Του Μ. Γ. Βαρβούνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Γράφουμε συχνά για την ανάγκη να ξαναγυρίσουμε στην παράδοση των προγόνων μας, που κράτησε χρόνια ζωντανό το γένος (και μάλιστα σε καθεστώτα δουλείας) και από την οποία προσμένουμε αναγέννηση πνευματική και εθνική και στην παρούσα δύσκολη συγκυρία. Ωστόσο, σπάνια συνειδητοποιούμε τι ακριβώς περιμένουμε όταν ευχόμαστε αυτήν την επάνοδο στην παράδοση και, κυρίως, τι μπορούμε να ορίσουμε ως επιβίωσή της – και μάλιστα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Ασφαλώς δεν θα πρέπει να εννοούμε πολλά και ποικίλα εξωτερικά χαρακτηριστικά και στοιχεία, τα οποία από μόνα τους δεν μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν. Και τούτο επειδή ο άνθρωπος του λαού έχει την τάση να απορρίπτει ό,τι πλέον δεν του χρειάζεται όχι μόνο στο επίπεδο του υλικού βίου, αλλά και στα έθιμα και στις τελετουργίες. Έτσι, σβήνουν σταδιακά τα έθιμα που αναφέρονται σε τομείς της ανθρώπινης ζωής που πλέον καλύπτονται από την επιστήμη και την πρόοδό της και σταδιακά αντικαθίστανται από νέες εθιμικές μορφές, κατά κανόνα εισηγμένες και προσαρμοσμένες στη δική μας πραγματικότητα.
Αυτό είναι μια αναντίρρητη πραγματικότητα, την οποία επιβάλλουν οι εξελίξεις και δεν μπορούμε παρά να διαχειριστούμε κατάλληλα. Άρα, είναι ο πυρήνας της εθιμικής ζωής και δράσης, που πρέπει να επιβιώσει, όχι οι τυχόν εξωτερικές εκδηλώσεις του, οι οποίες υπάγονται στις αλλαγές του συρμού. Άλλωστε, η παράδοση είναι ένα ιστορικά προσδιορισμένο φαινόμενο, που έχει τους δικούς του ρυθμούς εξέλιξης και αλλαγής και δεν χαρακτηρίζεται από διαχρονική ακινησία, παρά τα όσα συνήθως πιστεύονται για αυτήν.
Ποιες, λοιπόν, είναι οι βασικές αρχές των ελληνικών εθίμων; Είναι, κατ’ αρχάς, η σχέση του καθημερινού ανθρώπου με την Ορθοδοξία και την Εκκλησία. Τα ελληνικά έθιμα, ιδιαίτερα οι τελετουργίες του ετήσιου εορτολογικού κύκλου, υπήρχαν πάντα σε ένα θρησκευτικό πλαίσιο. Την αρχή αυτή ήρθε να αποδυναμώσει η προϊούσα εκκοσμίκευση, αλλοιώνοντας με αυτό τον τρόπο την ουσιαστική υπόστασή τους. Μόνο σε αυτό το ελληνορθόδοξο πλαίσιο τα ελληνικά έθιμα μπορούν να λειτουργήσουν σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Έξω από αυτό είναι μορφώματα πολιτισμικά, στερημένα από τη ζωογόνο δύναμή τους.
Είναι κατόπιν το οικογενειακό πλαίσιο εντός του οποίου τα έθιμα τελούνται και αναπαράγονται. Οικογενειακά είναι κατά βάση τα έθιμα του λαού μας. Έξω από την οικογένεια μοιάζουν με λίθους, πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένους. Δεν μπορούν να συναρμολογηθούν σε ένα ενιαίο εθιμικό και τελετουργικό πλαίσιο, άρα δεν μπορούν να λειτουργήσουν, με συνέπεια να φαίνονται ως γραφικά υπολείμματα του παρελθόντος, χωρίς ζωή, χωρίς χρησιμότητα.
Τέλος, είναι το κοινοτικό και κοινωνικό πλαίσιο που τα νοηματοδοτεί. Τα ελληνορθόδοξα έθιμά μας, στα δύσκολα χρόνια του γένους μας, λειτούργησαν ως συνεκτικοί δεσμοί της κοινωνίας, ως βάσεις για την οικοδόμηση και τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Και είναι αυτά που και σήμερα μπορούν να συγκρατήσουν και να αναστρέψουν τις τάσεις διάλυσης του κοινωνικού ιστού, οι οποίες καθημερινά προβάλλουν όλο και απειλητικότερες για τη συνοχή του γένους και την κοινή μας ζωή και δράση.
Τα ελληνορθόδοξα έθιμά μας, στα δύσκολα χρόνια του γένους μας, λειτούργησαν ως συνεκτικοί δεσμοί της κοινωνίας
Αυτοί είναι οι βασικοί παράγοντες για την επιβίωση της παράδοσής μας. Χωρίς αυτούς η παράδοση δεν είναι ελληνορθόδοξο βίωμα, κανόνας, τρόπος και ήθος ζωής, αλλά αποβαίνει νεκρός τύπος, ακριβώς όπως τη θέλησαν οι κάθε είδους ξενόδουλες ηγεσίες της πατρίδας μας από τη βαυαροκρατία μέχρι και σήμερα. Ο λαός μας χρειάζεται την παράδοσή του. Γι’ αυτό και πρέπει να την προασπίσει ως κόρη οφθαλμού, για τα δύσκολα που βιώνουμε, αλλά και για αυτά που έρχονται.