Του Αθανάσιου Α. Κόντη, Διδάκτορος Εκκλησιαστικού Δικαίου, δικηγόρου
Η ενορία αποτελεί τη μικρότερη διοικητική, τοπική μονάδα οργανώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνιστά το κύτταρο του σώματος της Εκκλησίας του Χριστού, γύρω από το οποίο δομείται, οργανώνεται και αναπτύσσεται η εκκλησιαστική ζωή.
Η ενορία ορίζεται ως η περιφέρεια ενός εκάστου ενοριακού ναού, η οποία περιλαμβάνει τους ενορίτες, δηλαδή τους Χριστιανούς που κατοικούν εντός των ορίων της.
Τόσο στην εκκλησιαστική συνείδηση και πρακτική όσο και σε επίπεδο νομικής θεώρησης, ενορία και ενοριακός ναός ταυτίζονται και αντιμετωπίζονται νομοθετικώς ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Για τον λόγο αυτό, διαχρονικώς, σε όλα τα νομοθετικά κείμενα, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και τον ισχύοντα Ν. 590/1977 περί «Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», γινόταν συνήθως αναφορά σε ενοριακούς ναούς και όχι σε ενορίες – προφανώς όμως οι εκάστοτε θεσπιζόμενες ρυθμίσεις αφορούσαν τόσο τον ενοριακό ναό όσο και την ενορία αυτού.
Ιστορικώς, η ενορία εμφανίζεται τον 3ο μ.Χ. αιώνα ως απόρροια της αναγκαστικής αναδιαρθρώσεως του εκκλησιαστικού οργανισμού και ιδίως της μετεξελίξεως των ευχαριστιακών συνάξεων από επισκοποκεντρικές σε πρεσβυτεροκεντρικές. Ο θεσμός της ενορίας άκμασε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, κυρίως τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Οι ενορίες και οι ενοριακοί ναοί έπαιξαν σπουδαίο ρόλο κατά την τουρκοκρατία, διότι, πέραν του βασικού σκοπού τους, να εξυπηρετούν δηλαδή τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών, χρησιμοποιούνταν επιπλέον ως τόποι συναθροίσεως των υπόδουλων Χριστιανών για ποικίλους λόγους, όπως η διεξαγωγή εκλογών για ανάδειξη τοπικών αρχόντων ή η συζήτηση και λήψη αποφάσεων για κάθε θέμα που τους απασχολούσε.
Οι ενοριακοί ναοί χτίζονταν με δαπάνες των ιερέων και των ενοριτών τους, ενώ σε αυτόν τον σκοπό συνέδραμαν οικονομικά τόσο οι τοπικοί άρχοντες όσο και τα μέλη συντεχνιών. Η ενορία ήταν ένας ζωντανός οργανισμός, που δεν εξυπηρετούσε μόνο τη λατρεία, αλλά και καθοδηγούσε και βοηθούσε τους πιστούς ποικιλοτρόπως στην καθημερινότητά τους.
Η ενορία και ο ενοριακός ναός την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρόλο που δεν είχε νομική προσωπικότητα κατά την έννοια που της προσδίδει το ισχύον Δίκαιο, υφίστατο ως μονάδα οργανώσεως της Εκκλησίας, αυτοδιοικούμενη από τον εφημέριο και τους επιτρόπους της και υπό την εποπτεία του επιχώριου μητροπολίτη – γεγονός εξαιρετικά σημαντικό για τη δυνατότητα κτήσεως και διατηρήσεως περιουσίας εκ μέρους της. Και τούτο διότι, παρόλο που το οθωμανικό Δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, αναγνωριζόταν de facto η περιουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των εν γένει εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της (ναοί, μονές κ.λπ.), λόγω των προνομίων που παραχώρησε μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τους διαδόχους του σουλτάνους. Τούτο, πρακτικά, σημαίνει ότι οι υφιστάμενοι σήμερα στην ελληνική επικράτεια και ιδρυθέντες κατά την τουρκοκρατία ενοριακοί ναοί μετά των ενοριών τους μπορούσαν να έχουν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία μέχρι σήμερα διατηρούν.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830, και στο πλαίσιο της γενικότερης επεμβάσεως της Πολιτείας στα εκκλησιαστικά πράγματα, άρχισαν να θεσπίζονται και οι πρώτες ρυθμίσεις που αφορούσαν την ίδρυση και διοίκηση των ενοριών και των ενοριακών ναών. Ειδικότερα, με το Άρθρο 114 της 27ης Δεκεμβρίου 1833 η διοίκηση όλων των τοπικών εκκλησιαστικών καταστημάτων ανατέθηκε στους δήμους. Η διάταξη αυτή μάλιστα, που διατηρήθηκε για περίπου 80 έτη, έδωσε το έναυσμα μιας «διαμάχης», σε επιστημονικό και δικαστικό επίπεδο, που αφορούσε την έκταση της συνταγματικής κατοχυρώσεως των ιερών κανόνων, καθώς ήχθη ενώπιον των δικαστηρίων η διαφορά για το εάν ο διορισμός του κατώτερου κλήρου (ιεροψαλτών και νεωκόρων) ανήκε στην αρμοδιότητα του επισκόπου ή του δημάρχου.
