Γράφει η Βιργινία Δ. Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ἱστορικός

Ως προς την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου η ορθόδοξη παράδοση δέχεται ότι πέρασε τα τελευταία χρόνια της στην Ιερουσαλήμ, όπου και κοιμήθηκε μετά από όραμα που την προετοίμασε για την Κοίμησή Της. Ενταφιάστηκε από τους Αποστόλους και μαθητές του Ιησού, τους οποίους έφερε από μακριά θαυματουργικά ένα σύννεφο προκειμένου να γίνουν μάρτυρες της Κοιμήσεώς Της, αλλά και της Μεταστάσεώς Της, αφού την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμησή Της δεν υπήρχε το Σώμα Της μέσα στον Τάφο Της επί της Κοιλάδας των Κέδρων. Η επί του Τάφου Της σημερινή εκκλησία κτίστηκε από τους Σταυροφόρους επί Βυζαντινής βασιλικής. Η διοίκηση αυτής της εκκλησίας πέρασε στα χέρια Ελλήνων και Αρμενίων ορθοδόξων το 1757.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση, και κυρίως μετά το όραμα μιας Γερμανίδας Μοναχής, της Καταρίνας Έμμεριχ (1774-1824), η οποία δεν είχε πάει ποτέ στην Έφεσο, η Παναγία είχε έναν οίκο στην Έφεσο. Το 1891 Λαζαριστές μοναχοί εντόπισαν την περιοχή, που είχε περιγράψει η Μοναχή, στην κορυφή του βουνού Αλάνταγ (Σολμισό). Χριστιανοί κάτοικοι του Κιρκινζέ έρχονταν στο σημείο αυτό από καιρό για να τιμήσουν την Παναγία, αφήνοντας ευχές τους προς την Θεομήτορα γραμμένες σε μαντήλια ή υφάσματα. Γύρω από τον λεγόμενο οίκο της Παναγίας, επί του οποίου έχει κτισθεί παρεκκλήσι, υπάρχουν κελλιά για τους Καθολικούς Ιερείς. Ο χώρος αυτός ανακηρύχθηκε ως τόπος προσκυνήματος από το Βατικανό. Το 1967 προσκύνησε εκεί ο Πάπας Παύλος ο 6ος.

Άλλωστε κοντά στην κάτω είσοδο του απέραντου αρχαιολογικού χώρου της Εφέσου υπάρχει ένα εκτεταμένο επισκοπικό συγκρότημα, που περιλαμβάνει άλλο Ναό της Παναγίας με Αίθριο και Βαπτιστήριο. Ο ναός αυτός κτίστηκε στα τέλη του 4ου-αρχές 5ου μ.Χ. αι. ίσως για να πραγματοποιηθεί εκεί η Γ´ Οικουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.). Είδαμε τους 200 επισκόπους της Συνόδου αυτής να προσεύχονται στον Ναό του Αγ. Ιωάννου και θεωρούμε πιθανό να καταδίκασαν τον Νεστοριανισμό σ᾽ αυτό το Ναό της Παναγίας, αφού ο Νεστόριος αμφισβήτησε τη θεία Γέννηση του Χριστού από την Παναγία ισχυριζόμενος ότι η Παναγία έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως Χριστοτόκος και όχι Θεοτόκος. Ο Ναός της Παναγίας έχει τη μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Σήμερα σώζονται η αψίδα του Ιερού, η πύλη προς το αίθριο και αρκετοί κίονες.

Επανερχόμαστε για λίγο στον 1ο μ.Χ. αι. και στη δράση του Αποστόλου Παύλου, που επισκέφθηκε την Έφεσο. Όπως ο κεντρικός τρούλλος των ορθοδόξων Εκκλησιών αγκαλιάζει όλους τους πιστούς, έτσι και ο Απ. Παύλος αγκάλιαζε τους νεοφώτιστους μαθητές του επιστρέφοντας μία και δύο φορές στην πόλη, όπου είχε διδάξει, γα να συμπαρασταθεί και να ενισχύσει τις εκκλησίες και τις χριστιανικές κοινότητες, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, κυρίως στη Μ. Ασία.

