Του Αρχιμ. Φωτίου Ιωακείμ

1. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, τὰ ἔργα του καὶ ἡ ἐποχή του

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, μὲ τὸν θαυμαστὸ βίο καὶ τὰ ἔνθεα ἔργα του ἔχει ἀναμφίβολα σφραγίσει ἀνεξίτηλα τὴ βυζαντινὴ ἱστορία τοῦ 7ου αἰώνα, ἑνὸς πολυτάραχου ὅσο καὶ σημαίνοντος αἰώνα, τόσο ἐκκλησιαστικά, ὅσο καὶ πολιτικά, καταλείποντας ἀπαράμιλλο ὑπόδειγμα ἁγιότητας πρὸς μίμηση.

Ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιώνυμη ἀρχαία πόλη τῆς Ἀμαθοῦντος, τῆς ὁποίας τὰ ἐκτεταμένα κατάλοιπα ἁπλώνονται σήμερα στὴ νότια ἀκτὴ τῆς Κύπρου καὶ περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς πόλης Λεμεσοῦ. Ἡ Ἀμαθοῦντα ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς δεκατέσσερεις ἐπισκοπὲς τῆς χριστιανικῆς νήσου, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται νὰ λειτουργοῦν ὀργανωμένες ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τετάρτου αἰώνα. Σὲ ἀκμὴ βρισκόταν μέχρι καὶ τὸν ἕβδομο αἰώνα, ὁπόταν καταστρέφεται κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές, καὶ τότε χάνει καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους της. Ὡστόσο, ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα Ἀμαθοῦντος ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν Κύπρο (12ος αἰ.), ἂν καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰώνα φαίνεται πὼς ἡ πόλη ἐγκαταλείπεται ὁριστικὰ καὶἐρημώνεται, ἐνῶ στὴ θέση της ἀναπτύσσεται ἡ παρακείμενη Νεάπολις-Λεμεσός, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καὶ τὴ φυσικὴ διάδοχό της.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰώνα σὲ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν Ἐπιφάνιος, ἦταν ὁ ἄρχων (κυβερνήτης) τῆς Κύπρου. Ὅταν ὁ ἅγιος ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία καὶ εἶχε ἤδη μετάσχει τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς θύραθεν σοφίας, κατόπιν πίεσης τῶν γονέων του νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε καὶ τέκνα. Σύντομα ὅμως ἀπέθαναν τὰ τέκνα του, ὕστερα δὲ καὶ ἡ συμβία του.

Ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης δὲν γόγγυσε κατὰ τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀπελπίστηκε, ἀλλὰ δέχθηκε τὶς δοκιμασίες αὐτὲς ὡς ἀπὸ θεϊκὴ πρόνοια καί, ἀφοῦ εὐχαρίστηκε τὸν Κύριο, ἀφοσιώθηκε ἔκτοτε πλήρως σ᾽ Αὐτόν. Ἔγινε δὲ εὐάρεστος σὲ ὅλους, εἰρηνοποιώντας τοὺς ἀντιμαχόμενους, βοηθώντας τοὺς ποικιλότροπα πάσχοντες καὶ ἐλεώντας πτωχοὺς καὶ χῆρες καὶ ὀρφανά. Καί, ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὡς πατριάρχης στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης τὸν παρακίνησε θεϊκὴ ὀπτασία, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ στὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν, στὴν ὁποία τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ μεγάλη πρὸς τὸν Θεὸ παρρησία τῆς ἀρετῆς τῆς ἐλεημοσύνης.

Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἰωάννη ὑπερέβη τὰ ὅρια τῆς μεγαλονήσου. Πῶς ὅμως ὁ ἅγιος κατέστη πατριάρχης Ἀλεξανδρείας; Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ κάνουμε πρῶτα μία σύντομη ἀναδρομὴ στὸν πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (16ος αἰ.). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Τάλα Πάφου

Ἡ αὐτοκρατορία, ποὺ παρέλαβε στὶς 5 Ὀκτωβρίου τοῦ 610 ὁ Ἡράκλειος, διαδεχόμενος τὸν τύραννο Φωκᾶ τὸν ἀπὸ στρατιωτῶν (602-610), βρισκόταν σὲ οἰκτρὴ κατάσταση: Ὄχι μόνο οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Περσῶν στὰ ἀνατολικὰ σύνορα καὶ στὰ βόρεια τῶν Ἀβάρων ἀποδεκάτιζαν τοὺς πληθυσμοὺς καὶ ἔσπερναν τὴν καταστροφή, ἀλλὰ καὶ σοβαρὲς ἐσωτερικὲς ἀντιπαραθέσεις, πολιτικὲς ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικές, δίχαζαν τὴν αἱμάσσουσα Ρωμηοσύνη. Κύρια δὲ αἵρεση, ποὺ δίχαζε τὸν τότε χριστιανικὸ κόσμο, ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰ., ἦταν ὁ Μονοφυσιτισμός, ποὺ βασικὲς ἑστίες ἀναζωπύρωσής του εἶχε τὴ Συρία καὶ τὴν Αἴγυπτο. Οἱ πατριάρχες, ποὺ ἀνέβαιναν στὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας μέχρι καὶ τὸ 537, ἦταν, εἴτε μονοφυσιτίζοντες, εἴτε πλήρως μονοφυσίτες καί, κατὰ συνέπεια, ἔρχονταν σὲ προστριβές, τόσο μὲ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα. Γιὰ νὰ διορθώσει τὴν πηγὴ τῶν προβλημάτων αὐτῶν ὁ Ἰουστινιανός, τὸ 537 ἐξέδωσε διάταγμα ποὺ καθόριζε ὥστε ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας στὸ ἑξῆς νὰ «προβάλλεται» (νὰ ἐκλέγεται καὶ διορίζεται) ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα στὴν Πόλη. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ συνεχίστηκε μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡρακλείου.

