Του Θεοδώρου Ρόκα, θεολόγου Mt Ερμηνευτικής Θεολογίας
Πέρασε η Καθαρά Δευτέρα, η πρώτη ημέρα της Α’ Εβδομάδας των Νηστειών και, κατ’ επέκταση, ολόκληρης της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, με το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της περιόδου να είναι η «ψυχοφελής» νηστεία, όπως ακριβώς τη χαρακτηρίζει η υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας (ιδιόμελο του Εσπερινού Παρασκευής προ των Βαΐων).
Τι σημαίνει, όμως, «νηστεία»; Η «νηστεία» είναι λέξη σύνθετη, που παράγεται από το στερητικό νη- και το ρήμα εσθίω (τρώω). Νηστεία, δηλαδή, είναι η αποχή από ορισμένες τροφές, συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου. Αποτελεί θεσμό πανάρχαιο, από τις απαρχές της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου, όπως αυτό καταδεικνύεται μέσα από την εντολή που έδωσε ο Θεός στους πρωτόπλαστους: «Από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ᾿ αυτού» (Γεν. 2,17).
Με την πάροδο, όμως, των χρόνων η νηστεία από εντολή κατέστη μια καθαρά τυπολατρική πράξη, με αποτέλεσμα να προκαλεί την αντίδραση τόσο των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης όσο και του ίδιου του Ιησού Χριστού (Ματθ. 6,16). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Χριστός και οι Προφήτες καταφέρθηκαν εναντίον της νηστείας αυτής καθ’ εαυτής, αλλά κατά του τρόπου με τον οποίο εκείνη πραγματοποιούνταν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μέσα από την Αγία Γραφή που αποδεικνύει τον τυπολατρικό χαρακτήρα της νηστείας αποτελεί αυτό του Φαρισαίου από την περίφημη παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, που εξιστορεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (18,10-14). Σύμφωνα με την περικοπή αυτή, δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν, ο ένας ήταν Τελώνης και ο άλλος Φαρισαίος. Ο Φαρισαίος στάθηκε όρθιος σε ένα εμφανές σημείο του ναού και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «Ευχαριστώ σοι ο Θεός ότι ουκ ειμί οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης. Νηστεύω δις του Σαββάτου και αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι» (Λκ. 18,11-12).
Η αντίφαση των δύο αυτών προσώπων είναι σαφέστατη. Ο Τελώνης παραβάτης του νόμου, ενώ ο Φαρισαίος τηρητής του. Όμως, ο Φαρισαίος, αντί να τηρεί τις διατάξεις του νόμου, προκειμένου να είναι δίκαιος, υπερηφανευόταν και κατέκρινε τον πλησίον του. Και παρόλο που νήστευε, η νηστεία δεν τον ωφέλησε σε τίποτα, διότι συνοδευόταν από υπερηφάνεια, αλαζονεία και κατάκριση για τον πλησίον του.
Στην περίπτωση του Φαρισαίου, αλλά και όποιου συμπεριφέρεται όπως ο Φαρισαίος της παραβολής, έρχεται να απαντήσει ο ίδιος Απόστολος Παύλος λέγοντας: «Συ τις ο κρίνων αλλότριον ικέτην;» (Ρωμ. 14,2). Μάλιστα στην ίδια επιστολή, την οποία ακούμε στο αποστολικό ανάγνωσμα που αναγιγνώσκεται στους ναούς κατά την Κυριακή της Τυρινής, δηλαδή μία μέρα πριν από την Καθαρά Δευτέρα, μία μέρα πριν από την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο Απόστολος των Εθνών παραγγέλλει πως εκείνος που είναι σε θέση να νηστέψει να μην κατακρίνει εκείνον που δεν έχει τη δυνατότητα να πράξει το ίδιο: («ο εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω· ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβετο», Ρωμ. 14,3).
Η συμπεριφορά του Φαρισαίου δεν πρέπει να μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Πολλές φορές οι άνθρωποι που βρίσκονται και εργάζονται μέσα στην εκκλησία αισθάνονται μια υπεροχή έναντι των «αμαρτωλών» και δεν μπορούν να παραδεχτούν πως ακόμα και οι «αμαρτωλοί» μπορούν και έχουν το δικαίωμα να μετανοήσουν και να αλλάξουν τρόπο ζωής. Θεωρούν πως μέσα στον οίκο του Θεού έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους «αμαρτωλούς» και ισχυρίζονται πως έχουν κάνει καλά έργα, χωρίς να έχουν προδώσει την εμπιστοσύνη τους προς τον Θεό. Όμως, ο ίδιος ο Κύριος έρχεται να τονίσει πως η μετάνοια είναι η πιο σπουδαία εργασία από τα θεωρούμενα καλά έργα. Εκτός από τον μετανοήσαντα Τελώνη, έτερο παράδειγμα αποτελεί και ο «πιστός» στον πατέρα του υιός, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε έντονα όταν ο πατέρας του υποδέχτηκε τον μετανοήσαντα άσωτο υιό (Λκ. 15,22-24).
