Του Δημητρίου Π. Λυκούδη,
Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Διαβάζω σ᾿ έναν από τους μύθους του Αισώπου: «Στο γιατρό, που τον ρώτησε πώς πέρασε, ένας άρρωστος απάντησε πως ίδρωσε υπερβολικά. «Καλό αυτό», είπε ο γιατρός. Μιαν άλλη φορά που τον ρώτησε πώς είναι, ο άρρωστος είπε πως τον είχε πιάσει σύγκρυο και τον τάραξε. «Κι αυτό καλό», είπε ο γιατρός. Την τρίτη φορά που πήγε και τον ρώτησε για την αρρώστιά του τού είπε πως τον είχε πιάσει έντονος πόνος στομάχου. Πάλι ο γιατρός είπε «κι αυτό καλό» κι έφυγε. Ένας συγγενής του αρρώστου πήγε να τον δει και τον ρωτούσε πώς είναι. Κι ο άρρωστος απάντησε: «Από τα πολλά καλά, με χάνεις». (Αισώπου Μύθοι, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1950, σελ. 110). Έτσι, πολλές φορές οι ξένοι, με τη δικιά τους την ιδέα, μάς καλοτυχίζουν για εκείνα τα πράγματα που εμάς τους ίδιους πάρα πολύ μας στενοχωρούν.
Βέβαια, ο μύθος έχει και αντίστροφη ανάγνωση και αναφέρεται στον κόσμο εκείνο που “κακοτυχίζει” και εκφράζει φίλαυτη και υποκριτική συμπόνια σε όσους δεν εκκλησιάζονται, σε όσους αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες μακράν του Χριστού.
Έχεις διαβάσει, φίλε αναγνώστα, για τον άγιο Ιννοκέντιο Βενιαμίνωφ (1797-1879); Είναι Μέγας Ιεραπόστολος και φωτιστής της Αλάσκας. Παρά τις λαμπρές θεολογικές του σπουδές, προτίμησε να γίνει ιεραπόστολος. Μετέβη στην Αλάσκα στα 1823. Ίδρυσε εκεί σχολεία, ευαγή ιδρύματα, ναούς, μετέφρασε βιβλία στη γλώσσα του αυτόχθονου πληθυσμού. Στα 1840 χειροτονείται πρώτος επίσκοπος Καμτσάτκας και αργότερα Μητροπολίτης Μόσχας (1868-1879). Κοιμήθηκε Μεγάλο Σάββατο στα 1879, λίγο πριν την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία (η αγιοκατάταξή του έγινε στις 6/10/1977). Αυτός, λοιπόν, ο ταπεινός ιεραπόστολος συνήθιζε να λέγει: «Αναπαύουμε τον Χριστό ή μόνο τους ανθρώπους; αυτό το ερώτημα πρέπει να μάς συνέχει καθημερινά, νύχτα και ημέρα».
Ο άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993), όσο ζούσε στα Καρούλια στο Άγιον Όρος, συνήθιζε να προσεύχεται με υψωμένα τα χέρια στον Ουρανό, λέγοντας αργά το “Πάτερ ημών”. Ξεκινούσε το εσπέρας της ημέρας, μετά την ακολουθία του Εσπερινού και ολοκλήρωνε την αγρυπνία του με την ανατολή του ηλίου της επομένης ημέρας! Ως έκαμνε και ο Μέγας Αρσένιος (εορτάζει 8 Μαΐου) και η Οσία Ειρήνη (828-932), η ηγουμένη της Μονής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία τα βράδια προσευχόταν με υψωμένα τα χέρια κάτω από τον έναστρο Ουρανό και αιωρείτο περίπου ένα μέτρο από το έδαφος, Μάλιστα δε, μία εκ των μοναζουσών της Μονής είχε αναλάβει το διακόνημα να βοηθάει την Αγία Ειρήνη να κατεβάσει αργά αργά τα υψωμένα χεράκια της, που παρέμεναν υψωμένα σε προσευχή από το απόγευμα της ημέρας έως το μεσημέρι, σχεδόν, της επόμενης!
