Αρχική » Όταν ο «ασθενής» δεν εμπιστεύεται τον «θεράποντα»

Όταν ο «ασθενής» δεν εμπιστεύεται τον «θεράποντα»

από christina

του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα

Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας για την κρίση αξιοπιστίας που μαστίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κοινής γνώμης, όπως αυτές αποτυπώνονται σταθερά στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Ακούσαμε επίσης προχθές τον νέο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Καλλίνικο να υπογραμμίζει κατά την χειροτονία του στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπως αυτή μεταδόθηκε δια της τηλοψίας, την διαπίστωση όλων μας ότι η σημερινή κοινωνία πάσχει βαρειά. Και γνωρίζουμε ασφαλώς όλοι, ποιές είναι οι ασθένειές της.  Για να περιγράψει μάλιστα την σχετική παθογένεια της κοινωνίας χρησιμοποίησε ο Σεβασμιώτατος  τον εκκλησιαστικώς, αλλά και κοινωνικώς απολύτως εύστοχο όρο της αποϊεροποίησης θεμελιωδών θεσμών της κοινωνίας.

Και εννοούσε ασφαλώς εδώ πρωτίστως την απαξίωση του ιερού θεσμού του γάμου, ο οποίος απετέλεσε διαχρονικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ασφαλές έρεισμα για την θεμελίωση επάνω σε αυτόν του πρωταρχικού κυττάρου κάθε κοινωνίας, δηλ. της οικογένειας. Αποτελεί δε καταστάλαγμα της κοινής πείρας ότι η ασφάλεια των θεμελίων προδικάζει την κατάσταση του εποικοδομήματος που χτίζεται επάνω σε αυτά. Όλοι γνωρίζουμε τις διαλυτικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στους κόλπους της οικογένειας που είναι αποτέλεσμα των ισχυρών «δονήσεων», τις οποίες υφίσταται ακατάπαυστα και με συνεχώς αυξανόμενη ένταση ο γάμος. Δονήσεις από όλες τις μερειές. Από τον τύπο ή την μορφή του γάμου.Από το ανταγωνιστικό και απλουστευτικό σύμφωνο συμβίωσης που προσφέρεται ως υποκατάσταστη λύση σε όσους θέλουν να φτιάξουν μια light (λάϊτ) οικογένεια με «ελαφρά» δομικά υλικά, σαν τις προκάτ κατασκευές που δεν χρειάζονται θεμέλιακαι τέτοια πράγματα. Τις στήνεις και τις αποσυνδέεις εύκολα. Χωρίς πολλές έγνοιες και φασαρίες.Τις πιο ισχυρές όμως «δονήσεις» τις δέχεται ο γάμος από το διαρκώς ογκούμενο στον κοινωνικό οργανισμό«καρκίνωμα» του «ουράνιου τόξου», που αντικατοπτρίζει το αρρωστημένο φαινόμενο της ΛΟΑΤΚΙ σύγχρονης κοινωνίας.

Ιδού λοιπόν, πώς από τις έντονες και παρατετεμένες «δονήσεις» του γάμου καταλήγουμε στις βαθειές και εκτεταμένες «ρωγμές» της οικογένειας, οι οποίες εμφανίζονται ως φυσικό επακόλουθο των σχετικών «δονήσεων», που πλήττουν καίρια τα θεμελιακάδομικά στοιχεία αυτής. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, για να αντιληφθεί κάποιος, πόσο ασφαλές μπορεί να είναι το χτισμένο επάνω σε «ρηγματωμένα» και σαθρά θεμέλια γάμου «εποικοδόμημα» της οικογένειας; Με την βοήθεια συνεπώς της κοινής πείρας, όποιος θέλει να βρει την εξήγηση του «τοπίου» μιας κοινωνίας με «γκρεμισμένες» οικογένειες, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε περισσότερο από το να κοιτάξει τα θεμέλιά τους.