Ὁ Ἡράκλειος  λοιπόν, παράλληλα μὲ τὶς νικηφόρες κατὰ τῶν Περσῶν ἐκστρατεῖες του, προσπάθησε νὰ συνενώσει τοὺς χριστιανοὺς στὴν αὐτοκρατορία του, ἐφαρμόζοντας ἀνάλογη θρησκευτικὴ πολιτικὴ  —τὴν ὁποία συνέχισαν καὶ οἱ διάδοχοί του—, καὶ τῆς ὁποίας ἀπόρροια ὑπῆρξε δυστυχῶς ὁ Μονοθελητισμὸς-Μονοενεργητισμός. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα, μὲ τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεοδώρου Σκρίβωνος (608-609), ὁ Ἡράκλειος ἐπιθυμοῦσε νὰ βρεῖ γιὰ τὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ἄνθρωπο ἐνάρετο καὶ μετριοπαθή, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συνενώνει τὰ διεστῶτα. Ὁ ἀνωτέρω πατρίκιος Νικήτας, ποὺ εἶχε μεγάλη ἐπιρροὴ στὸν Ἡράκλειο, συνέστησε σ᾽ αὐτὸν μὲ ἐπιμονὴ τὸν Ἰωάννη, ποὺ εἶχε γνωρίσει στὴν Κύπρο, ὅταν γιὰ κάποιο διάστημα φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς νήσου Ἐπιφάνιο, τὸν πατέρα τοῦ ἁγίου. Μάλιστα ὁ Ἰωάννης εἶχε γίνει καὶ ἀδελφοποιητὸς (πνευματικὸς ἀδελφὸς) μὲ τὸν Νικήτα, καθὼς καὶ ἀνάδοχος τῶν τέκνων του. Ἔτσι ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης, ἀφοῦ πιέσθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συναίνεση τοῦ κλήρου καὶ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, χειροτονήθηκε σὲ πατριάρχη τῆς κλεινῆς αὐτῆς μεγαλούπολης κατὰ τὸ ἔτος 610.

Ὁ Ἰωάννης, ἀνερχόμενος στὸν θρόνο τοῦ ἀποστόλου Μάρκου, βρέθηκε ἀντιμέτωπος, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ βαρειὰ μονοφυσιτικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Αἰγύπτου. Σὐμφωνα μὲ τὸν ἀρχικὸ Βίο (CPG 7647) τοῦ ἁγίου, ἑπτὰ μονάχα ναοὺς Ὀρθόδοξους βρῆκε, τοὺς ὁποίους μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια αὔξησε σταδιακὰ σὲ ἑβδομήντα. Ἀγωνίσθηκε λοιπὸν μὲ μεγάλο ζῆλο ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἔχοντας ἐκλεκτοὺς συμβοηθοὺς στὸ ἔργο του τοῦτο τὸν γνωστὸ συγγραφέα τοῦ Λειμωναρίου μοναχὸ Ἰωάννη Μόσχο καὶ τὸν μαθητή του μοναχὸ καὶ σοφιστὴ Σωφρόνιο, τὸν μετέπειτα πατριάρχη Ἱεροσολύμων (634-638), τοὺς ὁποίους συμβουλευόταν ὡς πατέρες του, καὶ οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ σοφία καὶ ἀρετή τους, κατόρθωσαν νὰ ἀνασπάσουν ἀπὸ τοὺς θανατηφόρους βρόχους τῆς αἱρέσεως πολλοὺς πεπλανημένους. Καί, καταρχήν, ἀπαγόρευσε τὴ βλάσφημη (θεοπασχιτικὴ-μονοφυσιτικὴ) προσθήκη στὸ Τρισάγιο τῆς φράσης «Ἅγιος ἀθάνατος, ὁ σταυρωθεὶς δι᾽ ἡμᾶς», ποὺ εἶχε ἐπίσημα εἰσαγάγει ὁ μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Κναφέας. Περαιτέρω, ἀπὸ τοὺς χειροτονούμενους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀπαιτοῦσε προηγουμένως ἔγγραφη ὁμολογία (λίβελλο) τῆς Ὀρθόδοξης πίστης τους καὶ ὅτι θὰ τηροῦσαν τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Ἀκόμη, γραπτὸ λίβελλο μετανοίας καὶ ὁμολογίας τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ ἀναθεματισμὸ τῶν αἱρέσεων ἀπαιτοῦσε ὁ ἅγιος καὶ ἀπὸ ὅσους αἱρετικοὺς κληρικοὺς ἐπέστρεφαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ἔτσι τοὺς ἀποκαθιστοῦσε σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία.

