Γράφει η Βιργινία Δ. Χαμουδοπούλου - Κωνσταντινίδου, Ἱστορικός

Η Παλαιά Διαθήκη είναι το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής και απαρτίζεται από βιβλία που εκτός άλλων περιέχουν όσα ο Θεός αποκάλυψε στους Πατριάρχες, τον Μωυσή και τους Προφήτες. Το πρωτότυπο της Π.Δ. είναι στα εβραϊκά.

Η Καινή Διαθήκη, γραμμένη στα ελληνικά, περιλαμβάνει τις αποκαλύψεις και τη διδασκαλία που έγινε είτε απ᾽ευθείας από τον Σωτήρα, είτε έμμεσα δια των μαθητών Του.

Η Π.Δ. μεταφράστηκε στα ελληνικά από εβδομήντα (Ο´) ή εβδομήντα δύο μεταφραστές στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου (284-247 π.Χ.), για τις θρησκευτικές ανάγκες των πολυάριθμων Ιουδαίων της Αιγύπτου που δεν κατανοούσαν την Ιερή Βίβλο τους γραμμένη στα εβραϊκά. Έγινε επίσης μετάφραση στα ελληνικά ιερών βιβλίων των Χαλδαίων και των Αιγυπτίων.

Ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ και ο Δανιήλ είναι οι τέσσερις πρώτοι, από τους 14 μετά τον Μωυσέα προφήτες, οι οποίοι ονομάστηκαν «μείζονες». Στα κείμενά τους συναντούμε λόγια προφητικά για την Θεία Ενανθρώπηση του Σωτήρα, τα πάθη Του και την Ανάστασή Του, όπως και για το «αειπάρθενο» της Υπερευλογημένης Θεοτόκου. Η ελλόγιμη κυρία Σοφία Σφυρόερα στο βιβλίο της «Μήτηρ Θεού. Η ζωή και οι εορτές της Θεοτόκου», εκδ. Πεδίο, 2013, σσ. 9-14, αναφέρεται στις Προτυπώσεις της Θεοτόκου στην «Πεντάτευχο» και στους Προφήτες της Π. Διαθήκης: «Σε όλους αυτούς τους τύπους και συμβολισμούς της Π.Δ. είναι προφανής η υπέρβαση της φύσης και της φυσικής τάξης. Η Θεοτόκος, ως δοχείο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, νίκησε τη φυσική νομοτέλεια και έγινε η αιτία της εισόδου του ανθρωπίνου γένους στη σφαίρα της Χάριτος. Η Παναγία ενσαρκώνει την ελευθερία από τη δουλεία της φύσης». Άλλωστε σε ένα από τα τροπάρια που ψάλλονται πριν από τις «Στάσεις» του Ακαθίστου Ύμνου (4ος-8ος αι. π.Χ.) ακούμε: «Μωσήςκατενόησεν εν βάτω το μέγα Μυστήριον του τόκου σου. Παίδες προεικόνισαν τούτο εμφανέστατα, μέσον πυρός ιστάμενοι και μη φλεγόομενοι, ακήρατε αγία Παρθένε». Σε άλλο τροπάριο ακούμε: «...Χαίρε Πανάχραντε, των Προφητών περιήχημα· χαίρε των Αποστόλων το εγκαλλώπισμα».

Ως προς τον συγκρητισμό της ελληνικής σοφίας προς το ανυπέρβλητο θαύμα της θείας Αποκαλύψεως διαβάζουμε στην Γ´ Στάση του Ακάθιστου Ύμνου: «Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύαςαφώνουςορώμεν επί σοι Θεοτόκε· απορούσι γαρ λέγειν το πώς και Παρθένος μένεις και τεκείνίσχυσας»... «Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα· χαίρε τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα»... «Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα· χαίρε, των αλιέων τας σαγήνας πληρούσα»... «Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν· χαίρε πιστών καταυγάζουσαφρένας».

Ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσουμε τον Ακάθιστο Ύμνο ως πεμπτουσία της Ορθόδοξης Πνευματικότητας. Της πνευματικότητας που βοήθησε τον Ελληνισμό να ολοκληρωθεί, να αναγεννηθεί και να μεγαλουργήσει στα πλαίσια ενός νέου, ελληνορθόδοξου πολιτισμού.

Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (12, 20-24) συναντούμε δύο Έλληνες που ζητούν να «ιδούν» τον Ιησού. Ο Φίλιππος και ο Ανδρέας τους οδηγούν ενώπιόν Του, ενώ ο Ιησούς λέει: «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου. Αμήν, Αμήν λέγω υμίν, εάν ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην ουκ αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνηπολύ καρπόν φέρει». Το νόημα του κειμένου όπως το δίνουν οι μεγάλοι Έλληνες Πατέρες και ερμηνευτές του είναι ότι ο Χριστός βλέπει στην αναζήτησή Του από το ελληνικό στοιχείο [Έλληνες ονομάζονταν από τους Εβραίους όλοι οι εθνικοί, τα «Έθνη»], το άνοιγμα του Ευαγγελίου στα «Έθνη» έξω από τα όρια του Ιουδαϊσμού.

