Του Μ.Γ. Βαρβούνη, Καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Στην εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει γενικότερα σε εποχές παρακμής και κρίσης, συχνές είναι οι αναφορές στον δημόσιο λόγο στην έννοια της «παράδοσης». Οι περισσότεροι που χρησιμοποιούν την έννοια αυτή έχουν κατά νου ένα απροσδιόριστο μόρφωμα, το οποίο κατά κανόνα συνδέεται με τη νοσταλγία των παιδικών χρόνων και δεν έχει ουσιαστική σχέση με την έννοια της παράδοσης που παράγουν και «καταναλώνουν» πολιτισμικά οι ανθρώπινες κοινωνίες διαχρονικά. Αυτό σημαίνει ότι η παράδοση δεν είναι ένα σύνολο ιδεών και συμπεριφορών παγιωμένο και άχρονο, που επαναλαμβάνεται αυτούσιο πέρα και έξω από την ιστορική πορεία του ανθρώπου. Τουναντίον, η παράδοση είναι αφενός μεν ιστορικά καθορισμένη, αφετέρου δε μεταβαλλόμενη, με τους δικούς της πάντως ρυθμούς.
Από την άλλη πλευρά, η παράδοση όχι μόνο ανατροφοδοτείται από μορφές του παρελθόντος, μέσα από μια διαδικασία γνωστή ως «μυθοποίηση του παρελθόντος», η οποία συχνά λαμβάνει τη μορφή του φολκλορισμού, αλλά και συχνά εμπλουτίζεται είτε από τον ίδιο τον λαό είτε με την επίδραση ενός εξωτερικού παράγοντα, που έχει ωστόσο πρόσβαση στον λαό και καθορίζει τις επιλογές του, όπως για παράδειγμα συμβαίνει εις τα καθ’ ημάς με τις κρατικές δομές ή με την Εκκλησία.
Στην περίπτωση αυτή μιλούμε για «επινοημένη παράδοση», χωρίς ο προσδιορισμός αυτός να σημαίνει ότι πρόκειται για νόθες ή επιβεβλημένες μορφές. Απλώς, πρόκειται για μορφές διαχείρισης της παράδοσης που έχουν ιδιαίτερη λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα στις μέρες μας.
Η παράδοση, λοιπόν, κάθε μορφής παράδοση, ανανεώνεται, τροποποιείται και εμπλουτίζεται. Αυτό ισχύει και στις πλέον ομοιογενείς περιπτώσεις. Για παράδειγμα, η έννοια της παράδοσης στην Εκκλησία επίσης εμπλουτίζεται, δεν έχει βεβαίως μείνει στον 7ο αιώνα, και η ανάγκη θεσμοθέτησης των μορφών που έχουν στο μεταξύ καθιερωθεί θα πρέπει να είναι μία από τις σπουδαιότερες προτεραιότητες της Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου. Σε διαφορετική περίπτωση, αφενός μεν η επιβεβαίωση των ήδη ισχυόντων είναι μάλλον περιττή, αφετέρου δε τίθεται ζήτημα αναντιστοιχίας ανάμεσα στον επίσημο λόγο και στην καθημερινή πρακτική, κάτι που δεν είναι βεβαίως ανεκτό από την εκκλησιαστική τάξη και ζωή.
Ακόμα μία παρατήρηση: Στον χώρο της λαϊκής παράδοσης ο λαός δημιουργεί και ο λαογράφος μελετά τα δημιουργήματά του. Δεν επιτρέπεται ο λαογράφος να υποδεικνύει μορφές παραδοσιακής δράσης με βάση το κριτήριο της δήθεν «αυθεντικότητας». Επειδή, πρώτον, τέτοια έννοια είναι ανυπόστατη στον λαϊκό πολιτισμό και, δεύτερον, τότε θα πρόκειται για μια «εκ των άνω» και όχι λαϊκή πολιτισμική δημιουργία, κάτι που νοθεύει ευθέως τη λαϊκή παράδοση στο σύνολό της.
Στον χώρο του λαϊκού πολιτισμού αυθεντικό είναι αυτό που ο λαός δημιουργεί, έστω κι αν αυτό διαφοροποιείται σε σχέση με το παρελθόν. Κι αυτό οφείλει να μελετήσει ο λαογράφος, αναλύοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε και αναπαράγεται, συγκρίνοντας και ερμηνεύοντας, σταθμίζοντας και κρίνοντας, όχι όμως υποδεικνύοντας ποιες θα έπρεπε να είναι οι πολιτισμικές επιλογές του λαού. Γιατί αυτό επεμβαίνει και δεν μελετά. Αποτελεί πράξη και ενέργεια «πολιτική», με την ευρύτερη σημασία του όρου, και όχι προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης.
Αυτές οι μικρές διευκρινίσεις είναι αναγκαίες για να κατανοήσουμε σωστά την έννοια της παράδοσης, ιδιαίτερα της λαϊκής παράδοσης, και να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σε ορθή βάση τις εκάστοτε εκδηλώσεις της, χωρίς να τις εντοπίζουμε χρονικά στο παρελθόν, αλλά με τη βεβαιότητα ότι η παράδοση δημιουργείται και θα δημιουργείται σε κάθε εποχή, όσο θα υπάρχουν οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες. Απλώς, οι εκδηλώσεις της είναι κατά τόπους και καιρούς διαφορετικές, αποτέλεσμα κι αυτό της συνεχούς ανθρώπινης εξέλιξης και προόδου.