Παράλληλα, ὡς ἄλλος Νεῖλος συμπαθείας καὶ φιλανθρωπίας, ἄνοιξε τὰ σπλάχνα τῆς φιλανθρωπίας του πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐμπερίστατους. Μόλις μάλιστα χειροτονήθηκε καὶ πρὶν ἀκόμη ἐνθρονισθεῖ, πρόσταξε καὶ κατέγραψαν ὅλους τοὺς πτωχοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας, ποὺ ἀνέρχονταν σὲ 7.500, καὶ διευθέτησε νὰ τρέφονται μὲ ἔξοδα τοῦ πατριαρχείου. Συνάμα ἵδρυσε ἀρκετὰ ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα καὶ ἑπτὰ λοχοκομεῖα. Τὰ τελευταῖα, ποὺ τὰ ἐξόπλισε μὲ κρεββάτια καὶ κατάλληλα στρώματα, δέχονταν τὶς πτωχὲς ἐγκύους γυναῖκες, γιὰ νὰ γεννοῦν ἐκεῖ ἄνετα καὶ νὰ τυγχάνουν περίθαλψης καὶ τροφῆς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. Δημιούργησε ἀκόμη μέσα στὸν χῶρο τοῦ πατριαρχείου τὸ περίφημο Καισάρειο, μία μεγάλη δηλαδὴ αἴθουσα κατάλληλα διαρυθμισμένη, στὴν ὁποία καθημερινά, νύχτα καὶ ἡμέρα, φιλοξενοῦνταν οἱ ἄστεγοι.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (1518). Νωπογραφία παρεκκλησίου Ἁγίας Χριστίνας, Ἀσκᾶς

Τὸ ἔτος 611, ὅταν στὴν Περσία βασίλευε ὁ Χοσρόης Β´, ὁ στρατηγός του Ρασμιόζαν (ὁ Σάρβαρος τῶν ἑλληνικῶν πηγῶν) εἰσέβαλε μὲ πολυάριθμο στρατὸ στὴ Συροπαλαιστίνη, λεηλατώντας, φονεύοντας καὶ κακοποιώντας τοὺς χριστιανοὺς καί, ἕνεκα τούτου, πλῆθος προσφύγων κατέλαβαν τὴν Ἀλεξάνδρεια. Τότε μάλιστα αὐξήθηκε καὶ ἡ φιλανθρωπικὴ τοῦ Ἰωάννη δράση, ποὺ καθημερινὰ παρεῖχε περίθαλψη, νοσηλεία, χρήματα καὶ τροφὴ σὲ χιλιάδες πρόσφυγες. Ὅταν δὲ οἱ Πέρσες τὸ 614 εἰσέβαλαν ξανὰ καὶ κατέκαυσαν τὸν πανίερο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἄλλους ἱεροὺς τόπους, μονές, πόλεις καὶ χωριὰ στὴν Παλαιστίνη, ὁ ἅγιος, ἀπέστειλε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Κτήσιππο μεγάλη ποσότητα χρυσῶν νομισμάτων, ἄρτων, σιταριοῦ, λαδιοῦ καὶ ὀσπρίων καὶ ἀνάλογα ζῶα γιὰ τὴ μεταφορὰ ὅλης αὐτῆς τῆς βοήθειας. Μερίμνησε μάλιστα ὥστε οἱ χίλιες περίπου μοναχές, ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ, νὰ ἀπελευθερωθοῦν, καὶ φρόντισε στὴ συνέχεια νὰ τὶς ἀποκαταστήσει σὲ μοναστήρια.

Ἀλλ᾽ ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Ἰωάννη δὲν ἐξαντλήθηκε μέχρις ἐδῶ. Διότι καὶ στὸν ἁγιώτατο Μόδεστο, τὸν κατόπιν πατριάρχη (631/632-634), τότε πρεσβύτερο καὶ τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου Ἱεροσολύμων —ἕνεκα αἰχμαλωσίας τοῦ ἁγίου πατριάρχου Ζαχαρίου (609-630/631)—, ποικιλότροπα συμπαραστάθηκε. Ἔχοντας δηλαδὴ πληροφορηθεῖ τὴ μεγάλη ἀνάγκη καὶ στενοχωρία, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Μόδεστος προκειμένου νὰ διαθρέψει τὸ δεινοπαθοῦν ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει τὸν κατεστραμμένο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πανάγια προσκυνήματα, καὶ ἐπιθυμώντας νὰ γίνει καὶ αὐτὸς κοινωνὸς ἑνὸς τόσο θεαρέστου ἔργου, τοῦ ἀπέστειλε πλουσιοπάροχη ἐλεημοσύνη: Χίλια χρυσὰ νομίσματα καὶ μεγάλη ποσότητα τροφίμων καὶ ὑλικῶν οἰκοδομῆς, καθὼς καὶ χίλιους ἐργάτες.

Μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν τοῦ θεοφόρου Ἰωάννη συγκαταλεγόταν καὶ ὁ ἐνάρετος Θεόδωρος, ποὺ καταγόταν πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἀμαθοῦντα, καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴ διάδοση τῆς ἐλεημοσύνης σὲ πτωχοὺς καὶ ἐμπερίστατους. Μὲ κέλευση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἀξιώθηκε ὁ Θεόδωρος καὶ τῆς ἱερωσύνης, μᾶλλον δὲ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἰδίου χειροτονήθηκε κατόπιν (πρὶν τὸ 641) καὶ ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος.

Ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη στὴν Ἀμαθοῦντα καὶ πρὶν καταστεῖ πατριάρχης, ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀνοικοδομήσει ἐκ βάθρων σὲ περιοχὴ τῆς πόλης του καὶ μὲ δικά του ἔξοδα δύο ναούς, ποὺ βρίσκονταν πλησίον ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου: Τὸν ἕνα πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν ἄλλο πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, προφανῶς τοῦ Προδρόμου. Ἀφοῦ δὲ συνάθροισε δύο τάγματα ἐναρέτων μοναχῶν καὶ τοὺς ἔκτισε κελλιὰ πέριξ τῶν ὡς ἄνω δύο πλησιοχώρων ναῶν, προσέταξε νὰ χορηγοῦνται σ᾽ αὐτοὺς ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή τους ἀπὸ τὰ εἰσοδήματα κτημάτων ποὺ εἶχε στὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του, καὶ τοὺς εἶπε πὼς μετὰ Θεὸν θὰ κάλυπτε τὶς ὑλικές τους ἀνάγκες, μὲ τὴ συμφωνία ὁ ἐκ Θεοῦ μισθός τους γιὰ τὶς Ἀκολουθίες ποὺ θὰ ἔκαναν στοὺς δύο ἐκείνους ναοὺς νὰ λογισθοῦν πρὸς ὠφέλεια τῆς ψυχῆς του. Ὅποια ὅμως προσευχὴ καὶ Ἀκολουθία θὰ ἔκαναν στὰ κελλιά τους, θὰ ἦταν γιὰ μισθὸ τῆς ἰδικῆς τους ψυχῆς. Ἔτσι κατέστησε πάνσοφα ὁ ἅγιος προθυμώτερους τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους στὰ πνευματικὰ ἔργα.

Ὁ Ἰωάννης, γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετὲς καὶ τὴν θεοφιλὴ πολιτεία του, μάλιστα τὴν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς καὶ δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος πολλὰ θαύματα τέλεσε διὰ μέσου του ἐνόσω ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον, τὰ ὁποῖα καταγράφονται στοὺς Βίους του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (13ος αἰ.). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, Κακοπετριὰ

Εἰδικώτερα ὅμως πρὸς τὸν Βίο του ἀπὸ τὸν Λεόντιο Νεαπόλεως (BHG 886), πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς ὁ ἱερὸς βιογράφος του πετυχαίνει νὰ παρουσιάσει μὲ ἐξαίρετη φυσικότητα, ὄχι μόνο τὶς θαυματουργικὲς ἐκφάνσεις στὴ ζωὴ τοῦ Ἐλεήμονος, ἀλλὰ καὶ σύνολη τὴν ἁγία χαρισματικὴ καὶ πολυτάλαντη προσωπικότητά του. Γιὰ παράδειγμα, τὴν ἔργῳ καὶ λόγῳ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του, τὴν ἀνεξικακία καὶ συγχωρητικότητά του, τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὸ χάρισμα τῆς πρακτικῆς διδασκαλίας ποὺ εἶχε, τὴν ἔγνοια του νὰ διδάσκει τὸν ὑπ᾽ αὐτὸν κλῆρο καὶ λαό, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀποφυγὴ τῆς κατάκρισης, τὴν εὐλάβειά του στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ποὺ ἀπαιτοῦσε καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαζόμενους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, κ.ἄ. Ἰδιαίτερα τονίζεται ἡ μὲ ἀταλάντευτη σταθερότητα προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποῖα δίδασκε στὸ ποίμνιό του, μάλιστα μὲ τὶς κατὰ καιροὺς ἑόρτιες ἐγκυκλίους του. Περαιτέρω, ὁ μέγας Ἰωάννης, ἀναδεικνύεται ἐντρυφὴς μελετητὴς καὶ συνάμα καλὸς γνώστης Βίων ἁγίων, τοῦ Γεροντικοῦ, ἀλλὰ καὶ προγενεστέρων πατερικῶν κειμένων.

Προσέτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀναδείχθηκε καὶ δόκιμος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας. Καταρχὴν συνέταξε τὸν κατὰ πλάτος Βίο τοῦ συμπατριώτη του καὶ πολιούχου τῆς γενέτειράς του, ἁγίου Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τοῦ θαυματουργοῦ, ποὺ ἄκμασε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα, ὅπου μᾶς διασώζει μοναδικὲς πληροφορίες, τόσο γιὰ τὸν ἅγιο Τύχωνα, ὅσο καὶ τὴν ὑστερορωμαϊκὴ Ἀμαθοῦντα. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο ἔτος μεγάλο θρῆνο καὶ κοπετό, ποὺ ἔκανε γιὰ τὴν ἅλωση καὶ καύση τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 «γραφῇ παραδέδωκεν». Δὲν εἶναι ὅμως γνωστὸ ἂν διασώθηκε ὁ θρῆνος αὐτὸς τοῦ φιλοπενθοῦς Ἰωάννη.

Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ παραδοθεῖ ἡ Ἀλεξάνδρεια στοὺς Πέρσες, κατόπιν προτροπῆς τοῦ πατρικίου Νικήτα, ὁ ἅγιος ἀναχώρησε μαζί του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ μετέβη στὴ γενέτειρά του, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀποφύγει δολοφονικὴ ἀπόπειρα ποὺ ἑτοίμαζαν κάποιοι ἐναντίον του καὶ τὴν ὁποία προγνώρισε μὲ θεϊκὴ ἀποκάλυψη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τύχει τῆς τελείωσης στὴν πεφιλημένη του Ἀμαθοῦντα. Διότι εἶχε συνάμα λάβει ἐκ Θεοῦ πληροφορία ὅτι πλησιάζει τὸ ἐπίγειο τέλος του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι, βάσει τῶν δεδομένων τῶν Βίων του, ὁ Ἰωάννης παρέμεινε στὴν Κύπρο μετὰ τὴ φυγή του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο  τουλάχιστον ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 619 μέχρι τὶς 11 Νοεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ὁπόταν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.

Ὁ ἀνωτέρω πατρίκιος Νικήτας, μὲ ἀφορμὴ τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου στὴν Κύπρο, τὸν παρακάλεσε νὰ συνταξιδεύσουν στὴ συνέχεια ὣς τὴ Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ λάβει ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια τὴν εὐλογία του. Πείσθηκε τότε ὁ Ἰωάννης στὴν παρότρυνση τοῦ ἀγαπημένου του φίλου καὶ ξεκίνησαν τὸν πλοῦν πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἕνεκα ὅμως μεγάλης θαλασσο-ταραχῆς, τὸ πλοῖο ἀναγκάσθηκε νὰ προσορμισθεῖ στὴ Ρόδο. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης εἶδε ὀπτασία, μὲ τὴν ὁποία ἄγγελος Κυρίου τὸν καλοῦσε πρὸς συνάντηση τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ ἀνακοίνωσε στὸν Νικήτα, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀμαθοῦντα, ὥστε νὰ παραδώσει ἐκεῖ τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, ποὺ τὸν καλοῦσε στὴν οὐράνια βασιλεία.

Ἀφοῦ καὶ πάλιν ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν Ἀμαθοῦντα, ἔμελλε νὰ ὑποστεῖ καὶ νέα φονικὴ ἐπιβουλὴ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Ἀλεξανδρείας Ἰσαάκιο, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε προδοτικὰ τὴν πόλη του στὴν ἐπίθεση τῶν Περσῶν καὶ κατέφυγε στὴν Κύπρο. Αὐτὸς λοιπὸν εἶχε σκευωρήσει ὥστε νὰ φονεύσει τὸν δίκαιο τὴ Δευτέρα πρὶν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ὁ Ἰωάννης τὸ πληροφορήθηκε, παρέμεινε κλεισμένος στὴν οἰκία του καί, χάριτι Θεοῦ, σώθηκε ἀπὸ τὴ θανατηφόρα ἐκείνη ἐπίθεση.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (1105/6). Νωπογραφία καθολικοῦ Παναγίας Φορβιώτισσας, Ἀσίνου

Τότε ὁ ἅγιος τέλεσε τὸ τελευταῖο προσκύνημά του στὴ γῆ: Μετέβη στὴν πρωτεύουσα τῆς νήσου Κωνσταντία καὶ προσκύνησε μὲ πόθο τὰ τίμια λείψανα τῶν δύο «στύλων» τῆς κατὰ Κύπρον Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ πανευφήμου ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ Ἐπιφανίου. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀμαθοῦντα, ὅπου ὑπαγόρευσε σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσαν τὴ διαθήκη του, στὴν ὁποία ἀναφαίνεται ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγιώτατης ψυχῆς του. Καὶ σὲ λίγο παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, τὸν Ὁποῖο ἀπὸ βρέφος ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε, στὶς 11 Νοεμβρίου τοῦ 619. Τότε πρέπει νὰ ἦταν περίπου 70 ἐτῶν.

