Σάββατο, 26 Ιουνίου 2021, ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Μ. Σχοινάς, βρέθηκε στην πόλη των Σερρών όπου, μεταξύ άλλων, συνάντησε τον Μητροπολίτη Σερρὠν κ. Θεολόγο και δέχθηκε υπόμνημα-αίτημα υπό του Μητροπολίτη, βάση του οποίου η Μητρόπολη αιτείται την επιστροφή κλαπέντων εκκλησιαστικών κειμηλίων που βρίσκονται στην Ευρώπη και δη στη Βουλγαρία.
Από την πλευρά του, ο κ. Σχοινάς δήλωσε ότι θα επιληφθεί του θέματος για τα κλαπέντα κειμήλια, τα οποία 106 χρόνια πριν, ο βουλγαρικός στρατός αφήρπασε, αφού σύλησε μοναστικά καθιδρύματα της βόρειας Ελλάδας.
Ο Μητροπολίτης κ. Θεολόγος, με το Υπόμνημά του αιτείται την επιστροφή των κλαπέντων κειμηλίων, τα οποία σήμερα φυλάσσονται στο Εθνολογικό Μουσείο της Σόφιας (και αλλού τα χειρόγραφα).
Ακολουθεί το Υπόμνημα του κ. Θεολόγου προς τον κ. Σχοινά:
Ἡ ἀκριτική καί παλαίφατος Ἱερά Μητρόπολις Σερρῶν καί Νιγρίτης κοσμεῖται ὑπό περιβλέπτων Ἱερῶν Ναῶν καί Μονῶν, πού ἀποτελοῦν ἔργα τῆς πίστεως, τῆς εὐλαβείας καί τοῦ πολιτισμοῦ τῶν πατέρων μας. Κορυφαῖος ἀπό πλευρᾶς ἀρχαιότητος Ἱερός Ναός τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν εἶναι ὁ παλαιοχριστιανικός βυζαντινός Ναός τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, κτίσμα τοῦ 5ου – 6ου μ.Χ. αἰῶνος. Ἀνάμεσα δε στίς Ἱερές Μονές τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἐπαρχίας λαμπροτέρα καί ἱστορικοτέρα εἶναι ἡ Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν, τόπος ἁγιασμοῦ, προσευχῆς καί νήψεως, φάρος τηλαυγής πνεύματος, παιδείας καί πολιτισμοῦ τοῦ 13ου μ.Χ. αἰῶνος, πού συνεδέθη στενῶς μέ τήν ἱστορικήν πορείαν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί συνόλου τῆς περιοχῆς, καθώς οἱ κτίτορες καί κυβερνῆτες αὐτῆς ὑπῆρξαν γεννήματα καί ἀναστήματα τῆς Σερραϊκῆς γῆς. Δυστυχῶς, κατά καιρούς ἡ περίβλεπτος, βασιλική καί Σταυροπηγιακή αὕτη Ἱερά Μονή ὑπέστη καταστροφές καί δηώσεις, μέ χειρότερες αὐτές τοῦ 1917 καί 1943, ὅταν ἀπό τήν Μονή ἀφηρέθησαν, ὅλως ἀναιτίως, ἱερά λείψανα, πολύτιμοι χειρόγραφοι κώδικες καί ἕτερα ἱερά κειμήλια.
