Του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Μουστάκα

 

Η εκκλησιαστική συνείδηση αποτελεί τον ζωτικό χώρο της Εκκλησίας, όπου οι διάφορες απόψεις, θέσεις και διδασκαλίες κρίνονται και αξιολογούνται με βάση την εμπειρία του δόγματος. Η συγκεκριμένη λειτουργία αναζητεί μέσα στην ιστορική πορεία και εξέλιξη την ταυτότητα των πράξεων και των λόγων της, προκειμένου να μην καταστήσει εαυτήν ανακόλουθη της δογματικής της συνέχειας και συνέπειας, της καθολικότητας και της παράδοσής της. Με αφορμή λοιπόν την πρόσφατη πρόταση του Ρωμαίου Ποντίφικα για κοινό εορτασμό του Πάσχα από καθολικούς και ορθοδόξους, ανατρέχουμε στην πηγή της Ιστορίας για να διαφωτιστεί ο τρόπος ημερολογιακού καθορισμού της εορτής του Πάσχα από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία.

Οι πρώτες εορτές που πλαισίωσαν τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, από τους αποστολικούς ήδη χρόνους, ήταν το Πάσχα και η Πεντηκοστή. Ο ημερολογιακός προσδιορισμός της εορτής του Πάσχα είχε ακολουθήσει αρχικά τα ιουδαϊκά πρότυπα και συνέπιπτε με την 14ην του εβραϊκού μήνα Νισάν. Κατά την ημέρα αυτή, οι Ιουδαίοι γιόρταζαν τη θαυμαστή παρέμβαση του Θεού στη ζωή του Ισραήλ, με την πραγματοποίηση της εξόδου του από τη δουλεία της Αιγύπτου. Άλλωστε και η λέξη «Πάσχα» προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «Πεσσάχ», που σημαίνει πέρασμα.

Οι Εκκλησίες της Μ. Ασίας, ακολουθώντας την Ιωάννεια παράδοση, γιόρταζαν τη 14η του μήνα Νισάν τη Σταύρωση και το Πάθος του Κυρίου, ακόμα και στην περίπτωση που έπεφτε στα μέσα της εβδομάδας. Η συγκεκριμένη τακτική τούς είχε αποδώσει και τον τίτλο «τεσσαρεσκαιδεκατίτες».

Στον αντίποδα των μικρασιατικών δεδομένων, οι υπόλοιπες Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης γιόρταζαν τόσο το σταυρικό πάθος όσο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου κατά την πρώτη Κυριακή μετά τη 14η του μήνα Νισάν. Η νηστεία στην πρώτη περίπτωση διαρκούσε μέχρι την εσπέρα της 14ης, οπότε και λάμβανε χώρα το πασχάλιο δείπνο, ενώ στη δεύτερη εκτεινόταν στην Παρασκευή και το Σάββατο πριν από την εορτή.

Οι πρώτες προσπάθειες για κοινό εορτασμό του Πάσχα από όλες τις χριστιανικές κοινότητες ξεκίνησαν στα μέσα του 2ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προβληματικής που αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα αποτελούν οι συνομιλίες των επισκόπων Ρώμης Ανικήτου και Σμύρνης Πολυκάρπου το 155, στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους. Ο Πολύκαρπος υποστήριξε την Ιωάννεια παράδοση της Μικράς Ασίας, ενώ ο Ανίκητος παρέμεινε αμετακίνητος από την πρακτική της Εκκλησίας του. Εντούτοις, η εκκλησιαστική κοινωνία τους παρέμεινε αλώβητη, ενώ ο επίσκοπος Ρώμης προσέφερε τη θεία ευχαριστία και στον παρόντα εν Χριστώ αδελφό του, Πολύκαρπο.

Το θέμα απασχόλησε την Εκκλησία και τα επόμενα χρόνια, με διαφορετικές εκφάνσεις και προεκτάσεις, αφού ακόμα και οι Ιουδαίοι δεν χρησιμοποιούσαν ενιαίο ημερολόγιο (σαμαρειτικό, ηλιακό). Αξιοσημείωτο τυγχάνει το γεγονός ότι ο Ρώμης Βίκτωρ (189-199) χαρακτήρισε ως ετεροδοξία τη διαφορετική άποψη των χριστιανών της Μ. Ασίας για την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα και ζήτησε από όλες τις κατά τόπους εκκλησιαστικές κοινότητες να γνωστοποιήσουν τις αποφάσεις τους στους επισημότερους θρόνους της εποχής.

Διαφωνίες διατυπώθηκαν από όλες τις Εκκλησίες, τόσο για την πρακτική της Μ. Ασίας όσο και για το περιεχόμενο της πρωτοβουλίας του επισκόπου Ρώμης.

Οι συζητήσεις εξελίχτηκαν αμείωτες και κατά τον 3ο αιώνα, ενώ κεντρικό άξονά τους αποτελούσε, αφενός, η ανάγκη ύπαρξης ομοιομορφίας των τοπικών Εκκλησιών στον τρόπο ημερολογιακού καθορισμού της εορτής του Πάσχα και, αφετέρου, η προσπάθεια απαλλαγής του από ιουδαϊκά έθιμα και κατάλοιπα.

Το ζήτημα ρυθμίστηκε οριστικά από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας, με την τοποθέτηση της εορτής την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, την Κυριακή δηλαδή μετά τη 14η του μήνα Νισάν. Η σύνοδος ανέθεσε παράλληλα στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας τη διαδικασία κατάρτισης και καταγραφής των Πασχάλιων Κύκλων. Η εκκλησιαστική συνείδηση αποδέχθηκε πλήρως τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας, με εξαίρεση κάποια κατάλοιπα των τεσσαρεσκαιδεκατίτων, τα οποία καταδικάστηκαν οριστικά από τη Σύνοδο της Αντιοχείας, το 341.