Αμέσως μετά, με το Β.Δ. της 26ης Απριλίου/8ης Μαΐου 1834 (Ε.τ.Κ. 50/1834) «περί ιδιοκτήτων μοναστηρίων και εκκλησιών», έγινε σαφής διάκριση ανάμεσα στους ιδιωτικούς ναούς και τους ενοριακούς, καθώς, για να χαρακτηριστεί κάποιος ναός ως ιδιωτικός, θα έπρεπε ο ιδιοκτήτης του να κατέχει τίτλους ιδιοκτησίας και να μην έχει αφιερώσει αυτόν στη δημόσια χρήση, αλλιώς ο ναός καθίστατο ενοριακός. Ακολούθησε το Διάταγμα της 8ης Ιουνίου 1856 (Ε.τ.Κ. Α’ 26), με το οποίο οι πόλεις, οι κωμοπόλεις και τα χωριά της επικράτειας διαιρέθηκαν ανάλογα με τον αριθμό των οικογενειών τους σε ενορίες και οι επίσκοποι επιφορτίστηκαν με την απογραφή των ενοριών και των ναών της δικαιοδοσίας τους σε ειδικά προς τούτο βιβλία.
Στα παραπάνω νομοθετήματα εξέλιπε κάποια διάταξη που να προσδίδει στην ενορία ή στον ενοριακό ναό νομική προσωπικότητα, αν και, κατά το βυζαντινορρωμαϊκό Δίκαιο, που ίσχυε τότε στο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με το Β.Δ. της 23ης.2.1835, μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, οι ναοί εν γένει αποτελούσαν νομικά πρόσωπα, αναγνωρισμένα από τον νόμο, και ήταν φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Τομή για το νομικό καθεστώς των ενοριών και των ενοριακών ναών επέφερε ο Νόμος ΓΦ (3596)/1909 (Ε.τ.Κ. Α’ 93), με τον οποίο (Άρθρο 1) αφενός μεν δόθηκε ιδιότητα αυτοτελούς νομικού προσώπου στους ενοριακούς ναούς, αφετέρου δε αναγνωρίστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους επί της περιουσίας τους. Με τη διάταξη αυτή, όλες οι υφιστάμενες ενορίες στην ελληνική επικράτεια απέκτησαν νομική προσωπικότητα, χωρίς να απαιτείται ειδικός συστατικός τύπος για αυτές.
Σημειωτέον, δε, ότι η κυριότερη περιουσία που έχουν οι ενοριακοί ναοί είναι τα ίδια τα οικοδομήματά τους. Το γεγονός μάλιστα ότι είναι «πράγματα» εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια του Άρθρου 966 Α.Κ., δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να υφίστανται ιδιοκτησιακά δικαιώματα επ’ αυτών. Η κυριότητα των ενοριακών ναών ανήκει στο ομώνυμο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο της ενορίας ή του ενοριακού ναού.
Στη συνέχεια, στο Ν.Δ. 17.12.1923 «περί ενοριακών ναών και εφημεριών» (Ε.τ.Κ. Α’ 382) ορίστηκε ότι «Ενοριακοί ναοί είναι οι έχοντες ενορίαν» (Άρθρο 1), ενώ στο Άρθρο 2 του ίδιου Ν.Δ. εξειδικεύτηκε το είδος της νομικής προσωπικότητας των ενοριακών ναών, καθώς σαφώς ορίστηκε ότι αυτοί αποτελούν νομικά πρόσωπα «Δημοσίου Δικαίου». Επίσης, στο ίδιο Ν.Δ. προβλέφθηκε για πρώτη φορά και ο τύπος της συστάσεως ενοριακών ναών, καθώς εφεξής η ίδρυσή τους γινόταν με Βασιλικό Διάταγμα. Οι ρυθμίσεις του Ν.Δ. 17.12.1923 για τις ενορίες και τους ενοριακούς ναούς επαναλήφθηκαν και σε μεταγενέστερα νομοθετήματα, όπως στον Α.Ν. 2200/1940 (Ε.τ.Κ. Α΄ 42), καθώς και στον Κανονισμό 2/1969 (Ε.τ.Κ. Α’ 193/1970), ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.Δ. 126/1969.
