Του Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Πολλές φορές, κάθε που ετοιμαζόμουν να γράψω ένα κείμενο, άλλοτε μικρό, άλλοτε μεγαλύτερο, πριν ξεκινήσω, επήγαινασε μια γωνιά ήσυχη και ρωτούσα με ειλικρίνεια και αγάπη την καρδιά μου και, είναι αλήθεια, 42 χρόνια τώρα, όσες φορές και αν τη ρώτησα, δεν επρόδωσε, ψέματα δεν μου είπε! Ρωτούσα, τι θέμα επιλέγεις να παρουσιάσεις; με ποια κριτήρια; ποιος ο σκοπός; Και όταν ελάμβανα απάντηση σε ετούτα τα ερωτήματά μου και σε άλλα τόσα, ευθύς αμέσως, ετοίμαζα τα μολύβια μου (αν θυμάσαι, στο είπα και άλλοτε, πάντοτε με μολύβια σχεδιάζω σκέψεις στο χαρτί), έκαμνα το σημείο του Σταυρού, κοιτούσα νοσταλγικά τις εικόνες των Αγίων που έχω στο γραφείο μου και ξεκινούσα. Κάθε κείμενο και ένα νέο ταξίδι συγγραφής, νέος προορισμός, νέος στόχος! Μα, και οι συν-ταξιδιώτες μου δεν άλλαξαν, ήταν και παραμένουν πάντοτε στο πλευρό μου, έχω την αίσθηση τουλάχιστον!
Μεγαλύτερη μέριμνα και φροντίδα μου είχα και έχω, όταν τελειώσεις την ανάγνωση, κάτι να κρατήσεις, κάτι να πάρεις μαζί σου και να φυλάξεις μέσα σου με σεβασμό, εκεί που ο ποιητής το ονοματίζει “άγιο Βήμα” της καρδιάς σου. Και πήρα την απόφαση, αφού να λάβεις δώρο και αντίδωρο πνευματικό σού πρέπει, να μεταφέρω εδώ λόγια των Πατέρων, σημεία και ιστορίες αγίων Γερόντων, που τόσα έχουν να μας διδάξουν και, ασφαλώς, ν᾿ αποκρύψω δικούς μου λογισμούς καί σκέψεις καί ιδέες!
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι, πάντοτε, «η Εκκλησία ετίμαλόγονέμπρακτον και πράξινελλόγιμον» ή, αλλέως, «η Θεολογία είναι λειτουργία του κεκαθαρμένου δια πράξεως νου». Αυτό, στην πράξη, έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στο ασκητικό πρόσωπο του Γέροντα Δαμασκηνού, που ασκήτευσε τον 16ο αι., στην περιοχή της Αγίας Άννας, στο Άγιον Όρος. Αυτός ο μακάριος γέρων είχε τέλεια ακτημοσύνη και εκούσια πτωχεία, που έκαμνε ακόμη και αυτόν τον έρημο τόπο να γονατίζει ευλαβικά εμπρός του!
Έλεγε συχνά, ο Γέρων Δαμασκηνός, στην προσευχή του: «Κάμε, Θεέ μου, όλοι οι ειδωλολάτρες, όλοι οι άπιστοι, οι άθεοι, οι αιρετικοί και κακόδοξοι να μεταβληθούν, να γνωρίσουν την αλήθεια, να σε πιστέψουν, να γίνουν όλοι “μία ποίμνη” που να έχει Σένα μόνον ποιμένα, τον Μοναδικόν εν Τριάδι Θεόν» (Ανδρέου Μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, Αθήνα 1994, σελ. 44).
Και οι άλλοι Πατέρες που τον εγνώριζαν, έλεγαν συχνά ότι έχουν έναν άγιο ανάμεσά τους, έναν μεγάλο στάρετς δίπλα τους: «Πλημμύριζε αγάπη η καρδιά του για όλο τον κόσμο. Πολλές φορές…ερχότανε σε έκσταση, έβλεπε μυστήρια μεγάλα και γέμιζε όλος από θεία χαρά και ευφροσύνη. Οι Πατέρες γνώριζαν καλά την πνευματική του προκοπή και όλοι πρόθυμα τούδιναν ό,τι χρειαζότανε, αλλ᾿ αυτός όπως είπαμε, έπαιρνε μόνο λίγο παξιμάδι. Κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας κι άφησε σ᾿ όλους τις καλύτερες αναμνήσεις» (Αυτόθι, σελ. 44).
