Του Χρήστου Γ. Κτενά
Οι διεργασίες για την επιλογή των υποψηφίων των δύο μεγάλων κομμάτων στην Αμερική, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου έχουν ξεκινήσει εδώ και κάποιο καιρό. Αυτή η αρκετά περίπλοκη διαδικασία πραγματοποιείται μέσω προκριματικών εκλογών σε κάθε πολιτεία, στις οποίες οι ψηφοφόροι επιλέγουν τον υποψήφιο της προτίμησής τους. Η όλη υπόθεση θα έχει τελειώσει στις αρχές καλοκαιριού, οπότε κάθε κόμμα θα κάνει το συνέδριό του και θα αναδείξει τον υποψήφιο που θα έχει συλλέξει τις περισσότερες ψήφους – ή, πιο σωστά, τους περισσότερους εκλέκτορες από κάθε πολιτειακή εκλογή. Και, βέβαια σε αυτή τη διαδικασία δημοκρατικής ανάδειξης, ένα από τα πιο βασικά κριτήρια επιλογής των υποψηφίων δεν είναι άλλο από τη στάση και τη θρησκευτική πίστη τους.
Και τούτο καθώς οι ΗΠΑ παραμένουν μια ιδιαίτερα θρησκευόμενη χώρα, ενώ ειδικά το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων έχει την πιο στενή σχέση με τα διάφορα Χριστιανικά δόγματα – κυρίως τα προτεσταντικά. Μάλιστα, σε σχετικές δημοσκοπήσεις, τα δύο τρίτα των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων δηλώνουν ότι ο υποψήφιος του κόμματος πρέπει να ταυτίζεται με τη θρησκευτική πίστη τους, ενώ κάτι ανάλογο δήλωσε το 40% των Δημοκρατικών. Επίσης, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών Pew, το να δηλώσει «άθεος» ένας υποψήφιος είναι το πιο αρνητικό στοιχείο που μπορεί να έχει στην πολιτική εξέλιξή του, με το 51% των ψηφοφόρων να δηλώνει πως θα επηρεαστεί αρνητικά στο να τον στηρίξει (είναι ακόμη χειρότερο από το να είναι μουσουλμάνος, να είχε εξωσυζυγική σχέση στο παρελθόν, να αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα ή να είναι ομοφυλόφιλος).
Επίσης, αν και στις φετινές εκλογές οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι αισθάνονται ότι μειώνονται οι θρησκευτικές αναφορές από τους υποψηφίους και πως γενικότερα μειώνεται η επιρροή της θρησκείας στην κοινωνία (έτσι πιστεύει το 68%), την ίδια στιγμή δέχονται πως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επηρεάζεται σημαντικά από τους πιο συντηρητικούς θρησκευόμενους. Αντίθετα, το Δημοκρατικό Κόμμα επηρεάζεται από το πιο φιλελεύθερο και κοσμικό στοιχείο της αμερικανικής κοινωνίας.
Έτσι, τα δύο κόμματα, σύμφωνα με έρευνα του Pew, παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση για τις εκλογές, με τους Ρεπουμπλικάνους να θεωρούνται πιο φιλικοί στη θρησκεία (έτσι πιστεύει το 42% των ψηφοφόρων) από ό,τι οι Δημοκρατικοί, που συγκεντρώνουν το 30% στην ίδια κατάταξη.
Οι σημερινοί υποψήφιοι
Πώς εκτιμούν οι ψηφοφόροι τους υποψηφίους κάθε κόμματος ως προς το πόσο θρησκευόμενοι είναι; Σύμφωνα πάντα με δημοσκόπηση του Pew, υπάρχει μια σημαντική ανατροπή, καθώς ο δισεκατομμυριούχος Ντόναλντ Τραμπ, που είναι αυτή τη στιγμή ο δημοφιλέστερος στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων, θεωρείται ο λιγότερος θρησκευόμενος. Κι όμως, αυτό δεν τον έχει εμποδίσει να θεωρείται ο πιο κατάλληλος για την προεδρία από τους θρησκευόμενους προτεστάντες και τους καθολικούς Ρεπουμπλικάνους. Τη διαφορά κάνουν οι Ευαγγελιστές, οι οποίοι σαφώς θεωρούν καλύτερο υποψήφιο πρόεδρο (το 62%) τον Μπεν Κάρσον.
