Αρχική » Πηδώντας στο κενό με την εικόνα της Παναγίας

Πηδώντας στο κενό με την εικόνα της Παναγίας

από christina

Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Μια πρωτότυπη υπόθεση αυτοκτονίας απησχόλησε την προηγούμενη εβδομάδα την ελληνική επικαιρότητα. Στον Βόλο ένας νεαρός άνδρας έπεσε στο κενό από μια πολυκατοικία κρατώντας στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας! Αυτοκτονία και Παναγία δεν πάνε μαζί. Εκφράζουν διαφορετικούς κόσμους, στους οποίους καταλήγει κάποιος από διαφορετικά «μονοπάτια». Η αυτοκτονία είναι «οδός» απώλειας, που την επιλέγει ο αυτόχειρας με ένα τρόπο περιφρονητικό προς την ζωή, την δωρεά του Θεού προς όλους τους ανθρώπους.

Η Παναγία είναι «οδός» της ζωής. «Μητέρα της Ζωής» την αποκαλούμε στο τροπάριο της Κοιμήσεως που ακούγεται  κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο. Διαφορετικές είναι αντίστοιχα και οι στοχεύσεις όσων πορεύονται στον ένα ή στον άλλο «δρόμο». Εκείνοι που πορεύονται στον «δρόμο» του θανάτου θέλουν να πάνε στην λύτρωση του «πουθενά» δραπετεύοντας έτσι με την αυτοθανάτωσή τους από μια συμβατική κοινωνική πραγματικότητα που τούς πληγώνει ή δεν την  αποδέχονται. Δεν άκουσαν ίσως ποτέ ή προφανώς δεν τούς έπεισε η κλήση του Κυρίου προς όλους τους κουρασμένους ή απογοητευμένους στρατοκόπους της ζωής: «Ελάτε σε μένα και εγώ θα σας αναπαύσω. Θα σας χαρίσω την γαλήνη που σας λείπει». Στον «δρόμο» αυτής της κλήσης πορεύονται όσοι «διψούν» για την ζωή που χαρίζει ο Κύριος. Την εντεύθεν και την εκείθεν του τάφου ζωή. Αυτήν την «διπλής όψεως» ζωή μας δείχνει η εικόνα της Παναγίας, αφού έγινε Θεοτόκος. Γέννησε δηλ. τον Θεάνθρωπο Ιησού, ο οποίος «χάραξε» τον «δρόμο» της εν λόγω ζωής. Έγινε μάλιστα ο Ίδιος «Οδός» και «Οδοδείκτης». Από την άποψη αυτή είναι εκ πρώτης όψεως αντιφατικό να πορεύεσαι δια του αυτοχειριασμού στον δρόμο του θανάτου παίρνοντας μαζί σου την εικόνα Εκείνης που εκπροσωπεί την Ζωή.

Η σκηνή μιας τέτοιας αυτοκτονίας μέσα από την αντιφατικότητά της μας δείχνει το τραγικό αδιέξοδο, στο οποίο εγκλωβίστηκε ο αυτόχειρας την ώρα που πηδούσε στο κενό με την εικόνα της Παναγίας. Είναι σαν να μάς λέει με άλλα λόγια ο πρωταγωνιστής αυτής της πρωτότυπης αυτοχειρίας: «Αποφάσισα να φύγω για το σκοτάδι του θανάτου, αλλά δεν μπορώ να αποχωριστώ εκείνη που υπήρξε μοναδική παρηγορία και «λυχνία» μου στις σκοτεινές διαδρομές της καθημερινότητάς μου. Γι’ αυτό παίρνω μαζί μου την εικόνα της, για να σας δείξω, ποιά ήταν εκείνη που με κράτησε όρθιο μέχρι σήμερα στην ζωή μου και θα μου λείψει πολύ από το ταξίδι μου αυτό».

Το θέμα προσφέρεται για ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, με τις οποίες ουδεμία διαθέση έχω να ασχοληθώ. Δεν έχω άλλωστε τα επιστημονικά προσόντα για να το πράξω, ώστε να είναι επιστημονικά έγκυρος ο λόγος μου. Θέλω απλά με αφορμή αυτό το περιστατικό να διατυπώσω εδώ μερικές προσωπικές σκέψεις, που θα συμβάλουν, υποθέτω, να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας κάποια πράγματα, ώστε αφ’ ενός μεν να αποφεύγουμε τα αδιέξοδα στη ζωή μας, αφ’ ετέρου δε να βαδίζουμε με αυτογνωσία. Κυρίως όμως με συνέπεια στα αξιολογικά «μονοπάτια» που διαλέξαμε να πορευθούμε. Και προπαντός να συνειδητοποιήσουμε, πού ακριβώς οδηγούν αυτά. Κατ’ αρχάς οφείλω να υπογραμμίσω εδώ ότι, όσο κι’ αν πιστεύω ότι κάθε πράξη αυτοχειριασμού κρύβει μια δειλία μέσα της απέναντι στις διάφορες προκλήσεις της ζωής, έχω μια βαθεία συμπάθεια προς όλους τους αυτόχειρες, τους ηττημένους της ζωής. Δεν δικαιολογώ ασφαλώς την πράξη τους. Προσπαθώ απλά να την κατανοήσω. Σίγουρα πάντως δεν είμαι εγώ εκείνος που θα κρίνει τους αυτόχειρες για τις επιλογές τους. Όλους, και εμάς δηλ. τους κρίνοντες, αλλά και τους κρινόμενους, θα μάς κρίνει τελικά ο Κύριος για όσα πράξαμε ή παραλείψαμε να πράξουμε, σύμφωνα με τις Εντολές που μας έδωσε. Από την άποψη αυτή, όσοι αποδεχόμαστε τον «Κώδικα» των σχετικών Εντολών του Κυρίου, έχουμε  τα κριτήρια, για να βρίσκουμε κάθε φορά μόνοι μας την συμβατότητα ή μη της συμπεριφοράς μας. Όχι με τους δικούς μας αξιακούς κώδικες, αλλά με τον Νόμο του Θεού.

