Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Ο χώρος, που από αιώνες ήταν αφιερωμένος στη λατρεία του Οσίου Λουκά, είχε μεταβληθεί από κάποιο χρονικό σημείο και μετά σε ένα ψυχρό μουσείο, χωρίς ένα καντήλι, χωρίς τη μυρωδιά του λιβανιού καί την ικεσία του μοναχού. Στρεφόμουν προς τα ολόλαμπρα ψηφιδωτά και ταραγμένη νόμιζα πως οι μορφές των αγίων μού έριχναν ματιές απορίας ή άλλες με μομφή με απειλούσαν. Στην καρδιά της Ρούμελης, ο Όσιος Λουκάς έχει μεταβληθεί σε μουσείο. Τόσους αιώνες και δεν το κατέστρεψε η λατρεία. Η χρήση μπορεί κάποια σημεία να άλλαξε, αλλά όχι εκείνα που δεν μπορούν κάθε τόσο να διορθώνονται. Προς τι λοιπόν η μετατροπή;
Ώσπου έγινε το θαύμα! Πολλοί πιστεύουν πως θαύμα θα ήταν ν’ αλλάξει φορά η Γη, να δύσει ο ήλιος στην Ανατολή και κάτι άλλα τέτοια άχρηστα, που ίσως ενδόμυχα στοχεύουν στο να εμποδίσουν τον καθένα να δει και να χαρεί τα καθημερινά, μικρά ή μεγάλα, θαύματα που ή θεία Χάρη απλόχερα μάς προσφέρει. Όμως, στο μοναστήρι του Στειριού το θαύμα ήταν μεγάλο και κανείς δεν βρέθηκε που να μην το παραδεχθεί.
Ήρθε η Μεγαλοβδομάδα του ’87 κι ο Όσιος Λουκάς οδήγησε και τα δικά μας βήματα στο μοναστήρι του, για να βιώσουμε το Θείο Δράμα και την Ανάσταση. Τούτη η χρονιά ήταν για την αδελφότητα διπλή η Ανάσταση και δύο φορές πανηγυρικό το Πάσχα στο μοναστήρι του Στειριού. Ύστερα από είκοσι επτά χρόνια, οι Ακολουθίες έγιναν στο «απελευθερωμένο» καθολικό. Οι στιγμές ανεπανάληπτες, συγκλονιστικές.
Αλλά αυτό που ποτέ δεν θα ξεχάσω από εκείνη τη Μεγαλοβδομάδα είναι ένα περιστατικό απροσδόκητο, μια αδιάψευστη μαρτυρία για το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι ή πίστη στον απλό λαό. Κόσμος πολύς, συναγμένος μέσα στο καθολικό καί στην αυλή του μοναστηριού. Άνθρωποι απλοί, κάθε ηλικίας, παρακολουθούσαν με κατάνυξη την Ακολουθία των Εγκωμίων. Απορούσες πού βρέθηκαν όλοι σε εκείνη την ερημιά! Συγκίνηση βαθιά από τη συναίσθηση της ώρας, στιγμές βαθιάς κατάνυξης, καθώς αντηχούσε η φωνή του ψάλτη στους τοίχους, στους πεσσούς, στους κίονες, στον θόλο: «Επί γης κατήλθες, ίνα σώσης Αδάμ, και εν γη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα, μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών» και οι στίχοι γίνονται ένα με τις ψηφίδες των παραστάσεων του ναού, που βρήκαν ύστερα από τόσα χρόνια ξανά τον προορισμό τους.