«Δόξα» εννοεί εδώ ο Χριστός τον δια της Σταυρώσεως θάνατό Του. Γιατί θαύμα χριστιανικά είναι ο θάνατος του Θεανθρώπου: «η ζωή πώς θνήσκει; Και πώς τάφον οικεί;». Φυσικά στα Έθνη ανήκαν και οι φυλετικά Έλληνες. Λίγο παρακάτω, στίχ. 32, ο Ιησούς λέει: «καγώ εάν υψωθώ δια του σταυρού από τη γη θα ελκύσω ψηλά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και όλους, όσοι θα με πιστέψουν». Παρά τους σκληρούς διωγμούς και τα εγκληματικά μαρτύρια, που υπέστησαν χιλιάδες χριστιανοί τους τρεις πρώτους αιώνες της εξαπλώσεως του Χριστιανισμού στα εδάφη του απέραντου ρωμαϊκού Κράτους, η νέα θρησκεία άπλωνε συνεχώς ένα πελώριο προστατευτικό δίχτυ, ενώνοντας πνευματικά και ψυχικά τους αλλοτριωμένους πολίτες της ρωμαϊκής κοινωνίας Έλληνες, Ιουδαίους, Λατίνους. Μορφωμένοι και αμόρφωτοι, αφέντες και δούλοι, έμποροι, τεχνίτες, ιατροί, νομικοί, στρατιωτικοί υπήρξαν οι πρώτοι χριστιανοί, όπως πληροφορούμεθα από τις επιστολές των Αποστόλων. Ο χριστιανισμός ανέτρεψε τα βασανιστικά κοινωνικά αδιέξοδα των ελληνιστικο-ρωμαϊκών χρόνων, και τις φιλοσοφικές, ξένες προς τον απλό άνθρωπο, συγκρούσεις.

Στην «εν Χριστώ» ένωση κατά την κοινωνική αυτή «επανάσταση» βοήθησε πολύ η ελληνική κοινή γλώσσα, που είχε επικρατήσει μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, στο απέραντο Κράτος στο οποίο ο ελληνισμός είχε ήδη φανερώσει την οικουμενική πολιτισμική του οντότητα. Ο Απόστολος Παύλος δίδασκε με επιμονή ότι οι χριστιανοί αποτελούν ένα σώμα, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός. Οι χριστιανοί αποτελούσαν και αποτελούν μια οικογένεια, της οποίας Δημιουργός και Πατέρας όλων είναι ο Θεός, ο οποίος δεν είναι ξένος προς τον άνθρωπο, ούτε τύραννος, ούτε εχθρός του. Σε μία κατακερματισμένη τότε κοινωνία ατομικισμού έρχεται η ενότητα των μελών της Εκκλησίας με μία κοινή πίστη στην υπέρβαση των φυσικών νόμων, δια του «τρόπου» με τον οποίο ήλθε στη γη «αυτόκλητος» ο Σωτήρας Υιός του Θεού, προκειμένου να αποτελέσει ζωντανό, ανθρώπινο παράδειγμα αναμάρτητης ζωής, ταπείνωσης, συγχώρησης, αγάπης, αλληλεγγύης, αληθινής διακονίας προς τον πλησίον και τόσων άλλων αρετών, οι οποίες ήταν άγνωστες ή αδιάφορες τότε στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Ο Χριστιανισμός δίδασκε την υπακοή στην εγκόσμια εξουσία, που ήταν κι αυτή έργο της ασύλληπτης για την ανθρώπινη λογική θείας Οικονομίας. Ωστόσο η υπακοή αυτή στην εγκόσμια εξουσία προέρχεται από συγκατάνευση και όχι από πίστη στην ανθρώπινη υπόστασή της, αφού ο Δημιουργός και ανώτατος Κυβερνήτης είναι ο Φιλάνθρωπος, Οικτίρμων και Ελεήμων Θεός.

Μετά το θαύμα του επί του Σταυρού θανάτου του Θεανθρώπου Χριστού, την Ανάστασή Του και την εις Ουρανούς Ανάληψή Του, το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της ομοουσίου και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδας, ανέλαβε την δια της πίστεως φώτιση και δυνατότητα όλων των χριστιανών να φθάσουν στην «καθ᾽ ομοίωσιν» θέωση.