Του Δημήτρη Λυκούδη θεολόγου – φιλόλογου, υποψηφίου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών
Οι μέρες της ζωής μου παρέρχονται. Το έκπωμα της παραμονής μου από εκήλεον αποδυναμώνεται και νεκρούται. Αποστασιοποιούμαι επειδή υποστασιοποιούμαι και ακηρύκτως γεύομαι την ιδιαιτερότητα, το ακραιφνές ιδίωμα να χαμογελώ και να φαντάζω και να λοιδορώ την ειρεσιώνη επί της κεφαλής μου, επειδή εμποδών γίγνομαι επί παν εχθρικόν και αλλότριον, που περιορίζει τα απροσπέλαστα όρια του νου και της σκέψης μου.
Και οι άνθρωποι παρέρχονται -ως άνθρωποι, ως απάνθρωποι;- και αναζητούν ακράχολα την ευτυχία, βιάζονται να επιτελέσουν το έλδωρ της ακηλήτου ζωής, σχετίζονται και απομακρύνονται, σχετικοποιούνται και ομονοούν. «Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκονται στην Αθήνα ή στον Πειραιά; (…) Παράξενος κόσμος, που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δεν βρίσκεται πουθενά».
Αν και οι μέρες όμως συνωστίζονται, ο άνθρωπος δεν αλλοιώνει την ετεροπροσωπία του μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Η ανθρώπινη φύση και υπόσταση δεν υπόκειται σε οντολογικές μεταβολές, καθώς διακαώς επιποθεί και ακορέστως επιθυμεί να αναδρώπτει, να αναθρώσκει και να αναβαίνει σταδιακά από την α-λογία στην ευ-λογία, να θέτει αυτοβούλως και ακηράτως την αυτοσυναίσθηση και την αυτοσυνειδησία της στην απεραντοσύνη και την παραδείσια αθανασία, που πηγάζει από το χαρμόσυνο φως της Αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού.
Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται στις δύο «συγκείμενες ουσίες» του ανθρώπου, τη νοητή, με την οποία ο άνθρωπος κοινωνεί με τις ουράνιες δυνάμεις, και την αισθητή, βάση της οποίας αποτελεί η παρούσα πραγματικότητα.
Εισόπιν, ο «ουμανισμός» και ο «ανθρωπισμός» εύκολα και ανεξήγητα οδηγούν σύντομα τον άνθρωπο στο στάδιο του απανθρώπου, εάν δεν εμποτιστούν και βαπτιστούν στη δωρεά της χάρης και φιλανθρωπίας του Θεού.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο όρος «ανθρωπισμός», θα τολμούσα να γράψω, προσεγγίζεται ως θεολογικός, καθώς εσωκλείει και συμπεριλαμβάνει μέρος της κοσμολογίας και της ανθρωπολογίας και, επομένως, απεμπολείται το νοσηρό ενδεχόμενο ο άνθρωπος να μωραίνει τον άκρατόν του νουν σε ζητήματα μιαρά και παμμίαρα.
Άλλωστε, μέσω της ευσπλαγχνίας και αγαπητικής σου ομολογίας προς τον κόσμο και τον εαυτό σου –ως αυτοσυνείδηση και κριτική προβολή των ενδόμυχων σκέψεών σου εδώ– μπορείς να λογίζεσαι άνθρωπος και να χαίρεις μετά του νοητού και επουρανίου στερεώματος.
Εκεί στηρίζω ενδεώς αυτό που υποστήριζα χρόνια τώρα, ότι «επειδή αγάπησα δεν πιστεύω στην αγάπη», καθώς πάντοτε είχα κατά νου τη διαπίστωση –άραγε, φίλαυτη βεβαιότητα;– ότι αγάπη σημαίνει ολότητα, απεραντοσύνη, συγκερασμός όλων των αισθήσεων και απόφαση ένθερμη ζωής να θυσιαστείς μέχρι θανάτου, να πεθαίνεις ένεκα της αγάπης και να κατηγορείς την άκρατη φιλαυτία σου ότι, ακόμη και τώρα, ενώπιον του θυσιαστικού εφαλτηρίου και βωμού της αδελφικής αγάπης, ναι, δεν έμαθες ακόμη, δεν κατανόησες το μεγαλείο της αγάπης!
Οι μέρες όμως παρέρχονται και ενδεεστέρως δύναμαι να παραδεχθώ ειλικρινώς σε ποια από τις δύο κατηγορίες βρίσκομαι! Άνθρωπος, απάνθρωπος;
Και όσο και αν βιάζω τον εαυτό μου, όσο και αν αυθαίρετα τον κατατάσσω στη μία ή την άλλη κατηγορία, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνομαι το πεντόσταγμα της Θείας Πρόνοιας και Φιλανθρωπίας γύρω μου. Τότε είναι που ηχούν ανθρώπινα, στις δεκτικές στον πόνο αισθήσεις μου, τα λόγια του ποιητή: «Όμως εκεί που δυο φίλοι μιλούν ή και σωπαίνουν –προπαντός τότε– τρίτο τίποτα δε χωρεί» (Οδυσσέας Ελύτης).