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, τώρα, μεταξύ των θρησκευόμενων προτεσταντών καθολικών ψηφοφόρων προβάδισμα έχει η Χίλαρι Κλίντον, η οποία μάλιστα κερδίζει σε μεγάλο ποσοστό την προτίμηση των μαύρων προτεσταντών, που είναι αποτελούν μεγάλο μπλοκ ψηφοφόρων στις πολιτείες του Νότου. Αντίθετα, ο Εβραίος στο θρήσκευμα Μπέρνι Σάντερς (που προβάλλει και ιδιαίτερα προοδευτικές -για τις ΗΠΑ- προτάσεις) τα πάει καλύτερα μεταξύ των Δημοκρατικών που δεν είναι και ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, με το 64% να θεωρεί ότι μπορεί να είναι ένας καλός πρόεδρος της χώρας, σε σχέση με το 57%, που πιστεύει το ίδιο για τη Χ. Κλίντον.
Οι υποψήφιοι προσπαθούν να ισορροπήσουν την τακτική τους ώστε να ικανοποιήσουν θρησκευόμενους και μη θρησκευόμενους ψηφοφόρους. Έτσι, π.χ., ανάλογα με το κοινό και την περιοχή, αλλάζει και η διατύπωση των επιχειρημάτων τους, με αμφισβητούμενα αποτελέσματα πολλές φορές.
Για παράδειγμα, ο Τεντ Κρουζ, όταν κέρδισε τις προκριματικές στην πολιτεία της Αϊόβα χάρη στις ψήφους των εκεί Ευαγγελιστών ξεκίνησε τον ευχαριστήριο λόγο του με τη φράση «Δοξάζουμε το Θεό», ενώ όταν ο Ντόναλντ Τραμπ πήγε να μιλήσει στο Χριστιανικό πανεπιστήμιο Liberty (προπύργιο των Ευαγγελιστών) προσπάθησε να κάνει μια αναφορά στη Β’ Επιστολή προς Κορινθίους μόνο και μόνο για να προκαλέσει τα γέλια των θεατών, καθώς έκανε λάθος στο περιεχόμενο.
Ακόμη, στις αρχές Νοεμβρίου πέρυσι, τρεις υποψήφιοι των Ρεπουμπλικάνων, οι Τεντ Κρουζ, Μάικ Χάκαμπι και Μπόμπι Τζιντάλ, πήγαν να μιλήσουν σε ένα Χριστιανικό συνέδριο στην Αϊόβα, που οργάνωνε ένας φανατικός Ευαγγελιστής πάστορας, ο Κέβιν Σβάνσον. Ο πάστορας δήλωσε πως, σύμφωνα με τη Βίβλο, «οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να πεθάνουν». Ύστερα από αυτό το κήρυγμα μίσους, κάλεσε στη σκηνή τους υποψηφίους και τους έθεσε ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της πίστης και της πολιτικής, ρωτώντας, για παράδειγμα, τον Τεντ Κρουζ: «Πόσο σημαντικό είναι για έναν πρόεδρο των ΗΠΑ να έχει φόβο Θεού;», για να απαντήσει ο υποψήφιος: «Κάθε πρόεδρος που δεν ξεκινά τη μέρα του στα γόνατα (δηλαδή προσευχόμενος) δεν αξίζει τη θέση του»… Το αποτέλεσμα όσον αφορά τις ψήφους ήταν αμφίσημο, καθώς μάλλον αποξένωσε πολλούς μετριοπαθείς Χριστιανούς.
Ειδικά ο Ντόναλντ Τραμπ όμως, που έχει κάνει την έκπληξη από πλευράς δημοφιλίας, προσπαθεί να προσεγγίσει το συντηρητικό Χριστιανικό κοινό -και, όπως φαίνεται, τα καταφέρνει- με ιδιαίτερα σκληρές δηλώσεις κατά του Ισλάμ. Έτσι, στην προεκλογική εκστρατεία του έχει πει ότι θα κλείσει τζαμιά, θα υποχρεώσει τους Αμερικανούς μουσουλμάνους να καταγραφούν σε ειδική λίστα, θα κλείσει τα σύνορα στην είσοδο κάθε μουσουλμάνου και, βέβαια, θα χτίσει ένα τεράστιο τείχος (συμπληρώνοντας αυτό που ήδη υπάρχει) στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, προκειμένου να σταματήσει τη λαθρομετανάστευση. Η τελευταία δήλωσή του, όμως, ήταν ατυχής (μία από τις πολλές που έχει κάνει), καθώς τον έφερε αντιμέτωπο με τη μεγάλη μειονότητα ισπανόφωνων Αμερικανών πολιτών με ρίζες στη Λατινική Αμερική, οι οποίοι είναι πιστοί καθολικοί.