Κοινός τόπος σε όλα τα ανωτέρω νομοθετήματα είναι ότι η νομική προσωπικότητα αποδιδόταν αποκλειστικά στους ενοριακούς ναούς, ανεξάρτητα από τις ενορίες. Για πρώτη φορά στον ισχύοντα Ν. 590/1977 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» και ειδικώς στα άρθρα 1 § 4 και 36 αυτού ορίστηκε σαφώς ότι η ενορία μετά του ενοριακού αυτής ναού αποτελεί, ως προς τις νομικές της σχέσεις, αυτοτελές Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, για δε την ίδρυσή της απαιτείται η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος. Και μόνο από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων του Καταστατικού Χάρτη προκύπτει ότι η νομική προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου ανήκει στην ενορία και όχι στον ενοριακό ναό.
Ωστόσο, αντίθετη ρύθμιση περιλαμβάνει το Άρθρο 2 § 1 του Κανονισμού 8/1979 «Περί ιερών ναών και ενοριών», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 590/1977 και ισχύει μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτό, προσδίδεται νομική προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου στον ενοριακό ναό και όχι στην ενορία.
Η σύγχυση που προκλήθηκε από τις πιο πάνω αντιφατικές ρυθμίσεις αποτυπώθηκε ιδίως στις αποφάσεις των δικαστηρίων που επιλήφθηκαν υποθέσεων με διαδίκους ενορίες ή ενοριακούς ναούς. Άλλες δέχθηκαν ότι νομική προσωπικότητα έχει ο ενοριακός ναός, άλλες ο ενοριακός ναός μαζί με την ενορία, ενώ η υπ’ αριθ. 198/1993 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι μόνο η ενορία έχει νομική προσωπικότητα.
Πάντως, στο Άρθρο 2 του πρόσφατου Κανονισμού 230/2012, «Περί εφημερίων και διακόνων», επαναδιατυπώθηκε η ορθή και σύμφωνη με τον Καταστατικό Χάρτη θέση, ότι νομική προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου έχει μόνο η ενορία. Συνεπώς, σήμερα η εν λόγω ιδιότητα ανήκει στην Ενορία, συστατικό και περιουσιακό κομμάτι της οποίας είναι ο ενοριακός ναός, τη δε διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της εν γένει περιουσίας της έχει το εκκλησιαστικό συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τον εφημέριο ως πρόεδρο και 4 λαϊκά μέλη (Άρθρ. 7 § 1 Κανον. 8/1979 και 37 § 8, Ν. 590/1977).
Τέλος, όσον αφορά τις παλαίφατες ενορίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκείνες δηλαδή που ιδρύθηκαν ταυτόχρονα με την ανέγερση του ενοριακού τους ναού επί τουρκοκρατίας ή ενετοκρατίας ή σε χρονική περίοδο για την οποία δεν απαιτείτο κάποιος συστατικός τύπος, πέραν του ότι σήμερα έχει αναγνωριστεί η νομική προσωπικότητά τους με τα κατά καιρούς εκδοθέντα νομοθετήματα -όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω-, έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση του Άρθρ. 25 § 1 του πρόσφατου Ν. 4301/2014 και να προκαλέσουν την έκδοση διαπιστωτικής πράξης της ΔΙΣ, με την οποία να αναγνωρίζεται η σύστασή τους πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 590/1977, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μάλιστα μετά τη διαπιστωτική πράξη της αναγνωρίσεώς τους, έχουν περαιτέρω τη δυνατότητα, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των Άρθρων 25 § 1 εδ. β΄ του Ν. 4301/2014 και 47 § 3β του Ν. 590/1977, όπως αυτό προστέθηκε με το Άρθρο 68 § 1 του Ν. 4235/2014 και τροποποιήθηκε με το Άρθρο 51 § 3 του Ν. 4301/2014 1977, να συντάξουν πράξεις τακτοποίησης και εκθέσεις απογραφής εμπράγματων δικαιωμάτων επί της ακίνητης περιουσίας τους.
Θα ήταν ευκταίο και χρήσιμο οι ενορίες που υπάγονται στην πιο πάνω κατηγορία να κάνουν χρήση των νομοθετικών αυτών διατάξεων, προκειμένου να εξασφαλίσουν αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων τους επί της κινητής και, ιδίως, ακίνητης περιουσίας τους.