Ἡ «περιφανεστάτη καί μεγίστη» κατά τόν Θεόδωρο Πεδιάσιμο ὡσαύτως πόλη τῶν Σερρῶν ὑπέστη κατά τήν μακραίωνα ἱστορία της πολλές καί ἕως ὁλοκαυτώματος καταστροφές. Ἡ πρώτη ὁλοκληρωτική καταστροφή τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν ἔγινε τό 1206 ἀπό τούς Βουλγάρους, πού μέ ἀρχηγόν τόν Στρατηγόν Ἰωαννίτση κατέσκαψαν τήν πόλη ἕως τῶν θεμελίων της. Ἡ δεύτερη συμφορά συνέβη τό 1913, ὅταν καί πάλι οἱ Βούλγαροι ἔκαψαν την πόλη ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον. Τήν 28η Ἰουνίου τοῦ 1913 ἡ φωτιά, πού ἔβαλαν στήν πόλη οἱ ἀποχωροῦντες ἄτακτα κατακτητές, ἐμπρός στήν ἐπέλαση τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, κατέστρεψε 1.000 καταστήματα καί 4.050 κατοικίες σέ σύνολο 6.000 χιλιάδων, ἐνῶ, ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς τῆς πόλεως ἀπετεφρώθηκαν 18 συνολικῶς ἱεροί Ναοί, ὅπως λ.χ. οἱ ἱεροί Ναοί τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καί ὁ περικαλλής καί θαυμάσιος Μητροπολιτικός Ναός τῶν Ἁγίων Θεοδώρων,
κτίσμα τοῦ 5ου – 6ου μ.Χ. αἰῶνος. Μετά τίς δύο αὐτές καταστροφές, οἱ φιλότιμοι καί ἐργατικοί κάτοικοι τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν μέ κόπο καί μέ στήριγμα τήν ἐλπίδα γιά ἕνα καλύτερο αὔριο τῆς ἐλεύθερης πατρίδας οἰκοδόμησαν τήν πόλη τους. Ὅμως, καί πάλι, γιά τρίτη φορά, οἱ βόρειοι ἐπιδρομεῖς ἔρχονται στά Σέρρας καί μέ προσχεδιασμένες ἐνέργειες στεροῦν ἀπό τούς φιλογενεῖς Σερραίους ὅλα ἐκεῖνα τά ἐπίσημα ἔγγραφα καί κειμήλια πού μαρτυροῦσαν τήν διαδοχή τῶν γενεῶν καί τήν τοπική πολιτιστική τους παράδοση, βαθειά ἐμποτισμένη ἀπό τό ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα. Ἡ παράνομος ἀφαίρεση ἀπό τόν περιώνυμο Μητροπολιτικό βυζαντινό Ναό τῶν Σερρῶν τοῦ περιφήμου Μητροπολιτικοῦ Κώδικος ὡς καί ἄλλων ἐξαιρετικῆς τέχνης κειμηλίων, κάποια ἀπό τά ὀποῖα σήμερα ἐκτίθενται στό Ἱστορικό Μουσεῖο Σόφιας, συνιστᾶ τήν πρώτη φάση ἑνός ὀργανωμένου σχεδίου.
Οἱ βόρειοι γείτονές μας στό πλαίσιο ἑνός σχεδίου ἀφελληνισμοῦ τῆς περιοχῆς τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, ἐξουσιοδότησαν τόν Τσέχο δημοσιογράφο – ἱστοριοδίφη Vladimir Sis νά ἐπισκεφθεῖ, καί ὑπό τό πρόσχημα τοῦ μελετητοῦ τῶν Βυζαντινῶν Μνημείων πού ὑπάρχουν στά ὅρια τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, νά καταγράψει τίς διάφορες χριστιανικές κατά βάσιν ἀρχαιότητες καί νά μεταφέρει τίς σχετικές πληροφορίες στήν Βουλγαρία. Τό σχέδιο αὐτό τῆς λεηλασίας τῶν πολιτιστικῶν θησαυρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας, πού ἐκπονήθηκε ἀπό τό Γενικό Ἐπιτελεῖο τοῦ Βουλγαρικοῦ Στρατοῦ, ἔγινε γνωστό στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς χώρας μας μέ ἀπόρρητη ἔκθεση τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας τοῦ Βερολίνου στίς 9 Φεβρουαρίου τοῦ 1917. Στίς 23 Ἰουνίου τοῦ 1917 ἕνα Βουλγαρικό ἀπόσπασμα, μέ τριάντα ὁπλοφόρους καί ἐπικεφαλής τόν ὑπολοχαγό Πετρώφ, κατέλαβε τήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Σερρῶν. Μετά ἀπό ἀνήκουστες ὕβρεις καί ἀπειλές πρός τούς πατέρες τῆς Μονῆς, οἱ Βούλγαροι στίς 27 Ἰουνίου τοῦ 1917 ἐκτόπισαν τούς ἔνδεκα πατέρες στήν Βουλγαρία καί στίς 28 καί 29 τοῦ ἰδίου μῆνα, μέ ὁδηγό τίς καταγραφές τῶν κειμηλίων καί τῶν χειρογράφων πού εἶχε συντάξει ὁ Vladimir Sis, λεηλάτησαν τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τίς βυζαντινές Ἐκκλησίες τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν.