O Ντόναλντ Τραμπ όπροσπαθεί να προσεγγίσει το συντηρητικό Χριστιανικό κοινό -και, όπως φαίνεται, τα καταφέρνει- με ιδιαίτερα σκληρές δηλώσεις κατά του Ισλάμ
Γενικά, στις ΗΠΑ η παράδοση στις προεδρικές εκλογές θέλει να αναδεικνύεται επικεφαλής της χώρας προτεστάντης (από τη μεγάλη ποικιλία των προτεσταντικών ομολογιών που υπάρχουν στη χώρα: Βαπτιστές, Επισκοπιανοί, Πρεσβυτεριανοί, Μεθοδιστές). Ο μόνος μη προτεστάντης πρόεδρος ήταν ο καθολικός Τζον Κένεντι, ο οποίος εξελέγη με οριακή πλειοψηφία. Μάλιστα, για να αντιμετωπίσει τον έντονο σκεπτικισμό για την καθολική του πίστη από το κυρίως προτεσταντικό κοινό των ΗΠΑ, είχε δηλώσει: « Είμαι ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος που τυχαίνει να είμαι και καθολικός. Δεν εκπροσωπώ την Καθολική Εκκλησία, ούτε η Εκκλησία μιλά για λογαριασμό μου». Μάλιστα, θυμίζοντας τη θητεία του κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (οπότε είχε υπηρετήσει στο μέτωπο του Ειρηνικού και είχε παρασημοφορηθεί για ανδρεία) είχε δηλώσει: «Κανένας δεν ρώτησε το θρήσκευμά μου όταν υπηρετούσα».
Η επιρροή της «θρησκευτικής Δεξιάς»
Η θρησκευτική παράμετρος στην εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς στη χώρα υπάρχουν πολλές δραστήριες τοπικές εκκλησίες, οι οποίες κινητοποιούν τους πιστούς τους, με έντονη πολιτική διάθεση. Και αυτό είναι κρίσιμο, καθώς στις εκλογές καταγράφονται μεγάλα ποσοστά αποχής (πάνω από 40%), ενώ είναι γνωστό από έρευνες πως οι θρησκευόμενοι ψηφοφόροι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προσέλθουν στις κάλπες από τους αδιάφορους θρησκευτικά.
Μάλιστα, εδώ και δεκαετίες, περίπου από τις αρχές του ’80, υπάρχει μια χαλαρή, αλλά πολύ παρεμβατική συμμαχία διαφόρων προτεσταντικών ομάδων )κυρίως Ευαγγελιστών), οι οποίοι έχουν σχηματίσει τη «θρησκευτική Δεξιά», όπως αποκαλείται. Δηλαδή, μια συμμαχία που προωθεί υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων, οι οποίοι με τη σειρά τους υπόσχονται ότι θα εφαρμόσουν ένα ιδιαίτερα συντηρητικό και με θρησκευτικές αναφορές πρόγραμμα, το οποίο έχει προεκτάσεις σε όλη την πολιτική των ΗΠΑ, εσωτερική και διεθνή. H «θρησκευτική Δεξιά» ανάμεσα σε άλλα ζητά την απαγόρευση των αμβλώσεων, την κατάργηση της διδασκαλίας της θεωρίας της Εξέλιξης στα σχολεία, τη λήψη αυστηρών μέτρων κατά της ομοφυλοφιλίας και της πορνογραφίας, την παύση της επιστημονικής έρευνας με βλαστοκύτταρα, αλλά και την επιθετική στάση προς το Ισλάμ, την παρέμβαση στη Μ. Ανατολή και τη στήριξη του Ισραήλ.
Η «θρησκευτική Δεξιά» είναι τόσο ισχυρή, που έχει καταφέρει να ελέγξει μεγάλο μέρος των τοπικών οργανώσεων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ενώ η παρέμβασή της θεωρήθηκε από τις κρισιμότερες για την εκλογή του Τζορτζ Μπους του νεότερου στην προεδρία της χώρας το 2000 και το 2004.
Υπέρ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και των πιο συντηρητικών υποψηφίων τάσσονται επίσης διάσημοι «τηλε-ευαγγελιστές», δηλαδή κήρυκες του Ευαγγελίου που κάνουν συστηματικά τηλεοπτικές εκπομπές με μεγάλο κοινό, ζητώντας δωρεές και προτάσσοντας συνήθως μια διδασκαλία της «ευμάρειας», ότι δηλαδή όποιος τους ακολουθεί θα απολαύσει με τη χάρη του Θεού τον επίγειο πλούτο!