δικαιολογημένη κριτική του επιστημονικού κόσμου, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.