Σύμφωνα μέ τήν καταγραφή τοῦ Ἐπισκόπου Καμπανίας Διοδώρου, πού ἦταν κατ’ ἐκεῖνο τό χρονικό διάστημα Τοποτηρητής τῆς Ἱερᾶς Μητρο-πόλεως Σερρῶν, ἐκλάπησαν ἀπό τήν βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς 313 χειρόγραφα, ἤτοι 100 χειρόγραφα σέ μεμβράνη, 200 χειρόγραφα χαρτώα, 4 χρυσόβουλα βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, 5 πατριαρχικά σιγίλλια καί 4 ἀρχαῖοι κώδικες, καθώς καί ὁ περίφημος κώδικας καί τά κειμήλια τῆς πόλεως τῶν Σερρῶν καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς. Σήμερον, μετά ἀπό τά διεθνή συνέδρια καί τίς ἡμερίδες πού ὀργανώθηκαν μέ θέμα ἀκριβώς τά κλεμμένα χειρόγραφα τῶν μοναστηριῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καί τήν πλήρη καταγραφή τους, ἡ γείτων Βουλγαρία, μετά τῆς ὁποίας μοιραζόμεθα κοινές πνευματικές καί πολιτιστικές ἀξίες καί τό ὅραμα τῆς προόδου καί τῆς εὐημερίας μέσα εἰς τόν κοινόν Εὐρωπαϊκόν οἶκον μας δέν μπορεῖ νά προφασίζεται, ὅπως κατά τό παρελθόν, ἄγνοια τοῦ γεγονότος τῆς κλοπῆς καί βέβαια δέν μπορεῖ νά ὑποστηρίξει πώς τά χειρόγραφα, πού καταγράφουν σημαντικότατες λεπτομέρειες ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν προγόνων τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καί Νιγρίτης, εἶναι σλαβικά.
Ἡ τοπική Ἐκκλησία, οἱ ἄρχοντες καί σύμπας ὁ φιλόχριστος καί φιλόπατρις λαός τῶν Σερρῶν ἀγωνίζεται πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς ἐπιστροφῆς τῶν κλεμμένων χειρογράφων καί κειμηλίων ἀπό τήν βιβλιοθήκη τοῦ Κέντρου Σλαβοβυζαντινῶν Σπουδῶν Ivan Dujcev, τό ἱστορικό Μουσεῖο Σόφιας κ.λπ., στήν τοπική μας Ἐκκλησία καί κοινωνία, ὥστε οἱ νέες γενεές νά στερεώσουν τήν γνώση τῆς πολιτιστικῆς διαδοχῆς πάνω σέ ἀναμφισβήτητα ἑλληνικές πηγές καί κείμενα πού καταγράφουν γεγονότα καί λεπτομέρειες τῆς τοπικῆς μας ἱστορίας. Πιστεύομεν ὅτι εἶναι καιρός πλέον, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία τῆς Βουλγαρίας νά προσφέρουν ὡς πράξη ὑπερβάσεως τῶν πολιτικῶν καί ἐπιστημονικῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος, ἀλλά κυρίως, ὡς ἔκφραση τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης, τήν ἀναγκαία καί πρός κάθε κατεύθυνση βοήθεια καί συνδρομή, προκειμένου νά ἐπιστρέψουν στήν ἀρχική τους θέση τά ἀφαιρεθέντα ἐκκλησιαστικά κειμήλια (Εἰκόνες, ἱερά σκεύη, ἱερά ἄμφια, χειρόγραφα κ.λπ) τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας (Ἱ. Ναῶν – Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου), προκειμένου οἱ πατρώοι θησαυροί μας νά ξαναγίνουν κτῆμα τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος τῆς θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας. Εἶναι ἐπάναγκες νά ἐξετασθῇ μέ τήν δέουσα προσοχή καί μεθοδικότητα μέ βάση τούς κανόνες δικαίου καί τῆς Ε.Ε. τό ζήτημα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν βιαίως ἀφαιρεθέντων κειμηλίων, Μητροπολιτικῶν καί Μοναστηριακῶν, καί ὑπό τῆς ἐντίμου Ἑλληνικῆς Πολιτείας εἰς τόν φυσικόν τους χῶρον. Ὁ Βουλγαρικός ἰσχυρισμός ὅτι μετά τήν παρέλευσιν 50 ἐτῶν παραγράφεται ἡ «κλοπή», εἶναι νομίζομεν ἄνευ σοβαροῦ νομικοῦ ἐρείσματος, δοθέντος ὅτι τό 1923 οἱ Βούλγαροι ἐπέστρεψαν πράγματι στό Ἑλληνικό Κράτος μικρόν μόνον ἀριθμόν χειρογράφων καί κειμηλίων πού εὑρίσκονται σήμερον κυρίως εἰς βιβλιοθήκας καί Μουσεῖα τῶν Ἀθηνῶν, τῆς χρονολογίας ταύτης ἀποτελούσης οἱονεί ἀφετηρίαν διά νέαν διεκδίκησιν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς δικαίωμα, ἀλλά καί καθῆκον. Ἀπαιτεῖται κοινή συστράτευσις ὅλων στήν προσπάθεια ἐπιστροφῆς τῶν πολυτίμων ἐκκλησιαστικῶν καί ἱστορικῶν κειμηλίων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σερρῶν. Εἶναι ἔργον δικαιοσύνης καί ἱστορικῆς ἀληθείας!