Έχει επαρκώς στις ημέρες μας κατανοηθεί το πνευματικό ύψος της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, και μάλιστα της πιο καθαρής μορφής της, της βυζαντινής. Είναι ό,τι ανώτερο έχει εμπνεύσει το Πνεύμα του Θεού για τις εκκλησιαστικές συνάξεις. Είναι η συνέχεια των ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι λειτουργούν απαρχής της Εκκλησίας ως το βασικό προσευχητάρι της.
Για τους ψαλμούς, συνεπώς και για τους εκκλησιαστικούς ύμνους πια, έχει ειπωθεί ότι είναι «τα λόγια που θέλει να ακούει ο ίδιος ο Θεός», «τα λόγια τα πεπυρωμένα σφόδρα» κατά τον ίδιο τον ψαλμωδό. Άλλωστε και ο Κύριος δεν προσευχόταν μέσω αυτών; Και η υμνολόγησή τους δεν ήταν κάτι που εξέφραζε και τη δική Του καθημερινότητα, όπως σημειώνει και το Ευαγγέλιο;
Λοιπόν, ας μάθουμε όσους ψαλμούς μπορούμε, ας αποστηθίσουμε όσες ψαλμωδίες θέλουμε, και να καλύπτουμε έτσι τα «κενά» του χρόνου μας και όποιες δραστηριότητές μας δεν απαιτούν απόλυτη συγκέντρωση του νου. Δεν είναι μόνο το «Κύριε ελέησον» που βοηθάει. Είναι και όλα τα άλλα όπλα που μας δίνει η Εκκλησία μας στον πνευματικό μας αγώνα, μεταξύ των οποίων και η ψαλμωδία.«Η προσευχή, οι ψαλμοί, η αγρυπνία, η ταπεινοφροσύνη, η υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, η ευχαριστία και η ακρόαση των θείων λόγων, γίνονται ενέδρα και παγίδα και λάκκος καί μάστιγες και αγχόνη καί δίχτυα για τον εχθρό διάβολο», μάς λέει ο όσιος Ιωάννης ο Καρπάθιος. Πόσες φορές,άλλωστε,δεν ακούσαμε και διαβάσαμε ότι και όλοι οι σύγχρονοί μας άγιοι σάν τους Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Εφραίμ τον Κατουνακιώτη,χρησιμοποιούσαν σε κάθε ευκαιρία το όπλο αυτό!
Γι’ αυτό και πρέπει ιδιαιτέρως εκείνοι που έχουν τη συγκεκριμένη ευθύνη, κληρικοί και λαϊκοί, ιδίως οι ιεροψάλτες, να προσέχουν το πώς υμνολογούν τον Κύριο, την Παναγία μας, τους αγίους. Δεν είναι τυχαίο ότι όχι ένας αλλά πολλοί κανόνες της Εκκλησίας μας ασχολούνται με το κρίσιμο αυτό θέμα. Και ζητούν και προτρέπουν η ψαλμωδία να γίνεται με ήπιο τρόπο, χωρίς κραυγές και επιδείξεις, με συγκέντρωση του νου στα ψαλλόμενα, με κατάνυξη, ώστε να δημιουργείται και το ανάλογο αποτέλεσμα στο εκκλησίασμα. «Οι ψάλτες να μη χρησιμοποιούν άτακτες φωνές και να μην πιέζουν τον εαυτό τους για να κραυγάζουν» σημειώνει, για παράδειγμα, ο 75ος κανόνας της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, «αλλά με πολλή προσοχή και κατάνυξη να προσφέρουν τις ψαλμωδίες στον Θεό που βλέπει τα κρυπτά της καρδιάς»! Θυμόμαστε με φόβο την επέμβαση του αγίου Σπυρίδωνα στον διάκονο που έψελνε με κενοδοξία. Τον έλεγξε για ασέβεια και εκείνος έμεινε άφωνος!
Αξίζει να μνημονεύσουμε και τον λόγο του μεγάλου ασκητικού δασκάλου αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Μπορεί να ψέλνουμε, σημειώνει, να κάνουμε δηλαδή κάτι θεωρούμενο θεάρεστο, κι αυτό να μας βγαίνει σε… σατανική ενέργεια: να μας οδηγεί σε φιληδονία! Πότε; Όταν δεν έχουμε διάκριση. Ακόμη και στα πνευματικά δηλαδή χρειάζεται το σωστό μέτρο. Ό,τι είναι υπερβολή είναι του διαβόλου. Και ποια η αδιακρισία; Να ψέλνουμε «άμετρα και άκαιρα».«Μερικές φορές η ψαλμωδία, όταν είναι μέτρια, καταπραΰνει άριστα τον θυμό. Και μερικές φορές, όταν είναι άμετρη και άκαιρη, δημιουργεί φιληδονία. Γι’ αυτό ας την χρησιμοποιούμε διακριτικά ανάλογα με τις περιστάσεις» (λόγ. η΄ 19).Διακριτική ψαλμωδία είναι η με επίγνωση της κάθε στιγμής άσκησή της: το σιγοψιθύρισμά της ιδίως στις ατομικές μας ενέργειες, χωρίς να προκαλούμε τους άλλους, χωρίς να επιδεικνυόμαστε. Τότε και οργισμένοι να είμαστε, θα δούμετη χάρη του Θεού να μας σκεπάζει και να μας καταπραΰνει. Να μας δημιουργεί ειρήνη ψυχής.