Κάποτε, ο Επιτάφιος παίρνει τον δρόμο προς την έξοδο του ναού και στους ώμους μερικών γεροδεμένων ανδρών οδηγείται προς το περιβόλι. Οι μορφές αυτών των ανθρώπων έχουν αποτυπωμένη μια εναγώνια οδύνη μαζί με μια βαθύτατη αίσθηση υποχρέωσης και ευθύνης σε Αυτόν που βαστάζουν με δέος καί λαχτάρα. Τα πρώτα λεπτά της λιτανείας κατείχε η προσπάθεια να προσαρμοστούμε στο βάδισμα του μονοπατιού ανάμεσα στα κτίρια της μονής. Κατόπιν, όταν η συνοδεία πήρε το σκολιό δρομάκι που σκέπαζαν τα πεύκα, αγαλλίαση γέμιζε η καρδιά. Η λαμπικαρισμένη ατμόσφαιρα, η μαρμαρυγή των αστεριών, η μακάρια ηρεμία του τοπίου κι αυτή η μακριά σειρά των κεριών, που φιδοσερνόταν ανάμεσα στα δέντρα σιωπηλά, όλα έδιναν μια πρωτόγνωρη ελπίδα στην ψυχή.
Όταν όμως οι εντυπώσεις ταξινομήθηκαν μέσα μας, κάπου αισθανθήκαμε μια χασμωδία στις υμνωδίες των ψαλτών, που δεν ήταν δυνατόν προς στιγμήν να προσδιορισθεί. Σε μια στάση έξω από το νεκροταφείο της μονής πλησιάσαμε τον Επιτάφιο, για να ακούσουμε καλύτερα τη δέηση. «Έτι δεόμεθα υπέρ…» έλεγε ο ιερέας, «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον», έψελναν κάποιες αγριωπές φωνές σε έναν ρυθμό κουρδισμένο, θαρρούσες, που δεν είχε και μεγάλη αλληλουχία με τις ευχές. Τέλος, η δέηση ολοκληρώθηκε και η λιτανεία κίνησε στην ανηφόρα.
Οι μοναχοί με φωνή γλυκιά άρχισαν εγκώμια: «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι, Χριστέ μου…», «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον» απαντούσαν οι αγριωπές φωνές, που τώρα ξεκαθαρίζαμε πως δεν ήταν από τον χορό των ψαλτών – μοναχών. «Ω, γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;», ο Χορός, «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον» οι αγριοφωνάρες… Ταραχή με κατέλαβε. Βαλτοί, είπα, είναι να χαλάσουν την κατάνυξη της λιτανείας (μέρες δύσκολες εκείνες για την Εκκλησία, που απεκδυόταν σε αγώνα υπέρ της αυτοδιοίκησης και της ελευθερίας της).
Ο σύντροφός μου έκανε τις ίδιες σκέψεις, καθώς οι αγριοφωνάρες πλέον ρυθμικά επαναλάμβαναν τα «Κύριε ελέησον» και οι μοναχοί σιγανά έψαλλαν: «Έραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι». Κοντά μας ένας καθηγητής της Θεολογικής Σχολής. Κι αυτός κατάπληκτος ενώθηκε με τη συντροφιά μας, που είχε αρχίσει να οργίζεται για τη συνεχιζόμενη «ασεβή πρόκληση». Κάποια στιγμή, ένας μας πλησίασε τον ηγούμενο, τον αλησμόνητο μετέπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, μακαριστό Νικόδημο, με τρόπο και του σφύριξε πως, αν νόμιζε ότι ήταν ώρα, ευχαρίστως θα δίναμε ένα χέρι να… σταματήσει η ιστορία. Εκείνος -σε μια τόσο ιερή στιγμή, μα και με τόση ένταση για μας- γέλασε εγκάρδια. «Ταραξίες;», είπε κοιτώντας τον συνομιλητή του με γλυκιά συγκατάβαση. «Αρβανίτες της περιοχής είναι… που δεν ξέρουν ελληνικά, τίποτε από τις Ακολουθίες, και έχουν έθιμο να σηκώνουν οπωσδήποτε τον Επιτάφιο κάθε χρόνο. Επαναλαμβάνουν ρυθμικά το “Κύριε ελέησον” γιατί είναι οι δύο μόνες ελληνικές λέξεις που γνωρίζουν από προσευχή»!… Η Ανάσταση είχε έρθει στις ψυχές μας εκείνη τη χρονιά γρηγορότερα…