Του Αλέξανδρου Π. Κωστάρα, ομότιμου καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

 

Η μαζική λαθρομετανάστευση αλλογενών και αλλόθρησκων στοιχείων στην Ελλάδα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Μεταξύ άλλων, έχει μια ηθική και μια εθνική πλευρά. Κάθε μία από τις δύο υπαγορεύει διαφορετικά καθήκοντα.

Η ηθική πλευρά του ζητήματος επιτάσσει την ενδεδειγμένη βοήθεια σε αυτούς τους χειμαζόμενους ανθρώπους, άσχετα από το αν βρέθηκαν σε δεινή θέση από δική τους λαθεμένη επιλογή - αφού, αντί να αναζητήσουν διά της χερσαίας οδού ασφαλές καταφύγιο σε όμορες και ομόθρησκες χώρες, όπως είναι π.χ. η Σαουδική Αραβία, προτίμησαν εντελώς επιπόλαια να μπουν (πολλοί μάλιστα οικογενειακώς) σε ένα «πλεούμενο φέρετρο» (η άλλη ονομασία του φουσκωτού) και να διαπλεύσουν με αυτό το Αιγαίο, για να απομακρυνθούν από τις εστίες πολέμου ή να γλυτώσουν από την αιμοσταγή δράση των τζιχαντιστών αδελφών τους του «Ισλαμικού Χαλιφάτου».

Για τους εξ ημών Ορθοδόξους, το χρέος βοήθειας προς τους εμπερίστατους λαθρομετανάστες δεν απορρέει από ένα γενικό ηθικό και ανθρώπινο καθήκον, αλλά από την καταστατική για την πίστη μας εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, όπως την εξειδίκευσε ο Κύριος στην Παραβολή του Καλού Σαμαρείτη (Λουκ. ι’, 30), απαντώντας στην επιτηδευμένη ερώτηση-απορία του «εκπειράζοντος» Αυτόν νομικού («τις εστίν ο πλησίον»;). Επίσης, βλέπουμε την εντολή αυτή να αναδύεται με σαφήνεια από την Ευαγγελική Περικοπή της Κρίσεως (Ματθ. κε’, 35).

Ο λόγος του Χριστού είναι κατηγορηματικός: Ο δρόμος του καθενός από μας προς την Κόλαση ή τον Παράδεισο περνάει αναπόδραστα μέσα από τη στάση μας προς τον πλησίον. Προς τον ξένο, τον πεινασμένο, τον άρρωστο, τον κάθε μορφής φυλακισμένο σε ένα σωφρονιστικό κατάστημα ή σε έναν χώρο που τον συνθλίβει. Τον κάθε είδους εμπερίστατο άνθρωπο. Οι λαθρομετανάστες είναι και αυτοί παιδιά και εικόνες του Θεού, έστω κι αν τον αποκαλούν διαφορετικά από μας. Στο πρόσωπό τους δοξάζεται ή καταφρονείται, όχι με λόγια, αλλά έμπρακτα, ο ίδιος ο Θεός. Έχουμε, συνεπώς, πρόσθετο καθήκον, όσοι ομολογούμε πίστη στον Χριστό, να βοηθήσουμε με διάφορους τρόπους τους ανθρώπους αυτούς, που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, προσφέροντάς τους τα απαραίτητα σε κάθε περίπτωση μέσα: τροφή, στέγη, φάρμακα ή ό,τι άλλο χρειαστούν.

Οι λαθρομετανάστες είναι και αυτοί παιδιά και εικόνες του Θεού, έστω κι αν τον αποκαλούν διαφορετικά από μας. Στο πρόσωπό τους δοξάζεται ή καταφρονείται, όχι με λόγια, αλλά έμπρακτα, ο ίδιος ο Θεός