Τέτοια θαύματα βιώνουμε πολλοί χριστιανοί και μέσα στον κόσμο, στην ενορία μας, στις οικογένειές μας, στην εργασία μας. Άλλωστε, τι είναι η αθανασία της ψυχής; Και απαντούσε ο άγιος Παΐσιος: «Αθανασία δεν καλούμε μια απλή βιολογική συνέχεια της ζωής, αλλά μετοχή στον Παράδεισο. Να, κοίταξε να δεις: κατασκευάζουν όλοι οι ισχυροί της γης πυραύλους για να πάνε στον Ουρανό. Και όλοι αυτοί οι πύραυλοι, πέρα από τα τόσα εκατομμύρια που στοιχίζουν, ξοδεύουν και τόνους καύσιμα! Ενώ ο χριστιανός, να, μ᾿ ένα παξιμάδι και μόνο, πάει κατευθείαν, κατακόρυφα στον Ουρανό!».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι, πάντοτε, «η Εκκλησία ετίμα λόγον έμπρακτον και πράξιν ελλόγιμον» ή, αλλέως, «η Θεολογία είναι λειτουργία του κεκαθαρμένου δια πράξεως νου». Αυτό, στην πράξη, έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στο ασκητικό πρόσωπο του Γέροντα Δαμασκηνού, που ασκήτευσε τον 16ο αι., στην περιοχή της Αγίας Άννας, στο Άγιον Όρος. Αυτός ο μακάριος γέρων είχε τέλεια ακτημοσύνη και εκούσια πτωχεία, που έκαμνε ακόμη και αυτόν τον έρημο τόπο να γονατίζει ευλαβικά εμπρός του!
Έλεγε συχνά, ο Γέρων Δαμασκηνός, στην προσευχή του: «Κάμε, Θεέ μου, όλοι οι ειδωλολάτρες, όλοι οι άπιστοι, οι άθεοι, οι αιρετικοί και κακόδοξοι να μεταβληθούν, να γνωρίσουν την αλήθεια, να σε πιστέψουν, να γίνουν όλοι “μία ποίμνη” που να έχει Σένα μόνον ποιμένα, τον Μοναδικόν εν Τριάδι Θεόν» (Ανδρέου Μοναχού, Γεροντικό του Αγίου Όρους, Αθήνα 1994, σελ. 44).
Και οι άλλοι Πατέρες που τον εγνώριζαν, έλεγαν συχνά ότι έχουν έναν άγιο ανάμεσά τους, έναν μεγάλο στάρετς δίπλα τους: «Πλημμύριζε αγάπη η καρδιά του για όλο τον κόσμο. Πολλές φορές…ερχότανε σε έκσταση, έβλεπε μυστήρια μεγάλα και γέμιζε όλος από θεία χαρά και ευφροσύνη. Οι Πατέρες γνώριζαν καλά την πνευματική του προκοπή και όλοι πρόθυμα τού έδιναν ό,τι χρειαζότανε, αλλ᾿ αυτός όπως είπαμε, έπαιρνε μόνο λίγο παξιμάδι. Κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας κι άφησε σ᾿ όλους τις καλύτερες αναμνήσεις» (Αυτόθι, σελ. 44).
Ολοκληρώνοντας τις παρούσες γραμμές, επανέρχομαι στον αρχικό μύθο του Αισώπου και λέγω: Έτσι, πολλές φορές οι ξένοι, με τη δικιά τους την ιδέα, μάς καλοτυχίζουν για εκείνα τα πράγματα που εμάς τους ίδιους πάρα πολύ μας στενοχωρούν. Βέβαια, ο μύθος έχει και αντίστροφη ανάγνωση και αναφέρεται στον κόσμο εκείνο που “κακοτυχίζει” και εκφράζει φίλαυτη και υποκριτική συμπόνια σε όσους δεν εκκλησιάζονται, σε όσους αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες μακράν του Χριστού.
Και ο αγώνας συνεχίζεται! Ασθενείς όλοι εμείς, την πνευματική μας ασθένεια παλεύουμε, στο ιατρείο το πνευματικό προστρέχουμε και καταφεύγουμε, την Εκκλησία αγκαλιάζουμε και έτσι υπάρχουμε, είμεθα και ζούμε!