Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού
Το είχα γράψει παλαιότερα, δεν ενθυμούμαι πότε! Έχω όμως, την αίσθηση, πως το μήνυμα και δίδαγμα όσων λέξεων ακολουθούν είναι τέτοιου βάθους πνευματικού, άμα δε και αρχοντικού, που ξεκινώ και πάλι, άρχομαιδι᾿ αυτών και στον παρόντα χρόνο, θέτοντας θυμιατήρι νοσταλγικό στον αγαθό Κυβερνήτη της Πατρίδας μας, στον λαμπρότατο Ιωάννη Καποδίστρια.
Έμεινε στις ιστορικές φυλλάδες ως ένας αδύναμος ηθικά και πένης πνευματικά άνθρωπος. Ο Νικολέτος, ο πιστός υπηρέτης του μεγάλου Κυβερνήτου, εκείνου που βάλθηκε να κάμνει την Ελλάδα αρχόντισσα και ισχυρά. Τον εκάλεσε ο Ιωάννης Καποδίστριας σε φιλική απολογία: «Γιατί παιδί μου;» τον ερώτησε με παράπονο, «γιατί βάλθηκες να ρίψεις δηλητήριο στον καφέ μου, εσύ, ο έως τώρα πιστός υπηρέτης μου;». Ο Νικολέτος βρήκε το θάρρος, έστω και την ύστατη ώρα! Εφανέρωσε την πλεκτάνη, προφύλαξε τον φιλάγαθο κύριό του και έχυσε τον φαρμακωμένο καφέ που τού είχε ετοιμάσει λίγο πριν. Βλέπετε, με 25 χιλιάδες γρόσια “ετίμησαν” την τιμημένη ζωή του άρχοντος πολιτικού…! Τόσα ήταν τα χρήματα της προδοσίας που ενεχύρησαν κάποιοι στον υπηρέτη. Όταν δε έλεγαν στον Κυβερνήτη όσα του καταμαρτυρούν, δεν απαντούσε! Κάπου κάπου μόνο, όταν ξεχείλιζε η στενοχώρια του, ψιθύριζε: «Ας λένε και ας γράφουν ό,τι θέλουν. Έρχεται όμως καιρός που οι άνθρωποι κρίνονται όχι με τα όσα ειπώθηκαν ή γράφτηκαν για τις πράξεις τους, αλλά σύμφωνα με όσα μαρτυρούν οι ίδιες οι πράξεις τους».
Ο μεγάλος αββάς της Ερήμου, Όσιος Σισώης, λίγο πριν παραδώσει την αγία ψυχή του στον Πανάγιο Θεό, ψιθύριζε στις αγγελοφάνειες που έβλεπε, όπως μάς διέσωσαν πολλοί μαθητές και πνευματικοπαίδια του: «Ιδού οι Άγγελοι ήλθον λαβείν με και παρακαλώ ίνα αφεθώ μετανοήσαι μικρόν!».
Ο Αββάς Ησαΐας είπεν: «Όταν κάμης την ακολουθίαν σου και λέγης τας προσευχάς σου, να αισθάνεσαι ταπεινοφροσύνην, ωσάν να είσαι βέβαιος, ότι είσαι ανάξιος. Τότε μόνον αι προσευχαί σου έχουν την δύναμιν να φθάσουν μέχρι του Θεού. Εάν όμως την ώραν που αγρυπνείς εις την ακολουθίαν σου ενθυμηθής κάποιον, που κοιμάται, ή κάποιον που δεν φροντίζει δια τα καθήκοντά του, και τους κατακρίνεις, τότε ο κόπος σου επήγε χαμένος» (Ευεργετινός, τόμος Δ’, Υπόθεσις ΙΓ’, 19).
Ο παγκόσμιος Πωλ Βαλερύ (1871-1945), αυτός που άφησε πανεπιστημιακές θέσεις και στα πενήντα του χρόνια αφοσιώθηκε στη συγγραφή, είπε: «Ο αριθμός των εχθρών μου αυξάνεται σε ευθεία αναλογία με τη σπουδαιότητα μας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον αριθμό των φίλων μας». Και λίγο αργότερα διάβασα εκείνα τα λόγια του που, ίσως, σκέπτομαι, ίσως και μόνο αυτά να είναι ικανά, ώστε η Ιστορία, ως ανέφερα πριν, να τον συγκαταριθμήσει στους μεγάλους και ξακουστούς του συμπαντικού πνεύματος και των γραμμάτων: «Εάν ένα πουλί μπορούσε να πει ακριβώς τι κελαηδάει, γιατί το κελαηδάει και τι μέσα του είναι αυτό που κελαηδάει, δεν θα κελαηδούσε».
Έρχεται η γραφίδα μου στην αναφορά του ξακουστού Ζαν Μπατίστ Πουλέν (Jean Baptiste Poquelin) γνωστού ως Μολιέρου (1622-1673). Ανήκε στο κίνημα του κλασικισμού και υπήρξε ο σημαντικότερος δάσκαλος της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία. Ιδού, λοιπόν, διάβασε μεγάλες αλήθειες, αγαπητέ αναγνώστη, από έναν θιασώτη της κωμωδίας, του οποίου ο θίασος έφθασε τιμητικά να ονομαστεί “βασιλικός θεατρικός θίασος”: «Εμπρός, χτυπάτε, φίλοι μου, αυλικοί μου, όλους αράδα να τους γλωσσοφάτε. Αλλά μόλις φανεί απ᾿ αυτούς κανένας, τρέχετε όλοι να τον καλοδεχθείτε, τού σφίγγετε το χέρι, τον φιλάτε και αιώνια τού ορκιζόσαστε φιλία!».
Ασφαλώς, η εν γένει ορθόδοξη και ορθόπρακτη ζωή του πιστού πόρρω απέχει, ή, μάλλον, πρέπει να απέχει, από τέτοιες ως άνω συμπεριφορές που σχολιάζει ο Μολιέρος. Σε κάθε άλλη περίπτωση, δεν είναι υπερβολή να το γράψω, πιστοί και άπιστοι, ορθόδοξοι και αλλόπιστοι πορευόμαστε από κοινού καί ζούμε και πολιτευόμαστε καί πεθαίνουμε χωρίς να καταλάβουμε όσα εδώ βιώσαμε, χωρίς να έχουμε το ελάχιστο ίχνος και γεύση και μυρωδιά λάβει για αυτό που λέγεται “ορθόδοξο” βίωμα, φρόνημα “χριστοκεντρικό, εκκλησιοκεντρικό, μυσταγωγικό και ορθόπρακτο”!
Ο μαθητής και βιογράφος του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου υπήρξε ο Όσιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993). Ενθυμούμενος ο Γέροντας του Έσσεξ, τις θεολογικές περιπλανήσεις του στο Παρίσι, τότε που παρακολουθούσε μαθήματα σ᾿ ένα ιερατικό κολλέγιο, έγραφε: «Να! Στο Παρίσι, στο κολλέγιο, οι δάσκαλοί μας όλη την ημέρα μάς μιλούσαν για τον Θεό και Θεό δεν είδα. Και ήρθα στο Άγιον Όρος, στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος και εγνώρισα τον στάρετςΣιλουανό. Αυτός, τίποτε δεν μου είπε για Θεό, και Θεό είδα!».