Ας θυμηθούμε εδώ μερικά πραδείγματα: Ο Χριστός μας προειδοποιεί όλους τους ανθρώπους, πριν ακόμη εισέλθουμε στον «στίβο» της κοινωνικής ζωής, για το «τοπίο» που θα συνατήσουμε στην πορεία μας. Και «σηματοδοτεί» τις «διαδρομές» μας λέγοντας χαρακτηριστικά: «εν των κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Αλλού πάλι βλέποντας, πόσο βάθος έχει ο δρόμος μας στην ζωή μάς τονίζει: «ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται». Με βάση λοιπόν τα λόγια του ίδιου του Ναζωραίου, τί άλλο, εκτός από δειλία, μπορεί να συνιστά η πράξη εκείνου, ο  οποίος, βλέποντας ότι η ζωή του είναι συνεχώς μια φουρτουνιασμένη «θάλασσα», εγκαταλείπει το «σκάφος»;

Στην  ίδια αξιολόγηση υπόκειται και η ενέργεια του στρατοκόπου, ο οποίος κουρασμένος από την διαδρομή που έχει διανύσει  παρατάει στην μέση την οδοιπορία και χάνεται από τον ορίζοντα του δρόμου, διότι δεν θέλει να καταβάλει το ίδιο «τίμημα», για να φτάσει στο τέλος του. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι η ζωή για τον Θεάνθρωπο είναι ένας Γολγοθάς. Μας προτρέπει να φορτωθούμε ο καθένας τον δικό του σταυρό και να τον ακολουθήσουμε στο «τόπο του κρανίου», όπου μάς περιμένει όλους. Μάς έδειξε άλλωστε με το δικό Του παράδειγμα ότι ο Γολγοθάς οδηγεί πάντα στην Ανάσταση. Δεν υπάρχει Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση. Ούτε Ανάσταση χωρίς Γολγοθά.

Όσοι λοιπόν αρνούνται τον Γολγοθά, αρνούνται σε τελευταία ανάλυση την Ανάσταση. Και μια ζωή χωρίς Αναστάσιμη προσδοκία είναι θάνατος. Όσοι βιώνουν την ζωή με τέτοιο περιεχόμενο, στην ουσία  βιώνουν τον ψυχικό τους θάνατό πριν πεθάνουν, ένα θάνατο που τον κουβαλούν μαζί τους και μετά το βιολογικό τους τέλος. Έτσι, σε ανθρώπους αυτής της αντίληψης ο θάνατος δεν γίνεται ποτέ μετάβαση στην αιώνια ζωή. Όχι, διότι δεν υπάρχει αιώνια ζωή, αλλά διότι, όπως μας λέει ο Ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο της Νεκρωσίμου Ακολουθίας (Ιω, ε΄ 24-30), η Ανάσταση για αυτούς τους ανθρώπους δεν θα είναι Ανάσταση Ζωής, αλλά Ανάσταση Κρίσεως..

Πρέπει να υπογραμμίσω εδώ ότι η απαξιολογική μου στάση απέναντι στους αυτόχειρες δεν θα άλλαζε ακόμη και εάν ο αυτοχειριασμός ετοποθετείτο σε μια αθεϊστική βάση. Δεν παραγνωρίζω ασφαλώς ότι πολλοί βλέπουν την αυτοκτονία ως μια πράξη γενναιότητας εκ μέρους εκείνου, ο οποίος κάνει το μεγάλο «άλμα», για να απελευθερωθεί από εκείνο που τον πνίγει. Και στην λογοτεχνία υπάρχουν έργα που εξιδανικεύουν τον αυτοχειριασμό, όπως π.χ. ο Βέρθερος του Γκαίτε ή η Λήθη του Λορέντζου Μαβίλη κ.ά. Στην Λήθη ο Μαβίλης αρχίζει το ποίημά του  καλοτυχίζοντας τους νεκρούς «που λησμονάνε την πίκρα της ζωής» και το κλείνει με μια φράση οίκτου προς τους ζωντανούς: «Αν δεν μπορείς», λέει, «παρά να κλαις το δείλι, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν. Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν». Οι σχετικοί πεισιθάνατοι στοχασμοί των διαφόρων συγγραφέων δεν πρέπει, νομίζω, να μας συγκινούν, διότι εκφράζουν μια άρνηση προς την ζωή. Αντιθέτως πρέπει να μας εμπνέει και να μας καθοδηγεί το «σάλπισμα»  αισιοδοξίας και αγωνιστικότητας του Εθνικού μας Ποιητή, που απευθύνεται σε όλους μας: «Χαρές και πλούτη να χαθούν. Και τα Βασίλεια κι’ όλα. Τίποτε δεν είναι, αν στητή μένει η ψυχή κι’ ολόρθη». Αυτό το «σάλπισμα» του Διονυσίου Σολωμού επενδύει ηχητικά την προτροπή του Κυρίου: «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»!        

 

 

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