Όμως, «λόγονέμπρακτον και πράξινελλόγιμον» έχει να μας διδάξει και η επόμενη αγιορείτικη διήγηση, που αναφέρεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Ο μοναχός Ηλιόδωρος ήταν ενάρετος, ταπεινός, πράος και φιλακόλουθος, χωρίς να κατακρίνει κανέναν. Είχε, δε, τέτοια απλότητα ώστε αξιώθηκε πολλές φορές να δει την Κυρία Θεοτόκο μπροστά του, οφθαλμοφανώς, ολοζώντανα! «Μια μέρα πάλι, στην αγρυπνία μετά το Απόδειπνο, ο ευλογημένος αυτός Ηλιόδωρος βλέπει την Παναγία να θυμιάζει όλο το Ναό. Πήγαινε στα στασίδια των Μοναχών, μερικά από τα οποία δεν είχαν μοναχούς και η Παναγία τα θύμιαζε, και πολλά στασίδια που είχαν μοναχούς δεν τα θύμιαζε. Τούτο κίνησε την περιέργεια του Γέροντα Ηλιόδωρου και γεννήθηκε η απορία μέσα του, γιατί άραγε τα στασίδια που έχουν μοναχούς δεν τα θυμιάζει και θύμιαζε τα στασίδια που δεν έχουν μοναχούς; Με δάκρυα ο ενάρετος αυτός Μοναχός παρακάλεσε την Παναγία να πληροφορήσει την απορία του αυτή. Οπόταν μετά τριήμερη προσευχή παρουσιάστηκε στον ύπνο του, η Παναγία και του είπε: “Ηλιόδωρε, μάθε πως τα στασίδια που είναι άδεια τα θυμιάζω, γιατί, οι μοναχοί που κάθονται σ᾿ αυτά και παρακολουθούν τις ιερές προσευχές και Ακολουθίες, βρίσκονται σε υπηρεσία και διακονήματα της Μονής, αλλ᾿ κει που είναι και εργάζονται, έχουν συνέχεια τον νου τους στην κοινή προσευχή, που γίνεται εδώ στο Ναό […] Ενώ, πολλοί από τους Μοναχούς που κάθονται στα στασίδια τους και δεν προσεύχονται νοερά με τους άλλους αδελφούς, αλλά, άλλοτε συζητούν μεταξύ τους, άλλοτε σκέπτονται άσχετα με την προσευχή πράγματα, άλλοτε κατακρίνουν, άλλοτε ζηλεύουν…οι μοναχοί αυτοί, καίτοι βρίσκονται στις θέσεις και κάθονται στα στασίδια τους, δεν υπολογίζονται με τους παρώντες, αλλά θεωρούνται ως απόντες και επειδή δεν προσεύχονται καθαρά, δεν τους αξίζει να τους θυμιάσω» (Αυτόθι, σελ. 207-208).
Αναφορικά δε, με την ορθοπραξία στην πνευματική ζωή, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υπογράμμιζε τη βαρύνουσα σημασία της αυτοκριτικής, κυρίως, στο τέλος της ημέρας ή, διαφορετικά, στην απαρχή της γλυκυτάτης νυχτερινής προσευχής. Χαρακτήριζε αυτή την αυτοκριτική σωτήρια και φωτιστική για τον πιστό και την παρομοίαζε με το “ταμείο”, που κάθε εμβριθής έμπορος κάμνει στο τέλος της εργασιακής του ημέρας. Ένα “ταμείο πνευματικό” βάση του οποίου, ο πιστός θα θυμάται μόνο και αποκλειστικά όσα άτοπα, εφάμαρτα και ανίερα διέπραξε κατά τη διάρκεια της ημέρας που πέρασε. Και έτσι, βάζεις αρχή μετανοίας καθημερινά, κάμνεις νέα απαρχή, βάζεις νέο στόχο για την επάνοδο «εις την προτέρανευγένειαν», ως θα έλεγε ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
Όλη η Θεολογία, όλη η Εκκλησιολογία σε μια φράση: «Πάντοτε, «η Εκκλησία ετίμαλόγονέμπρακτον και πράξινελλόγιμον» ή, αλλέως, «η Θεολογία είναι λειτουργία του κεκαθαρμένου δια πράξεως νου».
Και πήρα την απόφαση, αφού να λάβεις δώρο και αντίδωρο πνευματικό σού πρέπει, να μεταφέρω εδώ λόγια των Πατέρων, σημεία και ιστορίες αγίων Γερόντων, που τόσα έχουν να μας διδάξουν και, ασφαλώς, ν᾿ αποκρύψω δικούς μου λογισμούς καί σκέψεις καί ιδέες! Άλλωστε, και με τέτοιο τρόπο έχω σκοπό και σκέφτομαι και ετούτο το κείμενο να κλείνω: «Είπε Γέρων: “Όπως ακριβώς είναι αδύνατον να ιδή κανείς το πρόσωπόν του εις επιφάνειαν θολωμένου νερού, τοιουτοτρόπως και η ψυχή είναι αδύνατον να προσευχηθή θεωρητικώς, εάν δεν καθαρθή από τους επιβλαβείς λογισμούς”» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, Δ’ 15).