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι με την έναρξη της περιόδου του Τριωδίου προβάλλεται από την Εκκλησία μας η περίπτωση του Φαρισαίου, ο οποίος εφάρμοζε τη νηστεία και τις λοιπές διατάξεις του νόμου καθαρά από εγωιστικούς σκοπούς, χωρίς να τη συνδυάζει με τις υπόλοιπες αρετές που τη συνοδεύουν (όπως αγάπη προς τον πλησίον, ελεημοσύνη, διάλυση του συνδέσμου της αδικίας) όπως ακριβώς μας προτρέπει η Εκκλησία μας. Και τούτο με σκοπό να μεταδώσει το μήνυμα και το περιεχόμενο της αληθινής νηστείας και του τρόπου εφαρμογής της, ψάλλοντας: «νηστεύοντες αδελφοί σωματικώς νηστεύσωμεν και πνευματικώς, λύσωμεν πάντα σύνδεσμον αδικίας, διαρρήξωμεν στραγγαλιάς, βιαίων συναλλαγμάτων· πάσαν συγγραφήν άδικον διασπάσωμεν, δώσωμεν πεινώσιν άρτον και πτωχούς αστέγους εισαγάγωμεν εις οίκους» (Εσπερινός Τετάρτης της Α’ Εβδομάδας των Νηστειών).
Το παρόν ιδιόμελο έρχεται να μας επισημάνει τον σκοπό, το νόημα και τη σωστή εφαρμογή της νηστείας. Ο δε Ιησούς Χριστός, στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αποκαλύπτει τον ορισμό της αληθινής νηστείας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπεριφέρεται ο Χριστιανός κατά την περίοδό της λέγοντας: «Όταν νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες· συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. 6,16-18).
Στο παραπάνω αγιογραφικό χωρίο, οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημάνουν πως ο άνθρωπος όταν νηστεύει πρέπει να είναι χαρούμενος, διότι η νηστεία αποτελεί φάρμακο που καταπολεμά την αμαρτία και προορίζεται να αναζωογονεί την ψυχική του υγεία, διότι η νηστεία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της αρετής και νομοθετήθηκε για την καθαρότητα της ψυχής του ανθρώπου. Η δε αποχή του ανθρώπου όχι μόνο από ορισμένα είδη τροφών, αλλά και από ποσότητες τροφής συμβάλλει στη χαλιναγώγηση των επιθυμιών και την ενδυνάμωση του αγώνα κατά των παθών και της αμαρτίας, διότι η νηστεία δεν περιορίζεται στην αποχή από την τροφή, αλλά διευρύνεται στη γενικότερη πνευματική άσκηση, που πλαισιώνεται με την προσευχή, την καταπολέμηση των παθών, την καλλιέργεια της αρετής και την προσφορά ελεημοσύνης.
Ο ιερός Χρυσόστομος σχολιάζει πως η νηστεία αποδιώκει τον κορεσμό της ακρασίας, ανακαινίζει την καρδιά του ανθρώπου, καταστέλλει τις φλεγμονές του θυμού, καθαρίζει τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος, θεραπεύει τα τραύματα της ψυχής, ανακαινίζει την ψυχή από την αμαρτία, εκπορθεί τα πάθη, γαληνεύει τους λογισμούς και εισάγει στη ζωή του ανθρώπου τον φόβο για τον Θεό. Προς τον άνθρωπο που νηστεύει και επιθυμεί να τηρεί τη νηστεία ορθά και χριστιανικά παραγγέλλει τα εξής:
«Νηστεύεις; Πένητα μη παρίδης. Βλέπε της χήρας τα δάκρυα και ορφανούς στενάζοντας.
Νηστεύεις; Γυμνόν περιέβαλλε.
Νηστεύεις; Εάν έχης έλέησον∙ ει δε ουκ έχεις, μη αρπάσεις τα αλλότρια.
Νηστεύεις; Παύσον την γλώσσαν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον.
Νηστεύεις; Μη συκοφαντήσεις πένητα ίνα μη παροργίσεις τον ποιήσαντα αυτόν.
Νηστεύεις; Θρέψον πεινώντας, πότισον διψώντας, γυμνούς ένδυσον, ασθενούντας επίσκεψαι, των εν φυλακή μη επιλάθης, καταπονουμένους ελέησον, θλιβομένων και οδυρομένων επιμελήθιτι.
Νηστεύεις; Γενού εύσπλαχνος, πράος, αγαθός, ειρηνοποιός, μακρόθυμος, ελεήμων αμνησίκακος, ευλαβής, ίνα ο Θεός την νηστείαν σου αποδέξηται» (Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις κήρυγμα νηστείας Λόγος α’ – β’).
«Ιν’ ακούσεις της μακαρίας φωνής εκείνης λεγούσης: επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. 25,34-36).