Στη δεύτερη επίσκεψή του στην Έφεσο έμεινε ο Παύλος εκεί τρία χρόνια, γιατί με τη φώτιση, όπως πάντα, του Αγίου Πνεύματος γνώριζε ότι ήταν πολύ δύσκολο να «κερδίσει» ένα πολύ σημαντικό ελληνορωμαϊκό κέντρο όπου δέσποζε από αιώνες η λατρεία της Αρτέμιδας. Μιας θεάς που δεν είχε καμία σχέση με την ολύμπια ελληνική θεότητα, αφού ήταν «απόγονος» της ανατολικής θεάς Κυβέλης, με έναν πελώριο ναό, με 117 ιωνικούς κίονες, του οποίου κύριος χορηγός ήταν ο Κροίσος της Λυδίας. Το λατρευτικό της άγαλμα κρατούσε τον τύπο του ξοάνου, με τα πολλά στήθη και την «κατά μέτωπο» μορφή της. Το Αρτεμίσιο κάηκε από τον Εφέσιο πυρομανή Ηρόστρατο το 356 π.Χ., ξανακτίστηκε για να ξανακαεί το 256 μ.Χ. από Γότθους εισβολείς.

Εκτός από τους ειδωλολάτρες Εφεσίους ο Παύλος είχε να αντιμετωπίσει τη Ρωμαϊκή εξουσία, τις εβραϊκές αντιδράσεις της Ιουδαϊκής συναγωγής και κυρίως τη διάχυτη λειτουργία της μαγείας, η οποία, ως συνακόλουθο της ειδωλολατρίας, απασχολούσε σεβαστό αριθμό πολιτών. Στο βάθρο του αγάλματος της Αρτέμιδας υπήρχαν ρήσεις μαγικού περιεχομένου, τα λεγόμενα «Εφέσια γράμματα». Όταν άρχισε να απλώνεται στην Έφεσο η χριστιανική Αλήθεια, όπως έγινε με την επίμονη διδασκαλία του Παύλου, πολλοί Εφέσιοι που είχαν στην κατοχή τους μαγικά βιβλία με «Εφέσια γράμματα» (σε παπύρους και περγαμηνές), τα έκαψαν μπροστά σε όλους παρ᾽ όλο που είχαν αγορασθεί πολύ ακριβά.

Από τη δεύτερη μακροχρόνια επίσκεψη του Απ. Παύλου στην Έφεσο θα επισημάνουμε ορισμένα κύρια στοιχεία από τις «Πράξεις των Αποστόλων» γραμμένες από τον Ευαγγελιστή Λουκά, έναν από τους προσφιλέστερους συνοδοιπόρους του Απ. Παύλου. Ο εθνικός Λουκάς, από την Αντιόχεια της Συρίας, ήταν ο μόνος που έμεινε κοντά στον Παύλο, φυλακισμένο για δεύτερη φορά στη Ρώμη, πριν από τον μαρτυρικό σωματικό θάνατό του (67 μ.Χ.).

Στην Έφεσο ο Απ. Παύλος καθιέρωσε το Μυστήριο του Βαπτίσματος, στο οποίο, με την ευλογία του Αγ. Πνεύματος, δίδεται άφεση αμαρτιών. Οι χριστιανοί μέχρι τότε βαπτίζονταν με το βάπτισμα μετανοίας του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου χωρίς την ενεργό συμμετοχή του Αγ. Πνεύματος.