Η αποϊεροποίηση όμως των θεμελιωδών θεσμών της κοινωνίας δεν σταματάει εδώ. Πλήττει ακόμη και την ίδια την ανθρώπινη ζωή, το δώρο του Θεού στους ανθρώπους. Ένα δώρο που θεωρητικά συνηθίζουμε να το βλέπουμε ως το σπουδαιότερο αγαθό, το οποίο υπάρχει στον κόσμο, στην πράξη όμως το αντιμετωπίζουμε ως ευτελές αναλώσιμο αγαθό, που μπορεί ο καθένας να το ρευστοποιήσει είτε μέσω της εξωτερίκευσης των ψυχοπνευματικών του διαταραχών είτε μέσω μιας ανάξιας λόγου προσωπικής ή γειτονικής αντιδικίας είτε τέλος ως αντισταθμιστικό μέγεθος μιας υλικής συμφεροντολογικής συναλλαγής που χρησιμοποιεί τον συνάνθρωπο ως αντίτιμο αυτής.

Μια ματιά στα ατέλειωτα «ποτάμια» του αίματος, που διατρέχουν καθημερινά το «ανάγλυφο» του κοινωνικού μας «τοπίου», μια δρασκελιά δίπλα από  στις καθημερινές μας διαδρομές, βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Πώς σχηματίσθηκαν αυτά τα «ποτάμια»; Από τα μαχαίρια και τα όπλα των κοινωνικών μας εταίρων, που είναι διαρκώς στραμμένα εναντίον μας, χωρίς να τα βλέπουμε ή χωρίς να τα υποψιαζόμαστε καν. Ο μεγαλύτερος όμως όγκος του αίματος, που «ξεχειλίζει» καθημερινά τα σχετικά «ποτάμια», προέρχεται, δυστυχώς, από τις μάχαιρες σφαγέων ιατρών, οι οποίες εισέρχονται σε μητρικές γαστέρες, για να κάνουν, με την άδεια ή την ανοχή αυτών, «έξωση» σε «αγγελούδια» που τα έστειλε ο Θεός, για να φέρουν το μήνυμα της ζωής.

Το να κάνεις «έξωση» στους «απεσταλμένους» του Θεού και να τούς ρίχνεις ύστερα μέσα στα «ποτάμια» σου, για να μη κατεβεί η στάθμη του αίματος που αυτά μεταφέρουν, αυτό πια κι’ αν δεν είναι αποϊεροποίηση της ζωής. Ας μη γελοιόμαστε λοιπόν. Την αληθινή αξία της ζωής την καθορίζει τελικά εκείνος, ο οποίος κρατάει στα χέρια του ένα μαχαίρι ή ένα όπλο. Ψυχές που καταφέρνουν να γλιτώσουν από την λεπίδα ή την κάνη του απολαμβάνουν την αξία που τους ανήκει μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος να την αμφισβητήσει.

Όλα όσα γράψαμε σε προγενέστερο άρθρο μας για την απαξίωση της Εκκλησίας από το ποίμνιό της, αλλά και αυτά που υπαινίχθηκε ο νέος Μητροπολίτης Καστορίας κ. Καλλίνικος με την αναφορά του στην αποϊεροποίηση θεμελιωδών θεσμών της κοινωνίας μάς δείχνουν μόνο την διάγνωστική πλευρά της σχετικής παθογένειας.