Τελέσθηκε λοιπὸν ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου. Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερό του λείψανο, γιὰ νὰ δοξάσει ὁ Κύριος τὸν μέγα πατριάρχη Ἰωάννη, ἔλαβε χώρα τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός: Στὸ τάφο, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κατατεθεῖ, καὶ ποὺ βρισκόταν στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴν Ἀμαθοῦντα, προϋπῆρχαν ἀποτεθειμένα τὰ λείψανα δύο προκεκοιμη-μένων ὁσίων ἐπισκόπων Ἀμαθοῦντος, ποὺ δὲν κατονομάζονται. Τιμώντας λοιπὸν αὐτοὶ μὲ τὸν τρόπο τους τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἰωάννη καί, μάλιστα, τὴν ὑπερβάλλουσα ἁγιότητά του, σὰν νὰ ἦταν ζωντανοί, μετακινήθηκαν ὁ ἕνας στὴ μία πλευρὰ κι ἄλλος στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τάφου, κάνοντας ἔτσι χῶρο, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ μέσο τους ὁ Ἐλεήμων ἅγιος! Καὶ αὐτὸ τὸ εἶδαν καὶ τὸ μαρτύρησαν ὅλοι οἱ παρευρεθέντες στὴν κηδεία.

Ὁ δὲ Δικαιοκρίτης καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων Ἀνταποδότης Κύριος, ἐδόξασε καὶ μετὰ θάνατον τὸν γνήσιο δοῦλο Του Ἰωάννη, μὲ ποικίλα θαύματα, ἐμφάνειες καὶ τὸ χάρισμα τῆς μυροβλυσίας. Ἄξιον ἰδιαίτερης μνείας τυγχάνει τὸ θαῦμα, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν καταγόμενη ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Ἀμαθούντας γυναίκα, ποὺ λεγόταν Ἀναστασία, τὸ ὁποῖο καταγράφει ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως, καὶ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος παρέσχε τὴν ἄφεση θανασίμου ἁμαρτήματος μὲ τὴ μεσιτεία τοῦ Ἰωάννη.

2. Οἱ πρῶτοι βιογράφοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννη

α. Ὁ πρῶτος χρονολογικὰ Βίος (CPG 7647) τοῦ ἁγίου γράφηκε ἀπὸ τὴ δυάδα τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν του καὶ ὁσίων ἀνδρῶν Ἰωάννου Μόσχου καὶ Σωφρονίου Σοφιστοῦ. Ἐφόσον ὁ ἅγιος Λεόντιος Νεαπόλεως, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ἔγραψε τὸν δικό του Βίο (CPG 7882=BHG 886d) κατὰ τὰ ἔτη 641/642 καί, ὅπως ἀναφέρει, εἶχε ὑπόψη του τὸν ἐν λόγῳ Βίο, γεγονὸς ποὺ καθόρισε καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ δικοῦ του ἔργου, ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου τούτου Βίου τοποθετεῖται χρονικὰ μεταξὺ 619 καὶ 638 (ἔτη κοιμήσεως τῶν ἁγίων Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, ἀντιστοίχως). Δυστυχῶς ὁ Βίος τοῦτος δὲν σώθηκε αὐτούσιος ἢ καὶ λανθάνει. Ὁρισμένοι ὅμως μεταγενέστεροι ἀντιγραφεῖς χειρογράφων ἀρύονται ἄμεσα ἀπ᾽ αὐτὸν καὶ μᾶς διέσωσαν ἔτσι ἀρκετό του τμῆμα καί, ἐνίοτε, ὁρισμένα αὐτούσια ἀποσπάσματα. Συγκεκριμένα, ἔχουν ἐντοπισθεῖ καὶ ἐκδοθεῖ δύο τέτοιοι χειρόγραφοι Βίοι τοῦ ἁγίου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (1192). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος, Λαγουδερὰ

Οἱ ἐν λόγῳ δύο βιογράφοι τοῦ Ἰωάννη κατάγονταν ἀπὸ τὴ Δαμασκό, ὅπου γεννήθηκαν περὶ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰ. Ἀφοῦ συναντήθηκαν ὡς μοναχοὶ στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀκολουθοῦν ἐφεξῆς τὴν ὁδὸ τῆς ξενιτείας καὶ τῆς προσκυνηματικῆς ὁδοιπορίας, καθὼς τὰ δύο καίρια καὶ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ὁσίας βιοτῆς τῆς ἱερῆς αὐτῆς δυάδας ὑπῆρξαν, πρῶτον ὁ ἀέναος πόθος νὰ μαθητεύσουν σὲ ὅσιους ἄνδρες καὶ νὰ καρπωθοῦν ποικιλότροπα πνευματικὴ ὠφέλεια καί, δεύτερον, ἡ ἀείποτε προάσπιση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μέσα σ᾽ ἕνα εὐρύτερο μονοφυσιτικὸ περιβάλλον. Μετὰ ἀπὸ παραμονὴ σὲ ποικίλα σημαίνοντα μοναστικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, μεταβαίνουν στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὅταν ἤδη ἐκεῖ ἦταν πατριάρχης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὅπου παραμένουν μέχρι τὴν εἰσβολὴ τῶν Περσῶν στὴν Αἴγυπτο καί, περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 618 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 619, καταφεύγουν πρόσφυγες στὴν Κύπρο μὲ τὸν ἅγιο πατριάρχη Ἰωάννη, γιὰ νὰ ἀναχωρήσουν κατόπιν, μέσῳ διαφόρων νησιῶν, γιὰ τὴν παλαιὰ Ρώμη. Στὴ Ρώμη ἐκοιμήθη ὁ Ἰωάννης τὸ 619, ἐνῶ ὁ Σωφρόνιος ἐπιστρέφει στὴν Παλαιστίνη καὶ τὸ 634 ἐκλέγεται πατριάρχης Ἱεροσολύμων, παραμένοντας στὸν θρόνο μέχρι τὸ 638, ὁπόταν ἐκοιμήθη, καταλείποντας στὴν Ἐκκλησία σημαντικὰ θεολογικὰ καὶ ὑμνολογικὰ ἔργα.