Τρεις μήνες δίδαξε ο Παύλος στην Ιουδαϊκή συναγωγή της Εφέσου την αλήθεια του αναστηθέντος Χριστού και της ουράνιας βασιλείας του Θεού. Επειδή όμως εμποδίστηκε από ορισμένους Ιουδαίους, που αντιστέκονταν και ζητούσαν συγκεκριμένες αποδείξεις, συγκέντρωσε τους μαθητές του σε μία σχολή, η οποία ανήκε στον Εφέσιο με το όνομα Τύραννος. Εκεί δίδαξε επί δύο χρόνια το Ευαγγέλιο του Χριστού και τη νέα αληθινή πίστη και ζωή. Η σχολή αυτή θεωρείται η πρώτη ιστορικά εκκλησιαστική σχολή. Στα δύο αυτά χρόνια άκουσαν και πίστεψαν πολλοί από τους κατοίκους της Ασίας, Ιουδαίοι και Έλληνες.

Ο Παύλος έφυγε από την Έφεσο μετά από ένα γεγονός που δημιούργησε κοινωνική αναταραχή.

Πρόκειται για τη σύγκρουση του Παύλου και των μαθητών του με τον αργυροκόπο Δημήτριο, ο οποίος με άλλους τεχνίτες κέρδιζαν πολλά χρήματα κατασκευάζοντας, ως αφιερώματα, ασημένια μικρά ομοιώματα του ναού της Αρτέμιδας. Η φράση του Παύλου: «...ουκ εισί θεοί οι δια χειρών γενόμενοι...» ήταν αρκετή για να προκληθεί μεγάλη αναταραχή, την οποία ο Παύλος χάριτι Κυρίου την αντιμετώπισε και ανεχώρησε από την Έφεσο μη λησμονώντας να συμπαρίσταται στους ιερείς των εκκλησιών, που είχε δημιουργήσει. Αφού επί τρεις μήνες κήρυξε σε άλλες ελληνικές πόλεις προσκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εφέσου στη Μίλητο, όπου τους μίλησε ενισχύοντάς τους πνευματικά με έναν υπέροχο λόγο (Πράξ. 20, 17-38). Ο Αιδεσιμολογιότατος π. Δημήτριος Φουρλεμάδης γράφει ότι «ο λόγος αυτός –με το: “Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη…”– πρέπει να είναι το καθημερινό εντρύφημα όλων των κληρικών μας» («Οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος», εκδ. «Κιβωτός», σ. 62).

Άλλωστε ύστερα από χρόνια ο φωτισμένος Απόστολος έγραψε από τη Ρώμη (60-62 μ.Χ.) την προς Εφεσίους επιστολή του, η οποία είναι μία εγκύκλιος επιστολή που δεν απευθύνεται σε μία ορισμένη τοπική Εκκλησία, αλλά σε όλες τις Εκκλησίες του Χριστού. Εκτός από το πλούσιο δογματικό περιεχόμενό της, η επιστολή αυτή τονίζει την δια της πίστεως ενότητα όλων των πιστών Ιουδαίων-Εθνικών, Ελλήνων-Ρωμαίων, αρχόντων και δούλων.

Το θεόπνευστο, σωτηριολογικό έργο του Αποστόλου Παύλου συνέχισε στην Έφεσο, για πολλά χρόνια, ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής με συνεχή διδασκαλία, αλλά και πολλά εντυπωσιακά θαύματα: Ανάσταση νεκρών, νίκες εναντίον δαιμόνων, θεραπείες ασθενειών. Στο πρώτο κεφάλαιο της Ιεράς Αποκαλύψεώς του (95 μ.Χ.), ο εξόριστος στην άσημη έως τότε Πάτμο, ο Άγιος Ιωάννης αναφέρει πρώτη την Εκκλησία της Εφέσου ανάμεσα στις επτά Εκκλησίες της Μ. Ασίας, στις οποίες «θείωθελήματι» έπρεπε να αποκαλύψει ό,τι άκουσε γι᾽ αυτές από τον Κύριο Ιησού Χριστό (Έφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια και Λαοδίκεια).