Οι δικές μου σκέψεις προβάλλουν την «ασθένεια» της ποιμένουσας Εκκλησίας, ενώ οι παρατηρήσεις του Σεβασμιωτάτου Καστορίας αναδεικνύουν την «ασθένεια» της κοινωνίας, δηλ. του ποιμνίου που διαμορφώνει τους αντίστοιχουςθεσμούς. Δεν μας λένε όμως τίποτε ούτε για την θεραπεία της «πάσχουσας» Εκκλησίας ούτε και για την θεραπεία του «πάσχοντος» ποιμνίου. Βεβαίως η Εκκλησία στηριζόμενη στην διδασκαλία του Ναζωραίου έχει ξεκαθαρισμένες απόψεις για την αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση κάθε παθογενούς κοινωνικού φαινομένου. Η Καινή Διαθήκη αποτελεί την Σύνοψη της θεραπευτικής αντιμετώπισης όλων των πνευματικών «παθήσεων» του ποιμνίου. Κάτι ανάλογο βέβαια συμβαίνει και με την Ιατρική Επιστήμη, η οποία διαθέτει τα δικά της«εργαλεία» για την θεραπεία όλων των νόσων, που εμπίπτουν στις γνωστικές της δυνατότητες. Το ζήτημα όμως δεν είναι, τί λέει η Καινή Διαθήκη ή Ιατρική Επιστήμη για την θεραπευτική αντιμετώπιση των αντιστοίχων «ασθενειών», αλλά τί πράττουν οι επιφορτισμένοι με την θεραπεία τους.

Και ακόμη, τί γίνεται στην περίπτωση, κατά την οποία «θεράπων» και «θεραπευόμενος» είναι και οι δύο «ασθενείς». Εξ αυτού του λόγου παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο ο «ασθενής» να μη εμπιστεύεται τον «θεράποντα» και έτσι να αρνείται να υποβληθεί στην θεραπεία, που του υποδεικνύει ο τελευταίος. Βέβαια στην Ιατρική Επιστήμη έχει βρεθεί η λύση περί του πρακτέου σε μια τέτοια περίπτωση. Την προβλέπει ρητά ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, που έχει κυρωθεί με νόμο, ώστε να είναι δεσμευτικής ισχύος για όλους: Εάν ο ασθενής διατρέχει κίνδυνο ζωής ή βαρειάς σωματικής βλάβης (κίνδυνο π.χ. να μείνει παράλυτος ή ανάπηρος σε όλη του την ζωή), ο θεράπων ιατρός είναι υποχρεωμένος να αγνοήσει την άρνηση του ασθενούς και να προβεί στην ενδεδειγμένη θεραπεία του, ακόμη και με εξαναγκασμό αυτού να την δεχθεί.

Τί γίνεται όμως με την Εκκλησιαστική Θεραπευτική, που δεν μπορεί να στηριχθεί στον εξαναγκασμό του «ασθενούς» πιστού; Με ποιό τρόπο θα πεισθεί ο «ασθενής» πιστός να αποδεχθεί την προτεινόμενη αγωγή του «θεράποντος», όταν γνωρίζει ότι ο τελευταίος είναι εξ ίσου, αν όχι περισσότερο, «ασθενής» με αυτόν; Επάνω σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα δεν μας είπε τίποτε απολύτως ο κ. Καλλίνικος,πώς δηλ. θα καταφέρει επιδεικνύοντας εμπράκτως το «πιστοποιητικό της ανοσίας» του να εμπνεύσει ως «θεράπων» Ποιμενάρχης την εμπιστοσύνηστο «ποίμνιό» του, ώστε να ακολουθήσει την «θεραπεία», που του υποδεικνύει. Και «ποίμνιο» του κ. Καλλινίκου θα είναι βέβαια πρωτίστως οι πιστοί της Μητροπόλεώς του.

Κατ’επέκταση όμως όλοι οι πιστοί της Ελληνικής Επικράτειας, αφού εφεξής θα είναι και αυτός μέλος της ποιμένουσας, αλλά και πάσχουσας ταυτοχρόνως Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα διαγνωστικά τεστ των σχετικών δημοσκοπήσεων.Αξιοπιστία και Θεραπευτική είναι αλληλένδετες έννοιες. Από τον τρόπο που θα τις διαχειρισθεί η Εκκλησία της Ελλάδος δεν εξαρτάται μόνον η αποτελεσματική θεραπεία του «ασθενούντος» «ποιμνίου» της, αλλά και η δική της αποδοχή.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