β. Ὁ ἑπόμενος χρονολογικὰ Βίος τοῦ Ἐλεήμονος (CPG 7882=BHG 886d) ἀνήκει στὸν κάλαμο τοῦ ἁγίου Λεοντίου, ἐπισκόπου Νεαπόλεως. Ὁ σπουδαιότατος αὐτὸς Βίος ἀποτελεῖ ἐν μέρει ἐρανισμό, βασικὰ ὅμως συμπλήρωμα τοῦ ἀνωτέρω Βίου τῶν Ἰωάννου Μόσχου καὶ Σωφρονίου. Τὸν Βίο τοῦτο ὁ Λεόντιος, ὅπως καὶ προηγουμένως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος (CPG 7884), συνέγραψε ὑπακούοντας σὲ σχετικὴ πατρικὴ παραίνεση τοῦ ἁγίου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἀρκαδίου (625/626-641/642). Ὁ τοῦ Ἐλεήμονος Βίος, σύμφωνα μὲ ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, γράφηκε τέλη 641/ἀρχὲς 642. Μὲ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἐν λόγῳ Βίου ὁ Κύπρου Ἀρκάδιος δὲν στόχευε μονάχα στὴν ἀνάδειξη τῆς μεγάλης τοῦ Ἰωάννου μορφῆς καὶ τῶν πνευματικῶν δεσμῶν Αἰγύπτου καὶ Κύπρου, ἀλλὰ καὶ στὴν προβολὴ ἑνὸς Ὀρθοδόξου ἁγίου μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀνάδειξης τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Γιὰ τὸ ἔργο του αὐτὸ ὁ Λεόντιος εἶχε ὡς βασικὴ πηγή, τόσο αὐτὰ ποὺ ὁ ἴδιος στὴ νεότητά του γνώρισε καὶ ἄκουσε στὴν Κύπρο, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ τοῦ διηγήθηκαν ἄνδρες ἐνάρετοι καὶ ἀξιόπιστοι στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου μετέβη χάριν προσκύνησης τῶν ἐκεῖ μεγάλως τιμωμένων θαυματουργῶν ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου, ἰδιαίτερα ὁ θεοσεβέστατος Μηνᾶς, οἰκονόμος τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Ἰωάννη.

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Λεόντιος γεννήθηκε στὴν Κύπρο γύρω στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 6ου αἰώνα, καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´ (641-668). Γύρω ἀπὸ τὴ ζωή του πολὺ λίγα στοιχεῖα εἶναι γνωστά. Ἕνα ἀνέκδοτο εἰσέτι Διήγημα Ψυχωφελὲς ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου τοῦ Κυπρίου (περ. 630-700) μᾶς ρίχνει λίγο φῶς στὰ σχετικὰ πρὸς τὴ νεανικὴ ἡλικία τοῦ Λεοντίου. Ἀναφέρει λοιπὸν ὁ ὅσιος Ἀναστάσιος —ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, καταγόταν ἀπὸ τὴν πλησιόχωρη στὴ Νεάπολη Ἀμαθοῦντα—: «Ὁ ἐν Κύπρῳ διαπρέψας Λεόντιος ὁ Νεαπολίτης ἡμῖν διηγήσατο περὶ τοῦ ἰδίου αὐτοῦ διδασκάλου, λέγων ὅτι φίλος ὑπῆρχεν Μαυρικίου τοῦ βασιλέως καί, πολλάκις εὐχόμενος τῷ Θεῶ, ἔλεγεν…». Κατωτέρω δὲ ὁ διδάσκαλος τοῦ Λεοντίου, ποὺ δυστυχῶς δὲν κατονομάζεται, ἀποκαλεῖται κὺρ ἀββᾶς. Τὰ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα πολλά. Καταρχήν, τὸν Λεόντιο ὁ Ἀναστάσιος ἀσφαλῶς γνώρισε κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διέμενε ἀκόμη στὴν Ἀμαθοῦντα ὡς κληρικός, ἐπὶ τοῦ ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Ἰωάννη (στὸν ὁποῖο καὶ ἀναφέρεται σὲ ἄλλα του Διηγήματα), δηλ. μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 650, πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ δὲ χαρακτηρισμὸς τοῦ Λεοντίου ὡς Νεαπολίτου, πέραν τῆς ἕδρας τῆς ἐπισκοπῆς του, εἶναι πιθανὸν νὰ παραπέμπει καὶ στὴν καταγωγή του. Περαιτέρω, πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Λεόντιος μαθήτευσε κοντὰ σὲ ἐλλόγιμο καὶ ἅγιο μοναχό, ὁ ὁποῖος τύγχανε προσωπικὸς φίλος τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602). Δὲν καθίσταται σαφὲς στὸ Διήγημα ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ λόγιος ἐκεῖνος μοναχὸς, οὔτε κατὰ πόσον ὁ Λεόντιος φοίτησε κοντά του στὴν Κύπρο ἢ στὸ ἐξωτερικό. Καὶ οἱ δύο περιπτώσεις εἶναι πιθανές.