Από την άλλη μεριά, όμως, υπάρχει το εθνικό μας χρέος, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια άλλης επιλογής. Μας υπαγορεύει να αρνηθούμε την εγκατάσταση των λαθρομεταναστών στη χώρα μας, διότι οι άνθρωποι αυτοί, εκτός από την ιδιότητα του εμπερίστατου ξένου, έχουν και άλλη μία: είναι εισβολείς στη χώρα, έστω κι αν δεν αυτενεργούν, αλλά χρησιμοποιούνται ως όργανα της επίθεσης άλλων εναντίον του Έθνους μας. Θύτες και θύματα μαζί αυτής της εισβολής. Η εν λόγω εισβολή δεν θα είχε καμιά σημασία, αν δεν ήταν μαζική και γι’ αυτό άμεσα συνυφασμένη με έναν θανάσιμο κίνδυνο: Οι λαθρομετανάστες κουβαλάνε μαζί τους, όπου κι αν πάνε, τα δικά τους πιστεύματα και τον δικό τους, μουσουλμανικής υφής, πολιτισμό. Και καλά κάνουν. Δεν μπορεί να τους ψέξει κάποιος για αυτό.

Αντικειμενικά, όμως, το στοιχείο αυτό τούς καθιστά «ξένα σώματα» στον οργανισμό που προσβάλλουν, ο οποίος, εάν δεν ενεργοποιήσει τον μηχανισμό εξουδετέρωσής τους, θα οδηγηθεί με βεβαιότητα στον θάνατο. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι με αυτά τα «ξένα σώματα» βομβαρδίζουν σήμερα την Ελλάδα όλοι εκείνοι που απεργάζονται τη μουσουλμανοποίηση της χώρας και τη μέσω αυτής εξαφάνιση του ελληνισμού, δεν μένει παρά να μετρήσει κάποιος τους αριθμούς των «ξένων σωμάτων», για να υπολογίσει το μέγεθος των «αντισωμάτων» που πρέπει να αναπτυχθούν, ώστε να έχει την ελπίδα να μείνει ζωντανή η πατρίδα μας.

Επιβάλλεται, συνεπώς, η συσπείρωση όλων των Ελλήνων στον κοινό εθνικό στόχο, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την επαναπροώθηση των εισβολέων λαθρομεταναστών, αναλόγως των επικρατουσών συνθηκών, είτε στις πατρίδες τους είτε σε άλλες μουσουλμανικές χώρες, με χρηματοδότηση του σχετικού εγχειρήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν η μουσουλμανική Ανατολή δεν θέλει να δεχθεί στους κόλπους της τα παιδιά της, γιατί πρέπει να το κάνει αυτό η χριστιανική Δύση, οδηγώντας έτσι σε αυτοχειριασμό τις δικές της πολιτισμικές αξίες;

Η εκπλήρωση αυτού του εθνικού χρέους δεν αντιφάσκει προς το ηθικό-χριστιανικό χρέος της φιλαλληλίας και της αγάπης προς τον πλησίον, αφού τα δύο αυτά καθήκοντα έχουν εντελώς διαφορετική εμβέλεια. Κανένας ηθικός νόμος δεν επιβάλλει σε έναν λαό, αφού εκπληρώσει το καθήκον της φιλαλληλίας προς τους εμπερίστατους αδελφούς του, να αφεθεί παθητικά σε μια διαδικασία αλλοτρίωσής του από αυτούς. Ούτε υπάρχει κάποια σχετική εντολή του Χριστού γι’ αυτό. Το αντίθετο, μάλιστα, προκύπτει από την υπογράμμιση, εκ μέρους του Ιησού, των διαφορετικών υποχρεώσεων που έχουμε απέναντι στον Καίσαρα και στον Θεό (Ματθ. κβ’, 21), αλλά και από γνωστό ψαλμό της Εκκλησίας μας, που προβάλλει σχετική δέησή μας προς τον Ύψιστο: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου».

Όλα λοιπόν μπορούν να γίνουν με αγάπη. Και η βοήθεια προς τους εμπερίστατους αδελφούς, για όσο χρόνο τη χρειάζονται μέχρι να επαναπροωθηθούν, αλλά και η ανταπόκριση στην κραυγή σωτηρίας του Έθνους. Η εκπλήρωση του ενός χρέους δεν αποκλείει την επιτέλεση του άλλου.