Ἀργότερα χειροτονήθηκε γιὰ τὴν ἐνάρετη πολιτεία καὶ κατάρτισή του ἐπίσκοπος τῆς παλαίφατης ἐπισκοπῆς Νεαπόλεως-Νεμεσοῦ. Ὑπῆρξε ἄνδρας σοφός, πολυμαθὴς καὶ ὀρθοδοξώτατος κατὰ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους. Στὴ γραφίδα του ὀφείλονται ἀξιολογώτατα συγγράμματα. Διακρίθηκε μάλιστα ὡς ὁ κορυφαῖος συγγραφέας Βίων ἁγίων τοῦ 7ου αἰώνα. Ἐκτὸς τῶν Βίων τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος, ὁ Λεόντιος, συνέγραψε τὴ θαυμαστὴ πολιτεία τῶν ὁσίων Συμεῶνος τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ καὶ Ἰωάννου, μετὰ ποὺ ἐπισκέφθηκε τὴν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας (σημ. Χόμς).

Τὰ λοιπὰ σωζόμενα σήμερα ἔργα του εἶναι δύο πανηγυρικοὶ Λόγοι, Εἰς τὸν Συμεῶνα καὶ ὅτε ἐδέξατο τὸν Κύριον εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ (CPG 7880) καί, Εἰς τὴν ἡμέραν τῆς ἁγίας Μεσοπεντηκοστῆς (CPG 7881), καθὼς καὶ ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πέμπτο του Λόγον κατὰ Ἰουδαίων (CPG 7885), τὸ ὁποῖο ἀνέγνωσε ὁ διάκονος καὶ νοτάριος Στέφανος κατὰ τὴν Δ´ Πράξη τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἕνα περαιτέρω θέμα, στὸ ὁποῖο συγκλίνει γενικὰ ἡ σύγχρονη ἔρευνα, εἶναι ἡ μᾶλλον βέβαιη συμμετοχὴ τοῦ Λεοντίου στὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ ἐπὶ πάπα Ρώμης Μαρτίνου, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 649, σύμφωνα μὲ σχετικὲς ἀναφορὲς στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου. Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὁ Λεόντιος μετὰ τὴν πρώτη κατὰ τῆς Κύπρου ἀραβικὴ ἐπιδρομὴ (ἄνοιξη/καλοκαίρι τοῦ 649), νὰ ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους κληρικοὺς τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ παρέστησαν στὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, πρόσφυγες στὴ Δύση λόγῳ τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν. Ἡ σύνοδος αὐτὴ συγκροτήθηκε ἀπὸ τὸν πάπα Μαρτῖνο γιὰ νὰ καταδικάσει τὴ δογματικὴ Ἔκθεση τοῦ Ἡρακλείου (638) καὶ τὸν Μονοθελητισμό. Βεβαίως, δὲν παρέστη στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἄλλος ἐπίσκοπος ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀναγνώσθηκε ὅμως κατ᾽ αὐτὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Σεργίου τοῦ ἔτους 643 πρὸς τὸν πάπα Θεόδωρο (CPG 7628), ὅπου ἐπιβεβαιωνόταν ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καὶ ἐκφραζόταν ἡ ἀντίθεσή της στὸν Μονοθελητισμό. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Λεόντιος ἀκολούθησε στὴ Σύνοδο τὴν Ὀρθόδοξη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Δὲν εἶναι γνωστὸ κατὰ πόσον ὁ ἐπιφανὴς αὐτὸς ἐπίσκοπος ἐπέστρεψε στὴ νῆσο καὶ πότε. Θεωρεῖται ὅτι ἐκοιμήθη ἐπὶ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´ (641-668).

Τὸ ὅτι ὁ Λεόντιος ἐθεωρεῖτο ἅγιος στὴν κοινὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας φανερώνουν ποικίλες πρώιμες μαρτυρίες (ὅπως τῶν ἁγίων Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κωνσταντίνου (8ος αἰ.). Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Λεοντίου καθιερώθηκε προσφάτως, μὲ τὴν ἔνταξη νέας ᾀσματικῆς Ἀκολουθίας του στὴ σειρὰ Κύπρια Μηναῖα, νὰ τελεῖται στὶς 18 Ἰουνίου, ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία τιμᾶται ὁ ὁμώνυμός του μεγαλομάρτυρας Λεόντιος.

Ταῖς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος καὶ τῶν ἱερῶν του βιογράφων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.